Ωφελημένοι θα βγουν οι μη μισθωτοί όλων των εισοδηματικών βαθμίδων με το νέο καθεστώς καταλογισμού των εισφορών σε συνδυασμό με τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών. Επιπλέον οι έξι νέες κατηγορίες εισφορών που κυμαίνονται από 210 ευρώ η κατώτερη υποχρεωτική, έως 566 ευρώ η ανώτερη οδηγούν σε αύξηση των συντάξεων. Eτσι το νέο επίπεδο κύριων συντάξεων διαμορφώνεται από 514 ευρώ με 20 έτη ασφάλισης έως 1500 ευρώ με 40 έτη ασφάλισης.
Συγκεκριμένα, η κατώτατη υποχρεωτική εισφοράς διαμορφώνεται από τις αρχές του 2020 στα 210 ευρώ από 185.18 ευρώ που είναι σήμερα (20% επί του κατώτατου μισθού των 650 ευρώ για κύρια ασφάλιση, 6,95% επί του ίδιου ποσού για εισφορά υγείας και 10 ευρώ τον μήνα για τον λογαριασμό ανεργίας).
Από τα 210 ευρώ τα 155 αφορούν τις εισφορές υπέρ της σύνταξης και τα 55 ευρώ την εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης. Οι εισφορές υπέρ υγείας στη δεύτερη ασφαλιστική κατηγορία ανεβαίνουν στα 66 ευρώ και παραμένουν σταθερές σε όλες τις ανώτερες ασφαλιστικές κατηγορίες.
Έτσι, στην δεύτερη κατηγορία, η συνολική εισφορά ανέρχεται σε 252 ευρώ (186+66), στην τρίτη σε 302 ευρώ (236+66), στην τέταρτη σε 362 ευρώ (297+66), στην πέμπτη σε 435 (369+66)και στην έκτη και ανώτερη σε 566 ευρώ (500+66).
Το νέο σύστημα προβλέπει και μια χαμηλή κατηγορία εισφορών για να διευκολύνει τους νέους ασφαλισμένους ( όχι μόνο τους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες ) τα 5 πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας τους, η οποία θα ανέρχεται σε 93 ευρώ υπέρ σύνταξης και 33 υπέρ υγείας, σύνολο 126 ευρώ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επέκρινε την αύξηση της κατώτερης εισφοράς κατά 25 ευρώ σχολιάζοντας ότι επιβαρύνεται η πλειοψηφία των ελεύθερων επαγγελματιών με δεδομένο ότι στην κατώτερη υποχρεωτική κατηγορία εντάσσεται το 80% των μη μισθωτών. Την αύξηση ωστόσο επέβαλλε η σύσταση των δανειστών οι οποίοι είχαν διαμηνύσει ότι οποιαδήποτε προσαρμογή στο ασφαλιστικό με βάση τις αποφάσεις του ΣτΕ έπρεπε να έχει ουδέτερο δημοσιονομικά αποτέλεσμα.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες στην αρχή κάθε έτους θα μπορούν να αλλάζουν κατηγορία, όχι μόνο να ανεβαίνουν επίπεδο ασφαλιστικής εισφοράς αλλά και να κατεβαίνουν.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της ασφάλισης η βελτίωση των συντελεστών της κύριας σύνταξης θα δώσει κίνητρο στους ελεύθερους επαγγελματίες αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες και αγρότες να επιλέξουν υψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία. Διαφορετικά λόγω της χαμηλής ανταποδοτικότητας εισφορών –παροχών θα προτιμήσουν να παραμείνουν στην κατώτατη ασφαλιστική κατηγορία.
Τα σενάρια που επεξεργάζεται η επιστημονική ομάδα του υπουργείου εργασίας για την βελτίωση των συντελεστών αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων, οδηγούν σε αυξήσεις έως 8% στην περιοχή μεταξύ 38 και 42 έτη ασφάλισης όπου είχαν εντοπιστεί οι μεγαλύτερες αδικίες. Επομένως, η σύνταξη που θα αντιστοιχεί στην ανώτερη εισφορά των 566 ευρώ και σε 40 έτη ασφάλισης από 1500 ευρώ σήμερα θα ανέλθει σε 1620 ευρώ.
Το συνολικό κονδύλι που θα διατεθεί για τις εν λόγω αυξήσεις δε μπορεί να υπερβαίνει τα 300 εκ. ευρώ ετησίως. Όλες οι αλλαγές είναι δημοσιονομικά μελετημένες ώστε να μην προκύψουν αποκλίσεις έναντι των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα όσον αφορά στη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Πώς θα διαμορφωθούν οι εισφορές για επικουρική και εφάπαξ
Ελευθερία επιλογής θα προβλέπεται και για τις εισφορές υπέρ επικούρησης και εφάπαξ που καταβάλλουν κυρίως οι αυτοαπασχολούμενοι επιστήμονες. Ετσι θεσπίζονται τρία επίπεδα εισφορών. Το κατώτερο επίπεδο υπέρ επικουρικής θα παραμείνει στα 42 ευρώ όπως ισχύει και σήμερα. Υπενθυμίζουμε ότι από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 έχει νομοθετηθεί η μείωση των εισφορών υπέρ επικουρικής. Επομένως η εν λόγω εισφορά θα μειωθεί στα 39 ευρώ. Στο δεύτερο επίπεδο προβλέπεται εισφορά υπέρ επικούρησης ύψους 51 ευρώ η οποία θα μειωθεί στα 47. Στο τρίτο επίπεδο προβλέπεται εισφορά 61 ευρώ η οποία θα μειωθεί στα 56.
Αντίστοιχα με ελευθερία επιλογής, σε τρία επίπεδα θα διαμορφωθούν και οι εισφορές υπέρ εφάπαξ. Στο πρώτο επίπεδο η εισφορά θα ανέρχεται σε 26 ευρώ, στο δεύτερο σε 31 και στο τρίτο σε 37 ευρώ.
Πώς θα διαμορφωθούν οι εισφορές για τους αγρότες
Απλό, ευέλικτο, αποσυνδεδεμένο από το εισόδημα και με ελευθερία επιλογής θα είναι το σύστημα εισφορών και για τους αγρότες το οποίο θα προβλέπει 6 επίπεδα και μεταβατική περίοδο. Δηλαδή στο κατώτερο επίπεδο θα προβλέπεται εισφορά 119 ευρώ για το 2020 η οποία θα αυξηθεί στα 121 ευρώ το 2021 και στα 124 το 2022. Στο δεύτερο επίπεδο η εισφορά θα διαμορφωθεί στα 143 ευρώ το 2020 και θα αυξηθεί στα 146 το 2021 και στα 148 το 2022. Στο τρίτο επίπεδο η εισφορά θα ανέρχεται στα 171 ευρώ το 2020 και θα αυξηθεί στα 174 το 2021 και στα 178 το 2022. Στο τέταρτο επίπεδο η εισφορά θα ανέρχεται στα 205 ευρώ το 2020 και θα αυξηθεί στα 210 το 2021 και στα 214 το 2022. Στο πέμπτο επίπεδο η εισφορά θα ανέρχεται στα 246 ευρώ το 2020 και θα αυξηθεί στα 251 το 2021 και στα 256 το 2022. Στο έκτο και ανώτερο επίπεδο, η εισφορά θα ανέρχεται σε 319 ευρώ το 2020 και θα αυξηθεί στα 326 ευρώ το 2021 και στα 324 το 2022.
Φορολογικό όφελος 1300 ευρώ
Οι αλλαγές στις εισφορές μαζί με τη φορολογική επίδραση της μείωσης του φόρου της πρώτης κλίμακας των 10.000 ευρώ στο 9% από 22% από το 2020, θα έχουν θετικό αποτέλεσμα στο εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών. Η µείωση αυτή των 13 ποσοστιαίων µονάδων µεταφράζεται, σύµφωνα µε τους ειδικούς, σε µια ετήσια µείωση φόρου έως και 1.300 ευρώ, δηλαδή έως 108,33 ευρώ τον µήνα.
Για παράδειγμα με φόρο 22% και ελάχιστη εισφορά 185 ευρώ, ο ελεύθερος επαγγελματίας με φορολογητέο εισόδημα 10.000 ευρώ κατέβαλε 2.200 ευρώ φόρο και 2.220 ευρώ εισφορά, σύνολο 4.420 ευρώ ετησίως.
Με συντελεστή 9% ο φόρος μειώνεται στα 900 ευρώ και η εισφορά αυξάνεται κατά τι στα ( 220Χ12) 2520 ευρώ, συνολικά 3420 ευρώ ετησίως. Το όφελος είναι 1000 ευρώ.
Προσδοκία για αύξηση της εισπραξιμότητας
Με το νέο σύστηµα των σταθερών ποσών, στο υπουργείο Εργασίας προσδοκούν η εισπροξιμότητα από τις εισφορές των μη μισθωτών να αυξηθεί στο 80%-85% από μόνο 56%-60% που είναι σήμερα. Η πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελµατιών σε ποσοστό κοντά στο 80%, δηλώνει ετήσιο εισόδηµα έως 7.800 ευρώ, καταβάλλοντας τις ελάχιστες εισφορές των 185,18 ευρώ τον µήνα. Ο υπολογισμός των εισφορών με βάση το εισόδημα που εφαρμόστηκε επί τρία χρόνια οδήγησε σε απόκρυψη εισοδηµάτων και αύξηση της φοροδιαφυγής, χωρίς ταυτόχρονα να αυξάνει σηµαντικά την εισπραξιµότητα των εισφορών. Συγκεκριμένα το 2017 (πρώτη χρονιά εφαρµογής του συστήµατος) εισπράχθηκαν συνολικά 1,7 δις από τους µη µισθωτούς. Το 2018 οι εισπράξεις έπεσαν στα 1,5 δισ. ενώ τα έσοδα φέτος αναμένεται να ανέλθουν περίπου στα 1,3 δισ. ευρώ.