Με την κήρυξη του πολέμου το 1940, οι νέοι έσπευσαν μαζικά να καταταγούν στον Στρατό. Από τους πρώτους που έσπευσαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της πατρίδας ήταν και οι ποδοσφαιρικοί σταρ της εποχής.
Παιδιά που την 27η Οκτωβρίου φορούσαν την αθλητική τους εμφάνιση, την 28η έσπευσαν να ντυθούν στα χακί, και κυριολεκτικά μέσα σε λίγα 24ωρα βρέθηκαν από τα γήπεδα στην πρώτη γραμμή του μετώπου, και έγραψαν τις δικές τους γραμμές στο Έπος του ‘40.
Κάποιοι εξ αυτών επέστρεψαν με βαριά τραύματα. Κάποιοι δεν γύρισαν καθόλου. Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις εξακριβωμένοι θάνατοι ποδοσφαιριστών στις σκληρές μάχες του Ελληνικού Στρατού με τους Ιταλούς.
Η πιο γνωστή ιστορία είναι αυτή του Μίμη Πιερράκου, που άφησε την τελευταία του πνοή στις 18 Νοεμβρίου, λίγο έξω από το χωριό Διποταμιά, όταν βομβαρδίστηκε το σημείο που είχε στρατοπεδεύσει η Σ2 μοίρα βαρέως πυροβολικού στην οποία υπηρετούσε ως ασυρματιστής.
Ο Πιερράκος, γνωστός ως «Μπρακ», ήταν ένας από τους μεγάλους αστέρες του ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή. Έπαιζε βασικός στον Παναθηναϊκό και στην Εθνική.
Δεινός επιθετικός, πριν από τον πόλεμο με το «τριφύλλι» στο στήθος, πρόλαβε να πανηγυρίσει ένα πανελλήνιο πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο Ελλάδας και εφτά πρωταθλήματα Αθηνών.
Παρότι θα μπορούσε να μην υπηρετήσει, καθώς λίγες ημέρες πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών είχε σκοτωθεί κατά την διάρκεια αεροπορικής άσκησης ο αδελφός του Τάκης (ήταν υπαξιωματικός στην Π.Α.), ενώ και ο άλλος αδελφός του ο Στέφανος υπηρετούσε ως υποσμηναγός, αυτός κατατάχθηκε ως εθελοντής.
Μάλιστα, όταν οι ανώτεροί του τον αναγνώρισαν και του πρόσφεραν μία θέση στα μετόπισθεν, την απέρριψε. «Έπαιζα πάντα στην επίθεση. Θέλω να πάω μπροστά, να είμαι από εκείνους που θα κερδίσουν πρώτοι τη νίκη», απάντησε και έφυγε για την πρώτη γραμμή, έχοντας δίπλα του στη φάλαγγα τον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού Αχιλλέα Γραμματικόπουλο.
Το τρομερό ψύχος τον χειμώνα του 1940 στην Ελλάδα εν μέσω πολέμου
Μόλις 18 μέρες από την άφιξή του στο μέτωπο, ο Πιερράκος και η μονάδα του προέλαυναν στο αλβανικό έδαφος. Σε μία ανάπαυλα των μαχών, το πρόχειρο στρατόπεδο στις παρυφές της Διποταμιάς έγινε στόχος ιταλικών βομβαρδιστικών.
Ο «Μπρακ», που εκείνη την ώρα έγραφε ένα γράμμα στην οικογένειά του, αγνόησε τον συναγερμό, αλλά και τις φωνές των συναδέλφων του, και δεν μπήκε στο όρυγμα. Ένα θραύσμα τον βρήκε στο κεφάλι και ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Μαζί με τα άλλα θύματα της επίθεσης θάφτηκαν δίπλα από το νεκροταφείου του χωριού.
Το μισοτελειωμένο γράμμα στάλθηκε στην οικογένεια μαζί με μία επιστολή του διοικητή του. Δέκα χρόνια μετά, ο Στέφανος Πιερράκος μαζί με έναν πρώην συμπολεμιστή του Μίμη, ταξίδεψαν στην Αλβανία. Βρήκαν τοΝ τάφο και μετέφεραν τα οστά στην Αθήνα. Τυλιγμένα σε μία σημαία του Παναθηναϊκού, θάφτηκαν στο νεκροταφείο του Ζωγράφου και πάνω από το μνήμα σκορπίστηκε χώμα από το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Ο Κυριάκος Μαυραντζούλης μπορεί να μην ήταν αστέρι του μεγέθους του Πιερράκου, αλλά στον Βόλο «έπιναν νερό» στο όνομά του. Ήταν από τους πρώτους που το 1937 έσπευσαν να ενταχθούν στο νεοσύστατο Ολυμπιακό Βόλου και ήταν αρχηγός της ομάδας που δύο χρόνια αργότερα στέφθηκε πρωταθλήτρια Θεσσαλίας.
Λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου βρέθηκε και αυτός στο μέτωπο. Η μονάδα του ήταν από τις πρώτες που ενεπλάκησαν στη Μάχη της Κλεισούρας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Μαυραντζούλης έπεσε νεκρός.
Τα χαμένα «αετόπουλα»
Ο ΠΑΟΚ ήταν μία από τις ομάδες που πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου. Δύο ποδοσφαιριστές του «δικέφαλου» άφησαν την τελευταία τους πνοή μαχόμενοι για τη λευτεριά της πατρίδας. Ο μπακ Γιώργος Βατίκης και ο τερματοφύλακας Νίκος Σωτηριάδης.
Ο Βατίκης ήταν μάλιστα ο πρώτος αθλητής που έχασε τη ζωή του στον πόλεμο, καθώς ο θάνατος του στις 17 Νοεμβρίου προηγήθηκε κατά μία ημέρα αυτού του Πιερράκου. Λίγες ημέρες πριν από την κήρυξη του πολέμου ο 22χρονος άσος του ΠΑΟΚ είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Εφέδρων της Σύρου.
Στο μέτωπο βρέθηκε με το βαθμό ανθυπασπιστή να διοικεί μία ομάδα πολυβολητών, που είχε αποσπαστεί στο 27ο Σύνταγμα Πεζικού. Στις 17 Νοεμβρίου η ομάδα του είχε αποστολή να υπερασπιστεί το καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της μάχης ύψωμα 1878 (Μοράβα), που τις προηγούμενες ημέρες είχε αλλάξει εφτά φορές χέρια. Η ομάδα του Βατίκη άντεξε σε τρεις ιταλικές επιθέσεις.
Οι δέκα άντρες του πεθαίνουν, και αν και τραυματίας σταματάει μόνος το τελευταίο κύμα. Όταν το σούρουπο έφτασαν οι ενισχύσεις ο ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Κολόμβας τον βρήκε και αυτόν νεκρό πάνω από το πολυβόλο του.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι η θυσία του άνοιξε στον Ελληνικό Στρατό το δρόμο για την Κορυτσά. Μετά θάνατον, ο Βατίκης προήχθη σε ανθυπολοχαγό και του απονεμήθηκε Αργυρούν Αριστείο Ανδρείας και Δίπλωμα Ευγνωμοσύνης της Πατρίδος.
Ο Σωτηριάδης γεννήθηκε το 1908 στα Μουδανιά, και στη Θεσσαλονίκη έφτασε με τα απομεινάρια της οικογένειάς του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ήταν ατρόμητος τερματοφύλακας και ο μόνος που τολμούσε να πέσει στα πόδια του θρυλικού επιθετικού του Άρη Κλεάνθη Βικελίδη, του επονομαζόμενου και «τανκ».
Το 1938 έγινε ο πρώτος παίκτης του ΠΑΟΚ, που φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής. Στον πόλεμο υπηρέτησε στο 50ό Σύνταγμα Πεζικού με το βαθμό του λοχία.
Σκοτώθηκε και αυτός στη Μάχη της Κλεισούρας, όταν στις 28 Ιανουαρίου του ‘41 ηγήθηκε μίας επίθεσης κατά οχυρών ιταλικών θέσεων στο ύψωμα της Τσέροβας.
Γράμματα από το μέτωπο
Όπως διαβάσατε παραπάνω, οι αθλητές βρέθηκαν κυριολεκτικά μέσα σε λίγα 24ωρα από τα γήπεδα, στο μέτωπο. Ειδικά οι ποδοσφαιριστές την 27η Οκτωβρίου έπαιζαν αγώνες και την 28η κατατάχθηκαν στο Στρατό και αναχώρησαν για την πρώτη γραμμή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορία κάποιων παικτών του Ολυμπιακού.
Οι Γιάννης Βάζος, Αχιλλέας Γραμματικόπουλος, οι αδελφοί Λεωνίδας και Στέλιος Ανδριανόπουλοι, ο Θεολόγος Συμεωνίδης, ο Χέλμης, ο Ράγγος και ο Γρηγοράτος την παραμονή του πολέμου βρέθηκαν με τη Μικτή Πειραιά στην Πάτρα, για ένα ματς με την αντίστοιχη ομάδα της πελοποννησιακής πόλης.
Το ματς άργησε να τελειώσει και οι «ερυθρόλευκοι» διανυκτέρευσαν στην Πάτρα. Το πρωί της επομένης, με τον πόλεμο να έχει ξεκινήσει, πήγαν στο τοπικό Στρατολογικό Γραφείο, κατατάχθηκαν και έφυγαν από εκεί με το τρένο για τις μονάδες τους.
Λίγες ώρες αργότερα, τα ιταλικά βομβαρδιστικά κατέστρεψαν το σιδηροδρομικό σταθμό της Πάτρας.
Οι αθλητές, όπως και όλοι οι στρατιώτες εκείνη την εποχή, επικοινωνούσαν με τους οικείους τους ταχυδρομικώς. Σε ένα γράμμα του, ο ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού Βασίλης Στρουμπούλης αποδεικνύει το πώς το αθλητικό ιδεώδες μπορεί να νικήσει τη φρίκη του πολέμου, γράφοντας:
«Πιάνουμε πολλούς αιχμάλωτους Ιταλούς και όλο ζητάνε “μαντζαρία”. Πιάσαμε και έναν διεθνή ποδοσφαιριστή τους, τον Καλικαμπέρι, και του φερθήκαμε αθλητικά, ξεχνώντας πως νωρίτερα είχε γεμάτο το όπλο εναντίον μας και με την παρέα του ήθελε να μας υποδουλώσει».
Ο συμπαίκτης του στο «τριφύλλι» Βασίλης Καμπέρος σε επιστολή προς το σύλλογο αναφέρει:
«Θα επιστρέψουμε μόλις κατατροπώσουμε τους Ιταλούς. Νόμιζαν ότι θα αντιμετώπιζαν την Ελλάδα στο ποδόσφαιρο και θα εξασφάλιζαν εύκολη και άνετη νίκη. Όμως τους δώσαμε ένα καλό μάθημα και θα το θυμούνται για πάντα».
Ο τερματοφύλακας του Αθηναϊκού Ρουσόπουλος είχε γράψει σε συναθλητές του στην Αθήνα:
«Εσείς να γυμνάζεστε καθημερινά χωρίς να ανησυχείτε, εμείς εδώ φυλάσσουμε Θερμοπύλες».
Ο πρωταθλητής Ελλάδος στα εμπόδια και βαλκανιονίκης Ιωάννης Σκιαδάς σε επιστολή του είχε ζητήσει από την Αθήνα να του στείλουν μία μπάλα για να παίζουν:
«Και γυμναζόμενοι θα έχουμε τη δύναμη και θα έρθει σύντομα η στιγμή που θα ρίξουμε τους φρατέλους στη θάλασσα».
Το ματς που μετατράπηκε σε διαδήλωση
Στην διάρκεια της Κατοχής οι αθλητές ίδρυσαν την Ένωση Ελλήνων Αθλητών, που είχε στόχο τη βοήθεια όσων γύρισαν από τον μέτωπο τραυματίες, των φυλακισμένων από τους κατακτητές, αλλά και των φυματικών αθλητών που νοσηλεύονταν στο «Σωτηρία».
Γι’ αυτούς τους σκοπούς διοργανώθηκαν ματς φιλανθρωπικού χαρακτήρα, ενώ δεν έλειψαν και κάποιες αναμετρήσεις με ομάδες των δυνάμεων Κατοχής.
Η Ένωση επιχείρησε να στήσει και ένα άτυπο πρωτάθλημα, ώστε να ξεσκουριάζουν οι αθλητές. Λίγα πράγματα είναι γνωστά από αυτό το τουρνουά, το οποίο ουσιαστικά δεν τελείωσε ποτέ. Τα ελάχιστα στοιχεία που έχουν διασωθεί, δείχνουν ότι ΑΕΚ, Παναθηναϊκός, Απόλλωνας, Ολυμπιακός και Προοδευτική έπαιξαν κάποιους αγώνες μεταξύ τους. Πάντως, το παιχνίδι από εκείνη την εποχή που έμεινε στην ιστορία ήταν ένα Παναθηναϊκός – ΑΕΚ που δεν ξεκίνησε ποτέ.
Την άνοιξη του 1942 οι δύο ομάδες πήραν άδεια να παίξουν στο επιταγμένο από τους Γερμανούς γήπεδο της Λεωφόρου, ένα ματς τα έσοδα του οποίου θα πήγαιναν για να καλύψουν ανάγκες των ασθενών στη «Σωτηρία».
Τα 15.000 εισιτήρια εξαντλήθηκαν και οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να αφήσουν ένα τέτοιο πλήθος ανεξέλεγκτο.
Έστειλαν δυνάμεις στο γήπεδο, όρισαν δικό τους διαιτητή για να ελέγχει την κατάσταση, και κατάσχεσαν όλες τις εισπράξεις.
Με πρωτοβουλία των αρχηγών τους οι δύο ομάδες σε ένδειξη διαμαρτυρίας αποφάσισαν να μην αγωνιστούν.
Χρόνια μετά, ο αρχηγός της ΑΕΚ Κλεάνθης Μαρόπουλος διηγούταν:
«Βγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο και οι δύο ομάδες μαζί, χαιρετίσαμε τους φιλάθλους, κι αντί να αρχίσουμε τον αγώνα, ανεβήκαμε στις εξέδρες και αρχίσαμε να εξηγούμε στον κόσμο τι ακριβώς είχε γίνει. Ο κόσμος δέχτηκε τις εξηγήσεις μας. Αυτό που επακολούθησε, δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε. Αγανακτισμένοι οι φίλαθλοι όρμησαν στον αγωνιστικό χώρο και κυριολεκτικά δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Οι ξύλινες εξέδρες ξηλώθηκαν, τα δοκάρια ξεριζώθηκαν, συνθήματα υπέρ των ποδοσφαιριστών ακούστηκαν».
Στη συνέχεια η ένταση όχι μόνο δεν εκτονώθηκε, αλλά οι φίλαθλοι κατευθύνθηκαν προς την Ομόνοια. Το ανθρώπινο «ποτάμι» φώναζε συνθήματα κατά των κατακτητών και το πλήθος διαλύθηκε μόνο όταν άρχισαν να φτάνουν στην πλατεία τεθωρακισμένα οχήματα.