«Η Ελλάδα όχι μόνο δεν βιάστηκε αλλά, κατά τη γνώμη μου άργησε κιόλας να μπει στο ευρώ» δήλωσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Νίκος Χριστοδουλάκης...
Στο ερώτημα κατά πόσο θεωρεί ότι ο τρόπος που μπήκε η Ελλάδα στο ευρώ, επί δικής του υπουργίας, ήταν λάθος ο κ. Χριστοδουλάκης ανέφερε: «Αυτό το οποίο έκανε το ευρώ ήταν ότι σταθεροποίησε την αγοραστική δύναμη του Έλληνα και του έδωσε, για πρώτη φορά, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, ένα σταθερό νόμισμα. Ένα νόμισμα το οποίο καθόλου δεν έβλαψε την ελληνική οικονομία, την ωφέλησε, μείωσε τα επιτόκια, βοήθησε τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν. Φυσικά το νόμισμα είναι ένα μέσον, δεν σου λύνει όλα τα προβλήματα, αλλά πρέπει να κάνεις μεταρρυθμίσεις, πρέπει να κάνεις επενδύσεις. Όταν αυτά σιγά-σιγά ξεχάστηκαν η ελληνική οικονομία αντιμετώπισε προβλήματα»
Και στη συνέχεια πρόσθεσε: «Ήμασταν πανέτοιμοι. Η Ελλάδα χρησιμοποίησε τους ίδιους κανόνες, οι οποίοι προφανώς είχαν μία ελαστικότητα έτσι όπως χρησιμοποιήθηκαν και από τη Γερμανία και από τη Γαλλία και από το Βέλγιο και από την Ιταλία και από την Ισπανία και από άλλες χώρες και μάλιστα η Ελλάδα επειδή μπήκε μόνη της, επειδή μπήκε 2 χρόνια μετά απ’ ότι μπήκαν οι άλλοι και ήταν στο μικροσκόπιο όλων των χωρών. Θεωρώ, αν με ρωτήσετε, ότι άργησε κιόλας να μπει, έπρεπε να μπει πιο νωρίς η Ελλάδα στο ευρώ. Όχι βιάστηκε, άργησε».
Στο ερώτημα αν μετανιώνει ως υπουργός Οικονομικών για τον τρόπο που μπήκε η Ελλάδα στο ευρώ ο κ. Χριστοδουλάκης απάντησε: «Αν ήταν στο χέρι μου θα την είχα βάλει και νωρίτερα. Το ευρώ έδωσε μία βιωσιμότητα, προοπτική και θέση στην ελληνική οικονομία. Κανένα από τα σημερινά προβλήματα τα οποία έχει η Ελλάδα, κανένα απολύτως, δεν οφείλεται στο ευρώ. Τα προβλήματα τα οποία έχουμε θα ήταν πολλαπλάσια αν δεν είχαμε το ευρώ».
Για το θέμα της διαπραγμάτευσης ανέφερε: «Η κυβέρνηση πρέπει να ανελκύσει την αξιοπιστία της Ελλάδος. Τα δύο βασικά σημεία της συμφωνίας, το αφορολόγητο και η περικοπή στις προσωπικές διαφορές των συντάξεων είναι και τα δύο ορθά και να κλείσει η συμφωνία.
Αυτό το οποίο θα πρέπει να ελαττωθεί είναι οι προσωπικές διαφορές. Δεν μιλάμε για τις συντάξεις, μιλάμε για τις προσωπικές διαφορές οι οποίες ευνοούν κυρίως τις συντεχνίες. Είναι οι προνομιούχοι συνταξιούχοι και θα πρέπει και αυτοί να προσαρμοστούν βαθμιαία στα γενικώς ισχύοντα. Δεν μειώνεται η σύνταξη, μειώνεται η προσωπική διαφορά η οποία του έχει επιδικαστεί καθ’ υπέρβαση αντί να προσαρμοστεί η σύνταξή του στα γενικώς ισχύοντα.
Λέει συνέχεια ο κόσμος ότι θα μειωθούν οι συντάξεις, θα μειωθούν ορισμένα ποσά συντάξεων σε όσους είχαν καταφέρει παρά τα ισχύοντα να καθιερώσουν προσωπικές διαφορές. Είναι άλλο το ένα και άλλο το άλλο».