Οι Ηνωμένες Πολιτείες κάλεσαν την Κίνα να σταματήσει άμεσα τη στρατιωτικοποίηση της Νότιας Σινικής Θάλασσας, για να λάβουν ως απάντηση τη μομφή του Πεκίνου επειδή στέλνουν αμερικανικά πολεμικά πλοία και αεροσκάφη κοντά σε νησιά που διεκδικούνται από την Κίνα.
Παρά τις αμοιβαίες προειδοποιήσεις και οι δύο χώρες διαβεβαίωσαν ότι επιθυμούν να ενισχύσουν τη συνεργασία τους και να αποφύγουν έναν νέο «ψυχρό πόλεμο».
Οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο και Τζιμ Μάτις είχαν συνομιλίες στην Ουάσιγκτον με τους Κινέζους ομολόγους τους Γιανγκ Τζιετσί και Ουέι Φένγκε, κυρίως για να προετοιμάσουν τη συνάντηση των δύο προέδρων, του Ντόναλντ Τραμπ και του Σι Τζινπίνγκ, η οποία θα γίνει στο περιθώριο της συνόδου της G20 στην Αργεντινή, στο τέλος Νοεμβρίου.
Χαμογελαστοί, οι τέσσερις υπουργοί, στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν, διαβεβαίωσαν ότι είχαν «έναν εποικοδομητικό και φιλικό διάλογο» – όπως τον χαρακτήρισε ο Πομπέο– και ότι επιθυμούν περισσότερο «συντονισμό και συνεργασία», όπως είπε ο Κινέζος ομόλογός του.
Οι δύο Κινέζοι υπουργοί άδραξαν την ευκαιρία να προειδοποιήσουν ότι ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου θα πλήξει και τις δύο πλευρές και ζήτησαν να παραμείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας για να επιλυθεί το θέμα αυτό, που προκαλεί αναταράξεις στις παγκόσμιες αγορές.
Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιβάλει αμοιβαία δασμούς ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων και ο Αμερικανός πρόεδρος απειλεί να επιβάλει επιπρόσθετους δασμούς στις κινεζικές εξαγωγές, αν δεν λυθεί το πρόβλημα.
Ο Πομπέο απέφυγε να μιλήσει για θέματα εμπορίου, εξέφρασε όμως «ανησυχία» για τη «στρατιωτικοποίηση» της Νότιας Σινικής Θάλασσας αλλά και για την κατάσταση των μουσουλμάνων Ουιγούρων που, σύμφωνα με διεθνείς αναφορές, κρατούνται στην επαρχία Σιντζιάνγκ.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να σταματήσουν «τις ενέργειες που υπονομεύουν την κινεζική κυριαρχία» και κυρίως «την αποστολή των στρατιωτικών πλοίων και αεροσκαφών τους κοντά σε κινεζικά νησιά», απάντησε ο Γιανγκ Τζιετσί. Κάλεσε επίσης την Ουάσιγκτον να σταματήσει να αναμιγνύεται «σε εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας», αναφερόμενος στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.