Σαν σήμερα, στις 13 Αυγούστου 1863, πεθαίνει στο Παρίσι ο Ευγένιος Ντελακρουά. Λίγοι καλλιτέχνες είχαν την ίδια επίδραση και διαρκή επιρροή όπως ο σπουδαίος ρομαντικός ζωγράφος.
Ήταν ο πιο γνωστός και αμφιλεγόμενος Γάλλος ζωγράφος του πρώτου μισού του 19ου αιώνα και ένας από τους πρώτους μεγάλους καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης. Κάθε νέο έργο του που παρουσιαζόταν συνάρπαζε τους σύγχρoνούς του, ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν ο Courbet, ο Chassériau και ο ποιητής και κριτικός Σαρλ Μπωντλαίρ, ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο ζωγράφο της Αναγέννησης και τον πρώτο μοντέρνο. Μετά τον θάνατό του, γενιές καλλιτεχνών στρέφονται συνεχώς σε αυτόν, προκειμένου να βρουν νέες κατευθύνσεις για την τέχνη τους.
Παρόλο που λατρεύτηκε ως πρωτοπόρος από καλλιτέχνες όπως ο Μανέ, ο Σεζάν, ο Ρενουάρ, ο Βαν Γκογκ και ο Ματίς, σε αντίθεση με τα δικά τους, το όνομά του δεν είναι τόσο οικείο σήμερα.
Ο Ντελακρουά γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1798 στο Σαρεντόν-Σαιν-Μορίς και ήταν το τέταρτο παιδί του Σαρλ Ντελακρουά, υπουργού Εξωτερικών του Διευθυντηρίου, αν και εικάζεται ότι ο πραγματικός πατέρας του ήταν ο Ταλλεϋράνδος, διάσημος διπλωμάτης, στον οποίο ο Ευγένιος έμοιαζε στην εμφάνιση και τον χαρακτήρα. Η παιδική του ηλικία ήταν μάλλον περιπετειώδης: όταν ήταν μωρό γλίτωσε από μια πυρκαγιά, όχι όμως και από τα σημάδια της, σώθηκε από πνιγμό, όταν βρέθηκε στη θάλασσα χωρίς να το αντιληφθεί η νταντά του, και ξεπέρασε μια δηλητηρίαση. Το τελευταίο του κατόρθωμα ήταν να επιχειρήσει να κρεμαστεί, μιμούμενος μια σχετική εικόνα που είχε δει σε κάποια έκθεση.
Μέσα από τα έργα του εκφράζονται ξεκάθαρα οι αξίες και τα αιτήματα του Ρομαντισμού: η αγάπη για την ελευθερία, το πατριωτικό καθήκον, η ανακάλυψη της αξίας του λαού, του έθνους, της ιστορίας, η απελευθέρωση από τα σφιχτά δεσμά της λογικής και η έκφραση του συναισθήματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Μετά τις πρώτες σπουδές στο Lycée Napoléon, όταν αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει ζωγράφος, μπήκε στο ατελιέ του βαρόνου Pierre-Narcisse Guérin ως μαθητευόμενος.
Εκεί γνώρισε τον Τεοντόρ Ζερικό –του οποίου το έργο «Η σχεδία της Μέδουσας» αποτελεί το πρώτο μανιφέστο του Ρομαντισμού– και συνδέθηκαν με αδελφική φιλία. Ο καλλιτέχνης γοήτευσε τον νεαρό Ντελακρουά, στρέφοντάς τον στη μελέτη του Ρούμπενς και του Βελάσκεθ και στην εκφραστικότητα του ορμητικού και βίαιου χρώματος. Στο εργαστήριο ολοκλήρωσε το πρώτο του σημαντικό έργο, «Δάντης και Βιργίλιος», με το αποτέλεσμα να εξαγριώνει τον Guérin, που το χαρακτήρισε παράλογο, απεχθές και υπερβολικό. Παρ' όλα αυτά, το έργο ενθουσίασε όταν παρουσιάστηκε σε έκθεση στο Salon το 1822.
Στη «Σφαγή της Χίου» που ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα διακρίνεται πιο έντονα η βενετσιάνικη επίδραση. Ο πίνακας αυτός είχε αναρτηθεί ήδη στο Salon, όταν τέσσερις μέρες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης ξαναζωγραφίστηκε σχεδόν ολόκληρος από τον Ντελακρουά, που μόλις είχε δει τα έξοχα ατμοσφαιρικά τοπία του Κόνσταμπλ. Λίγο αργότερα ο ζωγράφος θα ταξιδέψει στη Μεγάλη Βρετανία και θα γνωρίσει προσωπικά τον Κόνσταμπλ, τον Τέρνερ και τον Μπόνινγκτον.
Η «Σφαγή της Χίου» ανοίγει τον δρόμο για μια σειρά έργων εμπνευσμένων από την Ελληνική Επανάσταση, στην οποία ο Ντελακρουά, επηρεασμένος από τον Μπάιρον, συμμετείχε ιδεολογικά, όπως πολλοί νέοι της γενιάς του. Το 1827 παρουσιάζει στο Salon τον «Θάνατο του Σαρδανάπαλου» εμπνευσμένο από την ποίηση του λόρδου Μπάιρον, ένα έργο που με το αισθησιακό και άγριο περιεχόμενό του είχε μεγάλη επίδραση στη ρομαντική ευαισθησία. Η μακάβρια φαντασία, η αισθησιακή ομορφιά, τα εξωτικά χρώματα και η πρωτοποριακή σύνθεση κάνουν το έργο συγκλονιστικό.
Σε όλη του τη ζωή ο Ντελακρουά δεν θα πάψει να εμπνέεται από τη ρομαντική λογοτεχνία, τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε. Ο ζωγράφος, οπαδός του Βοναπάρτη, συμμετέχει στην επανάσταση του 1830, που κατέληξε στην πτώση της Μοναρχίας των Βουρβόνων, και εμπνέεται από αυτήν το σημαντικότερο και τελευταίο ρομαντικό έργο του, το «Η Ελευθερία οδηγεί τον Λαό».
Το έργο αυτό, που συνδυάζει την πραγματικότητα με την ποιητική αλληγορία, θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή στην παγκόσμια τέχνη. Μέσα από τα έργα του εκφράζονται ξεκάθαρα οι αξίες και τα αιτήματα του Ρομαντισμού: η αγάπη για την ελευθερία, το πατριωτικό καθήκον, η ανακάλυψη της αξίας του λαού, του έθνους, της ιστορίας, η απελευθέρωση από τα σφιχτά δεσμά της λογικής και η έκφραση του συναισθήματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Οι ζωγράφοι των ζωγράφων: Τι έργα τέχνης άλλων δημιουργών αγόραζαν οι μεγάλοι ζωγράφοι; Το 1832 έλαβε μέρος σε μια διπλωματική αποστολή που είχε οργανώσει ο Λουδοβίκος Φίλιππος προς τον Σουλτάνο του Μαρόκου. Στην εξάμηνη παραμονή του στη Β. Αφρική γοητεύτηκε από τη ζωή των Αράβων και εμπνεύστηκε μία σειρά από έργα, ανάμεσά τους οι «Φανατικοί της Ταγγέρης» (1837-1838) και το «Κυνήγι Λιονταριών» (1854).
Από το 1838 ως το 1844 ο ζωγράφος ανέλαβε πολλές μεγάλες παραγγελίες, όπως η διακόσμηση της Γαλλικής Βουλής, του Δημαρχείου του Παρισιού και της οροφής στην Gallery του Απόλλωνα στο Λούβρο.
Το 1855 εξέθεσε 48 ζωγραφικούς πίνακες στην Παγκόσμια Έκθεση που έγινε στο Μέγαρο Καλών Τεχνών του Παρισιού και μετά από οκτώ αιτήσεις έγινε μέλος της Ακαδημίας του Παρισιού. Το παρεκκλήσι των Αγίων Αγγέλων στην εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου στο Παρίσι (1850-1861) θεωρείται ένα είδος πνευματικής διαθήκης του Ντελακρουά και σηματοδοτεί μια εκπληκτική αναβίωση της δημιουργικότητάς του τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Πέθανε στις 13 Αυγούστου του 1863 στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα, παρουσιάζεται στο Salon ο πίνακας του Σεζάν «Η αποθέωση του Ντελακρουά» και εγκαινιάζεται έκθεση των έργων του στην Boulevard des Italiens, η οποία περιλάμβανε 174 πίνακες και 303 σχέδια και λιθογραφίες.
Ο Christopher Riopelle, επιμελητής της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, είχε γράψει με αφορμή τη μεγάλη αναδρομική έκθεση που πραγματοποιήθηκε στη αγγλική πρωτεύουσα στις αρχές του 2016: «Η ευκαιρία να συστήσει εκ νέου έναν εκπληκτικά πρωτότυπο και τολμηρό καλλιτέχνη στο βρετανικό κοινό, μετά από πάρα πολύ καιρό, κάνει αυτή την έκθεση συναρπαστική. Σκοπό έχει, επίσης, να αναδείξει τον Ντελακρουά ως ηγέτη μεταξύ των συγχρόνων του και ως κέντρισμα για τη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών επί 50 χρόνια μετά τον θάνατό του –μέχρι την εποχή του Ματίς και Καντίνσκι–, επιβεβαιώνοντας τον κεντρικό του ρόλο στην εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης».