Ουδείς πλέον αμφιβάλει ότι η Τουρκία βρίσκεται σε φάση όξυνσης των αναθεωρητικών της επιδιώξεων. Οι γνωστές καθησυχαστικές θεωρίες του παρελθόντος, ότι η εξωτερική επιθετικότητα της Άγκυρας αντανακλά εσωτερικές πολιτικές ανάγκες, έχουν πάψει να ακούγονται. Όχι βεβαίως ότι δεν υπάρχει και η εσωτερική παράμετρος, αλλά αυτή δεν είναι το βασικό κίνητρο. Αντιθέτως, όλοι αναγνωρίζουν ότι η γείτονα χώρα ξεδιπλώνει το όραμα του νεο-οθωμανισμού, που συνεπάγεται την επέκταση της επικράτειας και των σφαιρών επιρροής της Τουρκίας, η οποία από περιφερειακή φιλοδοξεί να καταστεί παγκόσμια υπερδύναμη. Αυτό το αποδεικνύει, άλλωστε, η ενεργός στρατιωτική ανάμειξή της εντός του εδάφους του Ιράκ, της Συρίας και της Λιβύης. Συνολικά, τουρκική στρατιωτική παρουσία δραστηριοποιείται σε 11 χώρες, ενώ διαθέτει δύο στρατιωτικές βάσεις, σε Κατάρ και Σομαλία και προσπαθεί να δημιουργήσει άλλη μία σε νησί του Σουδάν. Ως εκ τούτου, θα ήταν μέγιστη αφέλεια να πιστέψουμε ότι οι διακηρύξεις για τη «Γαλάζια Πατρίδα», που, ουσιαστικά, σημαίνει κατάλυση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου, είναι απλά ρητορικά σχήματα. Η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι η Άγκυρα, σε αντίθεση πολλές φορές με την Αθήνα, αυτό που λέει το εννοεί, ανεξάρτητα αν εμείς, κάνοντας την επιθυμία μας πραγματικότητα, δεν το εκλαμβάνουμε τοις μετρητοίς.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι φανερό ότι ο ελληνισμός βρίσκεται ενώπιον μιας τεράστιας ιστορικής πρόκλησης. Και είναι εκτός τόπου και χρόνου οι ημέτερες φωνές που προβλέπουν μια δυνατή διευθέτηση της αντιπαράθεσης με τους απέναντι με συνοπτικές διαδικασίες. Στην πραγματικότητα, όσοι το κάνουν προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες. Αναμφίβολα, η Ελλάδα ορθώς έχει επιλέξει την διπλωματική διευθέτηση των διαφορών και προβάλει την αρχή της καλής γειτονίας. Εξάλλου, η Τουρκία είναι αυτή που καταπατά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και ασκεί διαρκή ψυχολογικό πόλεμο για να μας σύρει στα βολικά για αυτήν νερά μιας εφ’ όλης της ύλης συζήτηση. Για την ελληνική πλευρά, όμως, τα πράγματα πρέπει να είναι ξεκάθαρα. Ναι στην Χάγη, αλλά μόνον για την υφαλοκρηπίδα -όπως είναι η πάγια ελληνική θέση από το 1975- και την ΑΟΖ, ζήτημα που προέκυψε αργότερα. Κάθε άλλο θέμα, από την ατελείωτη τουρκική αναθεωρητική ατζέντα πρέπει να είναι απαράδεκτο για εμάς. Και μην λησμονούμε ότι κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα υπογράψει συνυποσχετικό για το Διεθνές Δικαστήριο που θα περιλαμβάνει έστω και την πιθανότητα απώλειας εδάφους ή την αποστρατιωτικοποίηση νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Οι θολές διατυπώσεις, επομένως, απ’ όπου κι αν προέρχονται, ρίχνουν μόνον νερό στον τουρκικό μύλο για να εντείνει την επιθετικότητά της Άγκυρας, αφού βλέπει ότι της περνάει.
Η Αθήνα οφείλει να συνεχίσει το διπλωματικό μαραθώνιο ώστε να δημιουργήσει ένα ισχυρό δίκτυ συμμαχιών που θα περιορίσει την τουρκική δραστηριότητα. Αυτή, ειδικά μετά την σύναψη του παράνομου μνημονίου Τουρκίας-κυβέρνησης της Τρίπολης, έχει ενταθεί στο έπακρο. Εκτός από τους παραδοσιακούς συμμάχους μας, τις ΗΠΑ και χώρες της ΕΕ, ιδιαιτέρως την πάντα φίλη Γαλλία-, και την στενή συνεργασία με το Ισραήλ, βρίσκουμε ευήκοα ώτα και στον αραβικό κόσμο που, πλην του Κατάρ, τρέφει αντι-οθωμανικά αισθήματα. Τα πρόσφατα ταξίδια του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στην αραβική χερσόνησο ήταν ενδεικτικά αυτής της στροφής. Ευκαιρία για αναθέρμανση των ελληνορωσικών σχέσεων θα μπορούσε να αποτελέσει και η σφοδρή αντιπαράθεση Τουρκίας-Ρωσίας στο πεδίο των μαχών του Ιντλίμπ στη Συρία, που αλλάζει εκ νέου τις διεθνείς εξισώσεις.