Καταγωγή
Ο Όσιος Αυξέντιος καταγόταν από την Συρία. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ του Μικρού (408 – 450 μ.Χ.) και κατείχε το αξίωμα του σχολαρίου του στρατηλάτου.
Συνανεστρέφετο ενάρετους άνδρες
Διαπρέποντας λοιπόν ο Μέγας Αυξέντιος με τους πνευματικούς αγώνες, παρ’ ότι ακόμη έμενε στην βασιλεύουσα των πόλεων δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη δεν παρέλειπε εν τούτοις να συναναστρέφεται τους ξακουστούς για την αρετή τους και για την άσκηση τους Πατέρες της εποχής του. Ένας από αυτούς ήταν και ο μοναχός, Ιωάννης ονομαζόμενος, τον οποίο συχνά επεσκέπτετο. Ο μοναχός ήταν πολύ ενάρετος και εκείνον τον καιρό έμενε επάνω σε ένα στύλο. Από αυτόν διδάχθηκε ο Όσιος τον φιλάρετο βίο και για να εκτελεί όλες τις εντολές του Θεού, τον περισσότερο χρόνο έμενε στον Ναό της Άγιας Ειρήνης, που βρισκόταν κοντά στην θάλασσα μαζί με τους ενάρετους άνδρες. Εκεί ασκείτο στις ολονύκτιες προσευχές και δεήσεις τηρώντας πιστά τις νηστείες και κάθε άλλη εγκράτεια.
Έδιωξε το δαιμόνιο
Κάποια γυναίκα, η oποία ήταν κυριευμένη από πονηρό πνεύμα, συνάντησε τον Άγιο Αυξέντιο, όταν επέστρεφε από το παλάτι. Αυτή είχε ακάλυπτο το κεφάλι της, και τραβούσε τις τρίχες της και φώναζε δυνατά. «Ω βία, από τον εχθρό μας τον Αυξέντιο! Είκοσι χρόνια τώρα έχω που κατοικώ σε αυτήν την γυναίκα και τώρα διώχνομαι με βία από αυτόν». Τότε ο Άγιος πίεσε το άλογο, πάνω στο οποίο καθόταν, για να την προσπεράσει, ώστε να μη γίνει γνωστή σε κανέναν η θεία χάρι, που κάτοικοι σε αυτόν. Η γυναίκα όμως ακολουθούσε με μεγάλες φωνές, μάλλον το πονηρό πνεύμα, που έμενε σε αυτήν, μαστιγούμενο αοράτως από την θεία Χάρι, και έλεγε:«Ιδού, εξέρχομαι, εάν μόνον με διατάξη αυτός». Μαζεύτηκε γύρω από αυτόν πολύ πλήθος. Αφού με δάκρυα και στεναγμούς παρακάλεσε ο μακάριος τον Θεό, αμέσως απήλλαξε την γυναίκα από τον δαίμονα. Απόρησαν λοιπόν όλοι θαυμάζοντες και δοξάζοντες τον Θεό, ο οποίος τέτοια εξουσία έδωκε στον δούλο του κατά των ακαθάρτων πνευμάτων.
Γίνεται Μοναχός
Πολλά θαύματα έκανε ο Μέγας Αυξέντιος, όταν ακόμη ζούσε στον κόσμο. Κατόπιν, επειδή κατάλαβε ότι έγινε γνωστός σε όλους, θέλοντας να αποφύγει την δόξα των ανθρώπων, και επειδή προείδε με τους ψυχικούς οφθαλμούς του την μέλλουσα να συνταράξη την Αγία του Θεού Εκκλησία, παράνομη αίρεση του δυσσεβούς Νεστορίου και Ευτυχούς, απαρνήθηκε τον κόσμο και τις βασιλικές αυλές και εγκατέλειψε το πλήθος των φίλων που είχε, τρέπεται προς τον μοναχικό βίο. Έφθασε λοιπόν στα ερημικότερα μέρη της Βιθυνίας και ανέβηκε στη πλαγιά του όρους, που καλείται Οξεία και που απέχει δέκα μίλια από την Χαλκηδόνα, και διέμεινε σε κάποια πέτρα. Ασκήτευε, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη και σπουδή της Αγίας Γραφής. Ο λαός έμαθε σιγά-σιγά για την παρουσία του Αγίου και πλήθος συνέρρεε εκεί, και πολλά θαύματα επιτέλεσε ο Άγιος.
Τον καλούν για την Σύνοδο
Τόση δε ήταν η φήμη του για τις σπάνιες αρετές και την βαθιά θεολογική μόρφωσή του, ώστε προσκλήθηκε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνεκλήθη το έτος 451 μ.Χ. στην Χαλκηδόνα για να καταδικάσει τις κακοδοξίες του Νεστορίου και Ευτυχούς. Αφού συμφώνησε με την Σύνοδο επέστρεψε πάλι όχι στο προηγούμενο όρος, αλλά σε άλλο πολύ πιο απόκρημνο και ψηλότερο, που ονομάζετο Σκόπα, στο οποίο και έμεινε, αφού οι αδελφοί του έκαναν πάλι κλουβί από ξύλα και άφησαν μικρό παραθυράκι για να συνομιλεί με εκείνους, οι οποίοι πήγαιναν σε αυτόν. Πολλοί ανέβαιναν προς αυτόν και από τις Ρουφινιανές και από άλλα μέρη για ωφέλεια ψυχής και σώματος, τους οποίους δίδασκε να ψάλλουν και μερικές ωδές κατανυκτικές και ωφέλιμες.
Η διδασκαλία του
Μετά από την ψαλμωδία των ωδών ο μακάριος άρχιζε την ψυχωφελή και σωτηριώδη διδασκαλία του, την οποίαν παρέτεινε σχεδόν μέχρι το βράδυ, συμβουλεύοντας όλους να οικονομούν καλά την ζωή τους και ποτέ να μη δείχνουν ραθυμία στην εκτέλεση των καλών έργων, ούτε πάλι, αφού κάνουν κάτι καλό, να επιστρέφουν στον παλαιό τρόπο ζωής, αλλά μέχρι το τέλος να επιμένουν στην εργασία του αγαθού. Πολλοί από τους πλούσιους έστελναν τροφές στο όρος και διάφορα άλλα δώρα και φιλεύματα. Εκείνος όμως μόνο λάδι και κεριά εάν έφερνε κανείς, κρατούσε, τα δε υπόλοιπα τα μοίραζε στους πτωχούς, που μαζευόντουσαν κοντά του. Όσους τον παρακαλούσαν να τους κάνει μοναχούς δεν τους εδέχετο, αλλά αφού έδινε στον κάθε ένα ξεχωριστά, τρίχινο ή δερμάτινο στιχάριο, με τα οποία ήταν και εκείνος ντυμένος, του έλεγε: «Πήγαινε, αδελφέ, όπου σε οδηγήσει ο Κύριος».
Κτίζει Μοναστήρι
Πολλές γυναίκες πήγαιναν, άλλες μεν οδηγούμενες προς τον Όσιο από ευγενείς γονείς για να φυλάξουν την παρθενία τους, άλλες δε φεύγουσες από τα σπίτια της αμαρτίας και απαρνούμενες τον διάβολο και με θερμή μετάνοια συντασσόμενες με τον Χριστό, ώστε σε λίγο καιρό να συγκεντρωθούν πάνω από εβδομήντα. Αναγκάσθηκε λοιπόν ο θείος Αυξέντιος να οικοδομήσει Εκκλησία για χάρη τους και να κτίση τα κατάλληλα κελιά, για την άσκηση τους. Κάθε Κυριακή και Παρασκευή προσκαλούσε τις Όσιες αυτές γυναίκες και τις συμβούλευε να λησμονήσουν τα τερπνά του βίου, διότι τα εξ επαγγελίας του Θεού προορισμένα για εμάς αγαθά είναι πολύ πιο τερπνά και να μη γίνονται δούλες τον σαρκικών ηδονών.
Το τέλος του Όσιου
Επειδή όμως και ο Όσιος σαν άνθρωπος έμελλε κάποτε να αποθάνει, αρρώστησε για λίγο. Όλο τον καιρό της ασθενείας του τον περνούσε με ευχαριστίες στον Θεό και με συμβουλές προς τους άνδρες και τις γυναίκες, οι οποίες αποτελούσαν το πνευματικό του ποίμνιο. Αφού λοιπόν εγκατέλειψε την πρόσκαιρη τούτη ζωή μετέβη προς την άφθαρτη και αιώνια ζωή, επί της βασιλείας του ευσεβούς και φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος του μεγάλου κατά την 14ην Φεβρουαρίου.
Πηγή ιαμάτων
Το τίμιο λείψανο του το παρέλαβαν οι όσιες γυναίκες που ασκούνταν στους πρόποδες του όρους. Τοποθετήθηκε λοιπόν το ιερό λείψανο του Αγίου στον εκεί κτισμένο από το ίδιο Ναό, ο οποίος είχε καθιερωθεί ως ευκτήριος οίκος προς χάριν των μακαρίων εκείνων Μοναχών. Από τότε που τοποθετήθηκε το λείψανο του μακαρίου Αυξεντίου μέχρι σήμερα, αναβλύζει πηγές ιαμάτων σε αυτούς που πηγαίνουν με πίστη, θεραπεύοντας κάθε είδους ασθένειες, διώκοντας δαίμονες και κάθε άλλο νόσημα. Αποδεικνύοντας έτσι σε όλους ότι ο Αυξέντιος ζει ακόμη εν Θεώ και δια της Χάριτος Αυτού ενεργεί ιάματα.
Στίχος
Ὁ Βουνός, ὡς Κάρμηλος, ἦν Αὐξεντίω, Φανέντι τἄλλα πλὴν τελευτῆς Ἠλία. Λεῖψε βίον δεκάτῃ Αὐξέντιος ἠδέ τετάρτῃ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς· σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Αὐξέντιε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Μεγαλυνάριον
Κατηγλαϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς, ὤφθης ἐν τῶ βίῳ, θεοφόρε περιφανής, ἄιγλῃ εὐσεβείας, καὶ χάριτι θαυμάτων, Αὐξέντιε ῥυθμίζων, τοὺς προσιόντας σοι.
Πηγή: