Ένα εξαιρετικό χάρισμα, αυτό της αφήγησης ιστοριών, ανεξαρτήτως του μέσου που κάθε φορά επέλεγε, ήταν ίσως το βασικό και ακαταμάχητο προσόν του Νίκου Κούνδουρου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η αυτοβιογραφία του: Όχι μόνο συνέγραψε τα απομνημονεύματά του -και μάλιστα με έναν εντελώς κινηματογραφικό τρόπο- αλλά ζωγράφισε ο ίδιος την εικόνα του εξωφύλλου. Το συγκεκριμένο βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος τον Απρίλιο του 2009, δηλαδή περίπου οκτώ χρόνια πριν από την τελευτή του, καθώς ο Κούνδουρος μάλλον ήθελε να καταθέσει μια «διαθήκη», κλείνοντας εγκαίρως και όπως πρέπει το λογαριασμό του με τη μνήμη και την ιστορία.
«Ονειρεύτηκα πως πέθανα» είναι ο υπέροχος τίτλος που επέλεξε ο εκλιπών σκηνοθέτης, διότι ακριβώς έτσι είχε οραματιστεί το βιβλίο, σαν μια φυλλομέτρηση του άλμπουμ με τις φωτογραφίες και τα φιλμάκια της ζωής του. Μιας ζωής περιπετειώδους, πλούσιας σε εμπειρίες και πόνο, αλλά και συναναστροφές σχεδόν με όλους τους μεγάλους Έλληνες. Από τις σελίδες αυτού του αυτοβιογραφικού χρονικού, το οποίο συγκλονίζει, τόσο για το περιεχόμενο αλλά και για την λογοτεχνική του ποιότητα, ο Νίκος Κούνδουρος μιλά για όλα όσα έζησε και όλους όσους συνάντησε: Μεταξύ πολλών άλλων, αναφέρεται στην Κατοχή, στα Δεκεμβριανά, στον τραυματισμό και τη σύλληψή του, στον στιγματισμό του ως ατόμου «αριστερών φρονημάτων». Και προχωρώντας διηγείται, άλλοτε ως ενεργός αυτόπτης και άλλοτε σαν απόμακρος παρατηρητής, αναμνήσεις από τη δολοφονία του Τσε, τον Μάη του '68 στο Παρίσι και την απογοήτευσή του από την Σοβιετική Ένωση. Η Μακρόνησος, ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Αντώνης Σαμαράκης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Βασίλης Τσιτσάνης -ακόμη και ο Κώστας Ζουράρις τον οποίον ευγνωμονεί που του έμαθε τη λέξη «συναμφότερον»- παρελαύνουν από το κείμενο.
Το βιβλίο - αυτοβιογραφία του Νίκου Κούνδουρου
Ξεχωριστή θέση για τον Κούνδουρο, όμως, θα έλεγε κανείς ότι κατέχει η σφαγή του Διστόμου και η σχέση του με τον Μάνο Χατζιδάκη. «Δε θέλω να ξεχάσω και δεν ξεχνώ, κι ούτε η σύνεση ούτε η κούραση ούτε ο χρόνος θα υποτάξουν τις άγριες θύμησές μου από τους Γερμανούς» γράφει ο Νίκος Κούνδουρος, εξηγώντας «κι ας ξέρω τώρα πια πως η ιστορία πορεύεται με ένα δικό της αμείλικτο τρόπο, καταναλώνοντας με βουλιμία ό,τι βρεθεί στο δρόμο της. Δηλαδή όλα. Κι άντε τώρα εγώ, το τίποτα δηλαδή, να τα βάλω με τους ανεμόμυλους, νικημένος έτσι κι αλλιώς αλλά λεύτερος στον λίγο χώρο και τον λίγο χρόνο, τον ελάχιστο που μου αναλογεί. Και διαβήκανε οι καιροί και πήρανε των ομαθιών τους οι καταραμένοι κι άδειασε ο τόπος κι είπανε να γαληνέψουν οι άνθρωποι μα δεν την ήθελε την ειρήνη τούτος ο τόπος, ο αγριεμένος από τα βάσανα.
»Κι αν ζήσω δυο χιλιάδες χρόνια, κι αν ο θεός ή ο διάβολος μού στερήσουν το οδυνηρό χάσμα της μνήμης θα κρατήσω με νύχια και με δόντια μια λέξη. Δίστομο. Πώς γίνεται και τούτη η λέξη από μόνη της να έχει χρεωθεί στο νου μου όλη τη φρίκη και το μίσος που μόνο ο άνθρωπος ανάμεσα στα ζώα του πλανήτη μπορεί να παινευτεί πως κατέχει».
Η αλληλογραφία με τον Μάνο Χατζιδάκη
«Εξομολόγηση. Έχω έναν μεγάλο θαυμασμό για τα ελαττώματά του» γράφει ο Νίκος Κούνδουρος αναφερόμενος στον Χατζιδάκη. «Πάντα τον θαύμαζα που αυτός, ο σπουδαίος, έγραφε τραγούδια και τραγουδάκια για το χατίρι ενός λαού που ακόμα δεν ξέρει αν τον αγαπάει ή αν τον σιχαίνεται. Τον θαύμαζα -και τον θαυμάζω- γιατί από τα χαρακτηριστικά της φυλής διάλεξε να κάνει δικά του όλα μας τα κουσούρια. Τη ραθυμία, τη φλυαρία, την αυταρέσκεια, τη φιληδονία. Μ' αρέσει γιατί είναι επιθετικός χωρίς κακία κι απλώνει το κεντρί του επί δικαίων και αδίκων, με οδηγό το ένα, μοναδικό κι αμάχητο δικό του κριτήριο. Τον θαυμάζω που μια ολόκληρη ζωή τα κατάφερε να μην πάει ποτέ στα ραντεβού του. Τον θαυμάζω που αυτός, ο φιλάρεσκος σα γυναίκα, έμεινε κοντά τριάντα χρόνια με σπασμένα τα μπροστινά του δόντια, προκλητικός και σ' αυτό, χωρίς λόγο, έτσι, γιατί βαριότανε να καθίσει μ' ανοιχτό το στόμα στην καρέκλα του οδοντογιατρού».
«Νίκο μου» απαντά ο Μάνος, «εσύ πάντα ίδιος, τρυφερός, ατίθασος, κι αγύριστο κεφάλι. Στο σύντομο πέρασμά μου από το Παρίσι σε αναζήτησα στα στέκια των φοιτητών και στα καφενεία της γειτονιάς σου. Όλοι σε ξέρανε. [...] Κλείνω με μια δικιά σου κουβέντα γραμμένη σαν υστερόγραφο σε γράμμα σου: 'Κάποτε Μάνο θα μετανιώσεις πικρά όχι γιατί η Ελλάδα δεν είναι πια δική σου, αλλά γιατί εσύ δε θα 'σαι πια Έλληνας'».
Ακολουθεί δεύτερη απόκριση του Κούνδουρου, η οποία παρεμπιπτόντως φωτίζει τον τρόπο που αντιλαμβανόταν ο ίδιος τον εαυτό του: «Μάνο μου. Σε κυνήγησα μια ζωή, ταπεινός ακροατής της μουσικής σου, και είμαι τυχερός που ήσουνα εσύ ο παιδικός μου φίλος, κι ας μην ήμασταν παιδιά ούτε τότε. [...] Το λέω και το ξαναλέω, ο Μακρυγιάννης ήταν ο γκουρού που μ' έμαθε να 'μαι Ρωμιός, Έλληνας μέχρι το βάθος της ψυχής μου και του μυαλού μου. Καμιά φορά λέω πως είμαι Κρητικός και όχι Έλληνας. Μάνο, περάσαμε άγρια και δύσκολα χρόνια αλλά τώρα μπορώ να περπατώ όταν θέλω, να κάθομαι σ' ένα πεζούλι σπιτιού όποτε θέλω, και όταν οι καιροί το ζητούν, να είμαι πάντα παρών. Θέλω να διατηρήσω μέχρι το τέλος το δικαίωμα να είμαι με τους άλλους, να ουρλιάζω στα πεζοδρόμια, να είμαι αυτό που ήμουνα, ο φοιτητής, με τη γροθιά σηκωμένη στον ουρανό απειλητικά... Για σένα θα 'χω πάντα την απέραντη αγάπη μου και ελπίζω πως το μόνο που θα μας χωρίσει θα 'ναι η οργισμένη γροθιά και τα πεζοδρόμια».
Διακρίνοντας το τέλος
Καθώς αντιλαμβανόταν ότι, αναπόφευκτα, πλησίαζε όλο και περισσότερο στο φυσιολογικό τέρμα της ζωής του, ο Κούνδουρος περιεργαζόταν τη διαδρομή του: «Είμαι ακόμα σε κάποια αρχή ή στο τέλος του ταξιδιού μου; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα. Στο παρελθόν, στην τυμβωρυχία, στο ξέθαμα παλιών τάφων, μαγεμένος από το προσμενόμενο ξάφνιασμα, τι να 'ναι άραγε κάτω από αυτήν την πλάκα, κάτι που ξέρω, κάτι ξεχασμένο, κάτι που πέθανε οριστικά ή κάτι που ζει ακόμα κρυμμένο σε μια χαραμάδα του μυαλού και περιμένει; Παντού φαντάσματα. Άνθρωποι-σκιές, πρώην ζωντανοί. Και σε κάποια σκοτεινή άκρη, να το, κάτι παραμονεύει, μπορεί καλό μπορεί κακό, μα τίποτα πια δε με φοβίζει. Η μνήμη, χαλαρή, κάνει τα πάντα να σμίγουν σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα. Αφήνω μια εικόνα και πιάνω μιαν άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης που οι τραγουδιστάδες δε λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο, γιατί κάθε τέλος σέρνει μαζί του θλίψη. Τις αγάπες, τους έρωτες, τα πείσματα, τις προδοσίες, τους φίλους, τους φόβους. Και τέλος το θάνατο. Το θάνατο των άλλων και το θάνατο το δικό σου.
»Και εδώ τελειώνει το μεγάλο ταξίδι. Το μαγικό χαλί, κουρασμένο, χαμηλώνει και με αποθέτει λίγο απότομα στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στην οδό Σταδίου, στο πατάρι του Λουμίδη και στις άβολες καρέκλες του. Βλέπω ή νομίζω πως βλέπω μέσα από μια θολούρα μορφές αγαπημένες. Το ταξίδι έχει αδυνατίσει λίγο το νου μου. Να είναι άραγε ο Χατζιδάκις που με κοιτά χαμογελαστός, είναι ο Γκάτσος εκείνος ο αγέλαστος πιο πίσω, είναι ο Μίνως Αργυράκης αυτός με τα γένια που δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω. Κλείνω τα μάτια. Όλα ψεύτικα. Και το χαλί και το ταξίδι και το καφενείο και όλα».
Δείτε παρακάτω την χαρακτηριστική σκηνή με τον ρεμπέτικο χορό από την ταινία του, «Ο Δράκος»: