«Αφήνομαι ολοκληρωτικά στα χέρια του χρόνου. Υπακούω τον χρόνο, χωρίς να προσπαθώ να τον χειραγωγήσω». Με αυτά τα χαρακτηριστικά λόγια αναφέρεται στην διαδικασία της έμπνευσης και της δημιουργίας της η Νοτιοκορεάτισσα καλλιτέχνης Μιόνγκι Κανγκ [Myonghi Kang]. Και όντως, η 74χρονη ζωγράφος πραγματοποιεί στην καλλιτεχνική πράξη αυτό που ευαγγελίζεται με τα λόγια της καθώς της πήρε σχεδόν 32 χρόνια μέχρι να ολοκληρώσει έναν πίνακα.
Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και συγκεκριμένα το 1989 όταν η Κανγκ άρχισε να φιλοτεχνεί τον πίνακά της «Le temps des camélias» [Ο καιρός των καμελιών]. Η Νοτιοκορεάτισσα ζούσε μόνιμα εκείνη την εποχή στο Παρίσι, και η έμπνευση για τις (πανταχού παρούσες, στην Πόλη του Φωτός) καμέλιες, της ήρθε σχεδόν αυτόματα στο νου, μόνο που δεν γνώριζε ότι θα της έπαιρνε πάνω από 30 χρόνια μέχρι να είναι η ίδια ικανοποιημένη από το τελικό αποτέλεσμα.
Η Κανγκ τον έπιανε και τον άφηνε. Τον ξαναέπιανε και τον ξανάφηνε. Επέστρεφε σε αυτόν που και που προσθέτοντας πινελιές χρώματος στον πίνακα.
«Επέστρεφα στον πίνακα με όλα αυτά τα ερωτήματα στο μυαλό μου και τις αναμνήσεις από τα κατά καιρούς ταξίδια μου» θυμάται η ίδια, παραδεχόμενη ότι με το πέρασμα των ετών, το έργο δεν τής έδωσε ποτέ την αίσθηση του ολοκληρωμένου οπότε κάποια στιγμή, γύρω στα τέλη του 1997, τον άφησε στην άκρη για μερικά χρόνια.
Όλα, ωστόσο, άλλαξαν το 2007, όταν η καλλιτέχνης άφησε το αγαπημένο της Παρίσι και επέστρεψε στην πατρίδα της και συγκεκριμένα στην γενέτειρά της, στο νησί Τζετζού της Νότιας Κορέας. Πήρε τον πίνακα μαζί της, τον τοποθέτησε πάνω σε έναν μεγάλο καμβά με φόντο το ανοικτό παράθυρο από πίσω του και άρχισε να τον ξαναδουλεύει. Αρχικά άλλαξε τον προσανατολισμό του από κάθετο σε οριζόντιο, ενώ στην πορεία προέβη και σε σημαντικές χρωματικές αλλαγές.
Ντελακρουά: Ο ζωγράφος που εμπνεύστηκε από την Ελληνική Επανάσταση
«Μόνο όταν έφερα τον πίνακα ξανά στο Τζετζού είχα τη δύναμη, μετά από δέκα χρόνια, να τον δουλέψω ξανά. Είχα πολλές καμέλιες μέσα στο στούντιό μου, οπότε άρχισα να ενσωματώνω όλα τα στοιχεία που με περιέβαλαν» εξηγεί η ίδια, εξηγώντας ότι αυτό που εντέλει κατάφερε με τον πίνακά της είναι να αποτυπώσει όχι μόνο τα λουλούδια, αλλά και το ίδιο το πέρασμα του χρόνου.
«Πραγματικά ένιωθα πως ο πίνακας έπρεπε να γίνει έτσι. Εμπιστεύτηκα την αίσθησή μου, δηλαδή το να γνωρίζω την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να ζωγραφίζω τα διαφορετικά μέρη μέχρι να τελειώσω», λέει η ίδια, επισημαίνοντας εμφατικά:
Και προσθέτει: «Το πέρασμα του χρόνου βρίσκεται μέσα σε αυτό που ζωγράφισα, αν και φυσικά δεν τολμώ καν να ισχυριστώ πως ζωγράφισα τον ίδιο τον χρόνο, καθώς αυτό θα ήταν αρκούντως αλαζονικό. Αλλά ναι, το παραδέχομαι: Αφήνομαι στα χέρια του χρόνου. Υπακούω τον χρόνο, όμως δεν προσπαθώ να τον χειραγωγήσω».
Το έργο της πλέον εκτίθεται ολοκληρωμένο στη γκαλερί Villepin στο Χονγκ Κονγκ.
Ρόμπερτ Ιντιάνα, ο ζωγράφος του Love
Η Κανγκ δεν είναι, φυσικά, η πρώτη ζωγράφος που «πειραματίστηκε», τρόπον τινά, με την επίδραση και το αποτύπωμα του χρόνου στους πίνακές της. Το ίδιο περίπου έκανε και ο σπουδαίος συνάδελφός της, ο αμερικανός Ρόμπερτ Ιντιάνα ο οποίος πέθανε το 2018 σε ηλικία 89 χρονών.
Όντας ο τελευταίος εκπρόσωπος από την γενιά της Αμερικάνικης Pop Art, ο δημιουργός του πασίγνωστου γλυπτού LOVE ξεκίνησε να το φιλοτεχνεί το 1965 και δεν σταμάτησε να ασχολείται με διάφορες παραλλαγές του μέχρι το 1999.
Ο Ιντιάνα γεννήθηκε το 1928 και το πραγματικό του όνομα ήταν Ρόμπερτ Κλαρκ, πήρε όμως το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ιντιάνα θέλοντας να τιμήσει τον τόπο καταγωγής του, την πόλη Νιου Καστλ της Ιντιάνα.
Ξεκίνησε τις σπουδές του το 1949, στο Art Institute of Chicago και το καλοκαίρι του 1953 καταλήγει στη Σκωτία, στο Edinburgh College of Art. Επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1954 και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, ξεκινώντας ουσιαστική την καλλιτεχνική του καριέρα.
Το καλοκαίρι του 1965, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ), ζήτησε από τον τότε 37χρονο καλλιτέχνη να φτιάξει την Χριστουγεννιάτικη κάρτα τους, με μόνο καλλιτεχνικό «περιορισμό» να συμπεριλαμβάνει την λέξη LOVE [Αγάπη].
Ο Ιντιάνα τους πρότεινε τέσσερις διαφορετικές χρωματικές εκδοχές του έργου και το ΜΟΜΑ τελικά επέλεξε αυτή με το κόκκινο, μπλε και πράσινο χρώμα.
Το ίδιο έργο έγινε μέχρι και γραμματόσημο από τα Αμερικανικά Ταχυδρομεία και μέχρι σήμερα έχει τυπωθεί σε πάνω από 300 εκατομμύρια από αυτά. Ο Ιντιάνα συνέχιζε να εργάζεται πάνω σε αυτό μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα.