Την εποχή εκείνη στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βρισκόταν ο Θεοδόσιος Β' ο Μικρός (401-450). Οι σεισμολόγοι στις μέρες μας υπολόγισαν ότι ο σεισμός ήταν μεγέθους 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εντάσεως 9 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιωάννη Μαλάλα (491-578), ο σεισμός συνέβη τις πρώτες πρωινές ώρες και εξαιτίας του κατέπεσαν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και καταστράφηκε ένα μεγάλος μέρος των οικοδημάτων της, ιδιαίτερα στο τμήμα μεταξύ των Τρωαδησίων Εμβόλων και του Χαλκού Τετραπύλου.
Ο καταστροφικός σεισμός του 1867 στην Κεφαλονιά
Οι μετασεισμικές δονήσεις ήταν έντονες και συνεχίσθηκαν επί τρεις ολόκληρους μήνες, έως και τις 25 Απριλίου, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Όσιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος. Κατά την περίοδο εκείνη, ο αυτοκράτορας διοργάνωνε πάνδημες λιτανείες και με δάκρυα στα μάτια προσευχόταν στο Θεό λέγοντας: «Κύριε, μετανοούμε· λύτρωσέ μας από τη δίκαιη οργή Σου και από τα παραπτώματά μας. Έσεισες πράγματι τη γη και τη συντάραξες εξαιτίας των αμαρτιών μας, με σκοπό να μας κάμεις να συναισθανθούμε τα παραπτώματά μας και να δοξάζουμε Εσένα τον μόνο αγαθό και φιλάνθρωπο Θεό μας».
Στο Χρονικό Πασχάλη αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης δεν έμπαιναν στα σπίτια τους για αρκετό χρονικό διάστημα και μερικοί ισχυρίζονταν ότι παρατήρησαν μία πύρινη λάμψη στον ουρανό.
Η μνήμη του σεισμού έχει περιληφθεί στο εορτολόγιο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και τιμάται κάθε χρόνο στις 26 Ιανουαρίου.