Το όνομα του Νίκου Γκάτσου φιγουράρει στους τίτλους εκατοντάδων σπουδαίων τραγουδιών μας, κι έτσι μοιραία κάποιοι τον ξέρουν ως έναν από τους καλύτερους στιχουργούς του έθνους. Ο Μάνος Χατζιδάκις, προσωπικός φίλος και παντοτινός συνεργάτης του, παρατηρούσε ωστόσο για την περίπτωσή του: «Έγραψε μοναδικά τραγούδια. Όλα τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του τα ’κανε στίχους που κινητοποίησαν τη ναρκοθετημένη νεοελληνική ευαισθησία, “έτσι καθώς κοιμόταν αναίσθητη” μες στην απέραντη αισθηματολογία των στιχουργών και των επιθεωρησιογράφων».
Ο Χατζιδάκις επιμένει να τον βλέπει ως ποιητή, γιατί αυτό ήταν πρωτίστως και κυρίως ο μεγάλος Νίκος Γκάτσος. Μπορεί να κράτησε πολλούς τίτλους στη ζωή του, όπως στιχουργός, αρθρογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και ραδιοσκηνοθέτης, αυτός όμως ήταν πάντα ο ποιητής της αξεπέραστης «Αμοργού», της μόνης ολοκληρωμένης σύνθεσης που δημοσιεύτηκε όσο ζούσε.
Ο Γκάτσος παραμένει μια ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με ένα ουσιαστικά ποιητικό έργο στο ενεργητικό του, την περίφημη «Αμοργό» που έγραψε καταμεσής της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας και βαρύ πυροβολικό της ελληνικής λογοτεχνικής πρωτοπορίας.
Ως ένας από τους επιφανέστερους γραφιάδες της γενιάς του, κράτησε ψηλά τη σημαία της εγχώριας ποίησης, την οποία φρόντισε να βάλει στον δρόμο των ποιητικών νεωτερισμών που δονούσαν τα χρόνια του. Το πραγματικό του μέγεθος δεν μπορεί ωστόσο να προσδιοριστεί αν δεν λάβει κανείς υπόψη το σύνολο του έργου του, ως στιχουργού, αρθρογράφου και μεταφραστή.
Με όχημα την εκφραστική του δεινότητα, ασχολήθηκε διεξοδικά με τη μετάφραση έργων, πρωτίστως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Πολλές μεταφράσεις του θα παραμείνουν έκτοτε κλασικές, με πρώτη και καλύτερη τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα. Μετέφρασε πολλούς συγγραφείς στη νέα ελληνική όπως μόνο εκείνος μπορούσε. Η επαφή του ελληνικού κοινού με τα έργα του Λόρκα, του Βέγα, του Ζενέ, του Ουίλιαμς, του Ο' Νιλ, του Στρίντμπεργκ τού χρωστά πολλά.
Ήταν ωστόσο αυτό που έκανε για το ελληνικό τραγούδι που θα τον έστελνε στο πάνθεο των δημιουργών. Πηγαία ερωτικός και λυρικός μαζί, προσέδωσε μια λογοτεχνική ματιά στο λαϊκό τραγούδι με παροιμιώδεις ρίμες και σουρεαλιστικά στοιχεία, πράγματα πρωτοφανή για το τραγούδι μας.
Ο ποιητής που αρεσκόταν να σκαρώνει στιχάκια βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το βαρύ πνευματικό του οπλοστάσιο, την ευρηματικότητα και την πρωτοπορία του στο τραγούδι, το οποίο μπόλιασε και με τη βαθύτατη γνώση του στη δημοτική μουσική μας. Τα τραγούδια του Γκάτσου αγαπήθηκαν από όλους και μελοποιήθηκαν από τους μεγαλύτερους συνθέτες, παντρεύοντας την παράδοση με τον υπερρεαλισμό σε ένα ιδανικό μείγμα που δύσκολα θα ξαναδεί ο τόπος μας.
Ο ίδιος ήταν ωστόσο πάντα ένα αίνιγμα. Δεν έδωσε ποτέ συνεντεύξεις και δεν ενέδωσε στη γοητεία της τηλεόρασης. Τον Γκάτσο τον ήξεραν μόνο όσοι ευτύχησαν να τον ζήσουν από κοντά στις περίφημες λογοτεχνικές παρέες που ήταν μέλος. Μιλούσαν για έναν αυστηρό άνθρωπο με γερές όμως δόσεις χιούμορ και σίγουρα ιδιαίτερο πνεύμα.
Όσο για την ίδια την παρέα του, που περιλάμβανε τους Χατζιδάκι, Ελύτη, Τσαρούχη, Μποσταντζόγλου και άλλους πολλούς, ανέλαβε ρόλο καθοδηγητικό στα πνευματικά πράγματα του τόπου μας. Πέρα από την πολυδιάστατη προσφορά καθενός στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της Ελλάδας, ως συλλογικότητα διαμόρφωσαν έναν πυρήνα σκέψης που φώτισε όλους όσοι ευτύχησαν να βρεθούν για λίγο στις κουβέντες τους...
Πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Γκάτσος γεννιέται στις 8 Δεκεμβρίου 1911 στο χωριό Ασέα του νομού Αρκαδίας μέσα σε αγροτική οικογένεια, αν και σε ηλικία πέντε ετών ορφάνεψε από πατέρα. Ο οποίος είχε πάει μετανάστης στον Νέο Κόσμο, πέθανε όμως σε ένα ταξίδι επιστροφής από τη Νέα Υόρκη πάνω στο καράβι. Ο Νίκος πήγε Γυμνάσιο στη γειτονική Τρίπολη, και διψασμένος για μάθηση καθώς ήταν πέφτει με τα μούτρα στη λογοτεχνία αλλά και τις ξένες γλώσσες, τις οποίες μαθαίνει μόνος.
Όταν η οικογένεια, η μητέρα και η αδερφή του δηλαδή, μετακόμισαν στην Αθήνα το 1930, ο Γκάτσος θα βρεθεί στο Πανεπιστήμιο Αθηνών να σπουδάζει φιλολογία. Δεν θα την τελειώσει, καθώς πια είχε αφιερωθεί ολότελα στη γραφή. Ποίηση αλλά και κριτικές και δοκίμια, που δημοσιεύονται στη «Νέα Εστία» και τον «Ρυθμό». Εκεί θα δουν το φως τα πρώτα του ποιήματα το 1931 (όπως το «Της μοναξιάς»), αλλά και τα κριτικά του σημειώματα για τη λογοτεχνία, τα οποία φιλοξενούνται στα περιοδικά «Νέα Γράμματα» (μόνιμος συνεργάτης), «Καλλιτεχνικά Νέα» και «Φιλολογικά Χρονικά».
Μέχρι τότε τόσο τα αγγλικά όσο και τα γαλλικά του είναι ικανοποιητικότατα, την ίδια ώρα που ο νεαρός γραφιάς μελετά συστηματικά την ελληνική παράδοση αλλά και τα καινοτόμα λογοτεχνικά ρεύματα που τράνταζαν συθέμελα την Ευρώπη. Όπως ο σουρεαλισμός, που θα τον μαγέψει μια για πάντα.
Η πένα του θα τον κάνει γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας, από τους οποίους θα αποκτήσει το 1936 έναν καλό φίλο. Τον Οδυσσέα Ελύτη. Η δοκιμιακή του πένα όμως, καθώς η ποιητική του γραφή, με έντονη την επίδραση του Παλαμά, περνά σχεδόν απαρατήρητη. Στρέφεται έτσι στη λογοτεχνική κριτική και εγκαταλείπει προς το παρόν την ποίηση, καταβυθιζόμενος στην επαφή του με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία.
Θα βαλθεί να ψάξει τι γίνεται στη Γαλλία και τις άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου παρέα με τον φίλο του Ελύτη. Να πώς περιγράφει ο Ελύτης τη γνωριμία αυτή και την πρώτη του εντύπωση από τον Γκάτσο:
«Μια μέρα, ένα βράδυ μάλλον, εκεί που χάζευα έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, μου έπεσε από τον ουρανό ένας απροσδόκητος ομοϊδεάτης. Ήταν ο ποιητής Νίκος Γκάτσος ... σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο ... ώσπου αράξαμε σ’ ένα μικρό καφενείο και πιάσαμε στα χείλη μας τα «Μανιφέστα» του Breton. Δόξα να’ χει ο Θεός, ο άνθρωπος αυτός είχε μπει στο νόημα. Ήταν ο δεύτερος μετά τον Εμπειρίκο.
«Κι ίσαμε σήμερα που γράφω, και που έχουνε περάσει τρεις δεκαετίες σχεδόν, είναι ένας από τους πέντε ή έξι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα (μαζί με το Νικήτα Ράντο, το Νίκο Εγγονόπουλο και το Νάνο Βαλαωρίτη) που αποδειχτήκανε κάτοχοι πραγματικοί του μυστικού. Θέλω να πω: της γοητείας, του θαύματος, και όχι των γνώσεων που σήμερα διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και βρίσκονται σ’ όλες τις Εγκυκλοπαίδειες … Πολύ φυσικό να γίνουμε γρήγορα φίλοι. Ανταλλάξαμε βιβλία, ποιήματα, μυστικά»
Το 1938 ο Γκάτσος και ο Ελύτης ανοίγουν το φιλολογικό καφενείο «Ηραίον» στην Πατησίων και μαζεύουν όλη την πρωτοπορία της σύγχρονης ποίησης και διανόησης. Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος διαβάζουν τα ποιήματά τους και συζητούν τα τεκταινόμενα στα γράμματα. Στον Πόλεμο του 1940 ο Γκάτσος θα υπηρετήσει σε βοηθητικό πόστο ως προστάτης οικογενείας και καταφεύγει στην ποίηση αναζητώντας εκφραστικές διεξόδους. Τον Αύγουστο του 1942 εκδίδεται ο καρπός αυτής της αναζήτησης, η πρώτη και μοναδική συλλογή του Νίκου Γκάτσου...
«Αμοργός»
Η «Αμοργός» προκάλεσε έντονο λογοτεχνικό ενδιαφέρον και καθιέρωσε τον Γκάτσο στον προμαχώνα της ελληνικής πρωτοπορίας, παρά τις σφοδρές πολεμικές που δέχτηκε από τους συντηρητικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Δεν αναφέρεται εξάλλου στο πραγματικό νησί. Η «Αμοργός» είναι ένας φανταστικός τόπος διανθισμένος με βιογραφικά στοιχεία του ποιητή. Το αποτέλεσμα είναι ένα γνήσιο υπερρεαλιστικό ποίημα με αληθινή μουσικότητα, το οποίο θα αποτελέσει σταθμό στη νεοελληνική ποίηση, επηρεάζοντάς τη βαθιά.
«Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου», χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Ο Χατζηδάκις συνεχίζει: «Η ''Αμοργός'' και ο ''Μπολιβάρ'' πρωτοδιαβάζονται στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, στην οδό Γεωργίου Αινιάνος, το καινούριο καταφύγιο της παρέας, μαζί με την ''Ursa Minor'' του Τάκη Παπατσώνη, τα ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου και άλλων πολλών». Η παρέα αλλάζει κάποια στιγμή στέγη και τώρα συναντιέται στο σπίτι του Γκάτσου στην Κυψέλη.
Το 1946 και το 1947 ο Γκάτσος δημοσιεύει άλλα δύο ποιήματα, το «Ελεγείο» και «Ο ιππότης και ο θάνατος». Το «Ελεγείο» είναι ένα λυρικό ποίημα γραμμένο για έναν πρόωρα χαμένο φίλο, πιθανότατα τον ποιητή της πρωτοπορίας Γιώργο Σαραντάρη. Όσο για τον «Ιππότη και τον θάνατο», που βασίζεται σε μια χαλκογραφία του Ντίρερ, είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας για τη γερμανική Κατοχή.
Το 1963 θα δημοσιεύσει και το τελευταίο από τα τρία ποιήματά του μετά την «Αμοργό», το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963), αφιερωμένο στον φίλο του Γιώργο Σεφέρη, που είχε πάρει μόλις το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήταν σαφές πως ο Γκάτσος είχε στραφεί σε άλλες μορφές έκφρασης. Τώρα τον ενδιέφεραν οι μεταφράσεις και η στιχουργική, τις οποίες έμελλε επίσης να επηρεάσει βαθύτατα...
Γκάτσος ο στιχουργός
Γιατί αποσύρθηκε ο Γκάτσος από την ποίηση, μόνο εικασίες μπορεί κανείς να κάνει. Γεγονός είναι πάντως πως θα δικαιωνόταν και με το παραπάνω στις κατοπινές επιλογές του, καθώς τόσο η μετάφραση όσο και η στιχουργική χαρακτηρίστηκαν βαθύτατα από την έλευση του ποιητή στην επικράτειά τους.
Η παρέμβαση του Γκάτσου άλλαξε ριζικά τα δεδομένα του λόγου στο ελληνικό τραγούδι. Ήταν ο πρώτος ποιητής που ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη στιχουργική, αναβαθμίζοντας τον ρόλο και την υπόστασή της συγκεκριμένης ιδιότητας. Μετέφερε στο τραγούδι την υψηλή αισθητική, την τεχνική αρτιότητα και την πρωτοπορία της γραφής του.
Την περιπέτεια με τη μετάφραση την ξεκίνησε μάλιστα στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), όπου παρέμεινε μέχρι το 1962 ως μεταφραστής, διασκευαστής θεατρικών έργων και ραδιοσκηνοθέτης. Ο ποιητής έβγαινε και μπροστά από το μικρόφωνο παρουσιάζοντας έλληνες και ευρωπαίους ποιητές. Στο ΕΙΡ θα μεταφράσει καμιά εικοσαριά έργα, από Λόρκα και Ουίλιαμς μέχρι Ίψεν και Βέγα, εμπλουτίζοντας εν αγνοία του τη δραματουργία της χώρας μας με υποδειγματικές μεταφράσεις.
Ως το τέλος της δεκαετίας, έχει μεταφέρει και προσαρμόσει θεατρικά τα «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Ουίλιαμς, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, την «Ευρυδίκη» του Ανούιγ, το «Ταξίδι της μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’Νιλ, μεταξύ άλλων. Στις δικές του μεταφράσεις πατά ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης του και γράφει μουσική ο Χατζιδάκις. Η παρέα έχει θέσει τα θεμέλια για μεγάλα πράγματα.
Εννοείται ότι ο Γκάτσος έμαθε ισπανικά μόνο και μόνο για να μεταφράσει τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα, την πρώτη μετάφραση που αποπειράθηκε! Την οποία ανέβασε ο Κουν το 1948 σε μουσική του Χατζιδάκι, με πρωταγωνίστρια τη Λαμπέτη, και έγραψαν θεατρική ιστορία. Ο Χατζιδάκις μελοποίησε αργότερα αποσπάσματα και στη συνέχεια ολόκληρη την «Αμοργό».
Οι δυο τους συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χάρτινο το φεγγαράκι», που ακούστηκε και πάλι για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης, στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Η διαχρονική συνεργασία Γκάτσου και Χατζηδάκι θα τροφοδοτήσει γόνιμα το ελληνικό τραγούδι για δεκαετίες. «Στον Γκάτσο οφείλω τον λόγο υπάρξεως του τραγουδιού μου, εκτός από τον λόγο μέσα στο τραγούδι», εξομολογείται ο Μάνος Χατζιδάκις.
Στη δεκαετία του ’60 ο Γκάτσος συνεργάζεται και με άλλους συνθέτες, μετρώντας τραγούδια με τους Μίκη Θεοδωράκη («Μυρτιά», «Σε πότισα ροδόσταμο»), Σταύρο Ξαρχάκο (ο δίσκος «Ένα μεσημέρι»), Γιάννη Μαρκόπουλο, Μάνο Λοΐζο, Δήμο Μούτση (ο δίσκος «Κάποιο Καλοκαίρι»), Λουκιανό Κηλαηδόνη, Γιώργο Χατζηνάσιο, σφραγίζοντας το πεντάγραμμο του τόπου μας. Η σύγχρονη ποίηση είχε γίνει προσιτή στον κόσμο διά άλλης οδού. «Πρέπει να μετράμε το ελληνικό τραγούδι προ Γκάτσου και μετά το Γκάτσο», συνυπέγραφε και ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Το 1963, την ώρα που δημοσιεύει το «Τραγούδι του παλιού καιρού», τη λυρική βιογραφία του Σεφέρη, συνεργάζεται ξανά με τον Χατζιδάκι στα τραγούδια της ταινίας του Ελία Καζάν «Αμέρικα Αμέρικα», που κυκλοφόρησαν τελικά σε δίσκο. Οι στίχοι του απηχούν έντονα την «Αμοργό». Το 1965 συνεργάζεται με Χατζιδάκι και Θεοδωράκη στο σημαντικότερο για τον ίδιο σταθμό της μελοποιημένης ποίησής του, τη «Μυθολογία». Όπως λέει και ο τίτλος του δίσκου, κάθε τραγούδι αφηγείται ένα ξεχωριστό μύθο, μια ιστορία.
Από το 1966 και το «Ένα μεσημέρι» του Ξαρχάκου, οι στίχοι του Γκάτσου τυπώνονται πλέον στο ένθετο του δίσκου, όπως θα γίνεται στο εξής σε όλες τις συνεργασίες του ποιητή.
Τη χρονιά της Μεταπολίτευσης, το 1974, κυκλοφορεί πάλι σε μουσική του Ξαρχάκου ο δίσκος «Νυν και αεί», άλλη μια τομή στο μελοποιημένο έργο του Γκάτσου. Ο πιο πολιτικός αυτός Γκάτσος εγκαθιδρύεται λίγο αργότερα με την «Αθανασία» και τα «Παράλογα» του Χατζιδάκι.
Οι κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες απογοητεύουν τον ποιητή και αυτό αντανακλάται στην πένα του, που γίνεται πιο αιχμηρή και καυστική όσο περνούν τα χρόνια. Πολλά από τα τραγούδια που θα γράψει από το 1976 ως και το τέλος της ζωής του, όπως «Ο Γιάννης ο φονιάς», «Ο Σαμ, ο Τζόνι κι ο Ιβάν», «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης», «Η Μάγδα», «Ελλαδογραφία», «Ελλάδα Ελλάδα», «Γύφτισσα Μαϊμού», «Το δίχτυ», απηχούν αυτή του τη στροφή στο κοινωνικό γίγνεσθαι και τις μεταπολιτευτικές διαψεύσεις. Το «Πάει ο καιρός» του είχε απαγορευτεί παλιότερα από τη Χούντα.
Γκάτσος και Χατζιδάκις συνεχίζουν να συναντιούνται συχνότατα στο νέο τους στέκι στο Σύνταγμα, κάτι που θα ανακόψουν μόνο τα προβλήματα υγείας του ποιητή. Το 1989 παθαίνει έμφραγμα και αναγκάζεται να μετακομίσει από την αγαπημένη του Κυψέλη στην Κηφισιά, που του έλεγαν πως έχει καλύτερο περιβάλλον.
Το 1991 κυκλοφορεί ο τελευταίος δίσκος σε στίχους Γκάτσου, «Τα κατά Ματθαίον» του Ξαρχάκου. Την ίδια χρονιά θα γράψει και το στερνό του τραγούδι, κλείνοντας έναν μακρύ κύκλο έτσι όπως τον είχε αρχίσει: με τον Μάνο Χατζιδάκι. «Το ταξίδι», όπως ήταν ο τίτλος του τραγουδιού, θεωρήθηκε προφητικό.
Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε σε νοσοκομείο της Αθήνας στις 12 Μαΐου 1992 και ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του. Μετά τον θάνατό του βρέθηκαν στο αρχείο του ολοκληρωμένα ποιήματα και προσχέδια ποιημάτων, τα οποία δημοσιεύτηκαν το 1994 ως «Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο».
«Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ... Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής», είπε ο καλός του φίλος Οδυσσέας Ελύτης.
Όσο για τον Χατζηδάκι, τον αποχαιρέτισε κάπως έτσι: «Ο Γκάτσος επιρρέασε εμένα και όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομίλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του ‘‘Λουμίδη’’ ή του ‘‘Πικαντίλλυ’’ να μιλάμε ... Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου»...