
Οι ωκεανοί του κόσμου βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι είχε εκτιμηθεί μέχρι σήμερα, προειδοποιούν οι επιστήμονες, επισημαίνοντας ότι ένας κρίσιμος δείκτης δείχνει πως «τρέχουμε ενάντια στο χρόνο» για να προστατεύσουμε τα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Η οξίνιση των ωκεανών, συχνά αποκαλούμενη «κακός δίδυμος» της κλιματικής κρίσης, προκαλείται όταν το διοξείδιο του άνθρακα απορροφάται γρήγορα από τη θάλασσα και αντιδρά με τα μόρια του νερού, με αποτέλεσμα τη μείωση του pH του θαλασσινού νερού. Αυτή η διαδικασία βλάπτει τους κοραλλιογενείς υφάλους και άλλα θαλάσσια οικοσυστήματα και, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να διαλύσει τα όστρακα θαλάσσιων οργανισμών.
Μέχρι σήμερα, η οξίνιση δεν είχε θεωρηθεί ότι έχει ξεπεράσει το «πλανητικό όριο» της. Τα πλανητικά όρια είναι φυσικά όρια βασικών παγκόσμιων συστημάτων όπως το κλίμα, το νερό και η βιοποικιλότητα, πέρα από τα οποία κινδυνεύει η ικανότητά τους να διατηρήσουν έναν υγιή πλανήτη. Πέρυσι, οι επιστήμονες είχαν ανακοινώσει ότι έξι από τα εννέα όρια είχαν ήδη ξεπεραστεί.
Ωστόσο, νέα μελέτη του Plymouth Marine Laboratory (PML) του Ηνωμένου Βασιλείου, της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικού Ωκεανού και Ατμόσφαιρας (NOAA) και του Cooperative Institute for Marine Resources Studies του Oregon State University, διαπίστωσε ότι το όριο της οξίνισης των ωκεανών ξεπεράστηκε πριν από περίπου πέντε χρόνια.
«Η οξίνιση των ωκεανών δεν είναι απλά μια περιβαλλοντική κρίση – είναι μια ωρολογιακή βόμβα για τα θαλάσσια οικοσυστήματα και τις παράκτιες οικονομίες», δήλωσε ο καθηγητής Στιβ Γουίντικομπ του PML, ο οποίος είναι και συνδιευθυντής του Global Ocean Acidification Observing Network.
Η μελέτη βασίστηκε σε νέες και ιστορικές φυσικές και χημικές μετρήσεις από πυρήνες πάγου, σε συνδυασμό με προηγμένα υπολογιστικά μοντέλα και μελέτες θαλάσσιας ζωής, προσφέροντας μια συνολική αποτίμηση των τελευταίων 150 ετών.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι έως το 2020 η μέση κατάσταση των ωκεανών παγκοσμίως ήταν ήδη πολύ κοντά – και σε ορισμένες περιοχές πάνω από – το πλανητικό όριο οξίνισης. Αυτό ορίζεται ως η στιγμή που η συγκέντρωση ανθρακικού ασβεστίου στο θαλασσινό νερό είναι πάνω από 20% χαμηλότερη σε σχέση με τα προ-βιομηχανικά επίπεδα. Όσο βαθύτερα εξετάστηκαν τα νερά, τόσο πιο ανησυχητικά ήταν τα ευρήματα. Στα 200 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, το 60% των παγκόσμιων υδάτων είχε ξεπεράσει το «ασφαλές» όριο οξίνισης.
«Οι περισσότερες θαλάσσιες μορφές ζωής δεν ζουν μόνο στην επιφάνεια», εξηγεί η καθηγήτρια Χέλεν Φίντλεϊ του PML. «Τα βαθύτερα νερά φιλοξενούν πολλούς διαφορετικούς τύπους φυτών και ζώων. Επειδή αυτά τα νερά αλλάζουν τόσο πολύ, οι επιπτώσεις της οξίνισης μπορεί να είναι πολύ χειρότερες από ό,τι πιστεύαμε».
Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες για σημαντικά υποθαλάσσια οικοσυστήματα, όπως οι τροπικοί και βαθιοί κοραλλιογενείς ύφαλοι, που αποτελούν ζωτικούς βιότοπους και χώρους αναπαραγωγής για τα νεαρά άτομα πολλών ειδών. Καθώς το pH μειώνεται, είδη που σχηματίζουν ασβεστολιθικά κελύφη, όπως οι κοράλλιοι, τα στρείδια, τα μύδια και μικρά μαλάκια γνωστά ως θαλάσσιες πεταλούδες, δυσκολεύονται να διατηρήσουν τις προστατευτικές τους δομές. Αυτό οδηγεί σε πιο αδύναμα κελύφη, βραδύτερη ανάπτυξη, μειωμένη αναπαραγωγή και χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η μείωση των εκπομπών CO2 είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί η οξίνιση σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά οι δράσεις προστασίας θα πρέπει να εστιάσουν στις περιοχές και τα είδη που είναι πιο ευάλωτα. Η Τζέσι Τέρνερ, διευθύντρια της Διεθνούς Συμμαχίας για την Καταπολέμηση της Οξίνισης των Ωκεανών, που δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε: «Η έκθεση αυτή είναι σαφής: τρέχουμε ενάντια στο χρόνο και ό,τι κάνουμε – ή δεν κάνουμε – τώρα καθορίζει ήδη το μέλλον μας. Αντιμετωπίζουμε μια υπαρξιακή απειλή, ενώ παλεύουμε με την σκληρή πραγματικότητα ότι μεγάλο μέρος των κατάλληλων οικοτόπων για βασικά είδη έχει ήδη χαθεί. Είναι προφανές ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν πλέον να αγνοούν την οξίνιση των ωκεανών στις βασικές πολιτικές τους ατζέντες».
Με πληροφορίες από Guardian