Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προκηρύσσει διαγωνισμό για την ανακαίνιση των κτιρίων που βρίσκονται στο χώρο της αμερικανικής πρεσβείας στην Μόσχα στην λεωφόρο Νοβίνσκι 19-23, αναφέρεται στην ιστοσελίδα της διπλωματικής αποστολής.
Η ανακατασκευή είναι αναγκαία, αναφέρεται στην ανακοίνωση λόγω των πεπαλαιωμένων υποδομών, η ηλικία των οποίων υπερβαίνει τα 35 χρόνια. Η ανακατασκευή έχει κόστος, αλλά επίσης συχνά δημιουργούνται προβλήματα εξαιτίας των οποίων μπορεί να κινδυνεύσει η ζωή ανθρώπων. Θα αντικατασταθούν όλα τα μηχανικά, ηλεκτρικά και υδραυλικά συστήματα, σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Ο προϋπολογισμός του έργου ανακατασκευής, το οποίο θα αναλάβει η εταιρεία που θα κερδίσει τον διαγωνισμό ανέρχεται στα 100 εκατομμύρια δολάρια. Στον διαγωνισμό μπορούν να συμμετάσχουν αμερικανικές και μη αμερικανικές εταιρείες.
Ειδήμονες σε ζητήματα ανακατασκευής, με δηλώσεις τους στην εφημερίδα Veodomosti, διατύπωσαν την εκτίμηση ότι το έργο της ανακατασκευή θα το αναλάβει το πιθανότερο αμερικανική εταιρεία.
Πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο ποσό, πιστεύει ο πρόεδρος της κατασκευαστικής εταιρείας RRG Ντενίς Καλακόλνικοφ, επισημαίνοντας ότι με τέτοιο ποσό θα μπορούσε να ανεγερθεί ένα κτίριο γραφείων κατηγορίας τύπου Β, με εμβαδόν 80.000 τ.μ, όπως και ότι η γενική ανακατασκευή μερικές φορές κοστίζει περισσότερο από την ίδια την κατασκευή. Ο Καλακόλνικοφ αμφιβάλλει για το αν το κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας θα ανακατασκευασθεί, εκτιμώντας ότι το μεγαλύτερο τμήμα της επένδυσης αυτής θα πάει σε καινοτόμες τεχνολογίες που θα χρησιμοποιηθούν για την ασφάλεια του κτιρίου.
Ο διευθυντής μάρκετινγκ της ρωσικής τεχνικής εταιρείας Welhome Αντρεί Χιτρόφ δήλωσε ότι ο εκσυγχρονισμός ολόκληρου του μηχανολογικού εξοπλισμού του κτιρίου, ο τεχνικός εξοπλισμός και τα συστήματα ασφαλείας υπερβαίνουν κατά πολύ το κόστος της κατασκευής στο σύνολο τους.
Στην λεωφόρο Νοβίνσκι η αμερικανική πρεσβεία μεταφέρθηκε το 1953. Όταν άρχισε να κτίζεται το κεντρικό κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας ξέσπασε ένα διπλωματικό σκάνδαλο που πήρε τεράστιες διαστάσεις.
Η ανέγερση του νέου κεντρικού κτιρίου άρχισε το 1979, ωστόσο στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι ΗΠΑ ανακάλυψαν ότι το κτίριο «ήταν διαβρωμένο από συσκευές παρακολούθησης» σε τέτοιο βαθμό που όλη «η κατασκευή ήταν στην πραγματικότητα ένα πολυώροφο μικρόφωνο» έγραφε τότε η εφημερίδα The New York Times.
Το 1991 ο επικεφαλής της Βαντίμ Μπακάτιν παρέδωσε στον αμερικανό πρεσβευτή τα σχέδια με τα σημεία που είχαν τοποθετηθεί οι συσκευές παρακολούθησης.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανακατασκευασθεί εν μέρει το κτίριο το οποίο επισήμως άρχισε να χρησιμοποιείται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ