«Τότε ἔκατζε ὁ Γκούρας καὶ οἱ ἄλλοι καὶ φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κ᾿ ἐγλεντήσαμεν. Μὲ περικάλεσε ὁ Γκούρας κι᾿ ὁ Παπακώστας νὰ τραγουδήσω· ὅτ᾿ εἴχαμεν τόσον καιρὸν ὁποῦ δὲν εἴχαμεν τραγουδήση – τόσον καιρόν, ὁποῦ μας ἔβαλαν οἱ ῾διοτελεῖς καὶ γγιχτήκαμεν διὰ νὰ κάνουν τοὺς κακούς τους σκοπούς. Τραγουδοῦσα καλά. Τότε λέγω ἕνα τραγούδι·
Ὁ Ἥλιος ἐβασίλεψε,
Ἕλληνά μου, βασίλεψε
καὶ τὸ Φεγγάρι ἐχάθη
κι᾿ ὁ καθαρὸς Αὐγερινὸς
ποὺ πάει κοντὰ τὴν Πούλια,
τὰ τέσσερα κουβέντιαζαν
καὶ κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ὁ Ἥλιος καὶ τοὺς λέει,
γυρίζει καὶ τοὺς κρένει·
«Ἐψὲς ὁποῦ βασίλεψα
πίσου ἀπὸ μία ραχούλα,
ἄκ᾿σα γυναίκεια κλάματα
κι᾿ ἀντρῶν τὰ μυργιολόγια
γι᾿ αὐτὰ τὰ ῾ρωικά κορμιὰ
῾στὸν κάμπο ξαπλωμένα,
καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα τὸ πολὺ
εἶν᾿ ὅλα βουτημένα.
Γιὰ τὴν πατρίδα πήγανε
῾στὸν Ἅδη, τὰ καϊμένα.
Ὁ μαῦρος ὁ Γκούρας ἀναστέναξε καὶ μοῦ λέγει: «Ἀδελφὲ Μακρυγιάννη, σὲ καλὸ νὰ τὸ κάμῃ ὁ Θεός, ἄλλη φορὰ δὲν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αὐτὸ τὸ τραγούδι σὲ καλὸ νὰ μᾶς βγῇ. – Εἶχα κέφι, τοῦ εἶπα, ὁποῦ δὲν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν». Ὅτι εἰς ταρδιὰ πάντοτες γλεντούσαμεν.
Στρατηγού Μακρυγιάννη. Απομνημονεύματα.
eranistis.net