To στρατηγικό σχέδιο της Alpha Bank για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων της είναι θετικό για το αξιόχρεό της (credit positive), αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s σε ανάλυσή του.
Όπως σημειώνει, η αναθεωρημένη στρατηγική για την περίοδο 2020-22, την οποία ανακοίνωσε η τράπεζα στις 19 Νοεμβρίου, περιλαμβάνει τη μείωση του μεγάλου αποθέματος των εγχώριων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της (NPEs), σε περίπου 3,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022 από 19,2 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019. «Το σχέδιο της Alpha Bank είναι credit positive, επειδή αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημά της μέσω μίας μεγάλης τιτλοποίησης του χαρτοφυλακίου NPE της», αναφέρει ο Moody’s.
Αν και το σχέδιο συνεπάγεται μία μείωση του δείκτη κεφαλαίων (CET1) της τράπεζας κατά 350 μονάδες βάσης (3,5 ποσοστιαίες μονάδες), προσθέτει ο οίκος, «η μείωση των NPE της Alpha Bank σε συνδυασμό με άλλες δράσεις που συνδέονται με το λειτουργικό μοντέλο και την πελατοκεντρική στρατηγική ανάπτυξης της τράπεζας θα απελευθερώσει σημαντικούς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους και θα επιτρέψει στην τράπεζα να αυξήσει τις χορηγήσεις δανείων στην πραγματική οικονομία, κάτι που θα στηρίξει τα κέρδη από τις βασικές δραστηριότητές της».
Η βελτίωση της ποιότητας των δανείων στα βιβλία της Alpha Bank θα μειώσει σημαντικά το κόστος πιστωτικού κινδύνου της σε λιγότερο από 70 μονάδες βάσης το 2022 από 200 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο του 2019, σημειώνει ο Moody’s, βελτιώνοντας την κερδοφορία της. Στόχος της τράπεζας είναι μία απόδοση ιδίων κεφαλαίων (return of equity) 9% το 2022 από λιγότερο του 1% τον Σεπτέμβριο του 2019.
Ο Moody’s σημειώνει ότι η Alpha Bank σχεδιάζει να αυξήσει τα κεφάλαιά της Tier2 κατά 200 μονάδες βάσης μέχρι το 2022 για να αντισταθμίσει εν μέρει τη μείωση του δείκτη συνολικής κεφαλαιακής επάρκειάς της. «Η Αlpha Bank έχει στόχο έναν κεφαλαιακό δείκτη CET1 περίπου 15% και έναν δείκτη συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας περίπου 17% στο τέλος του 2022, αν και αναμένουμε ότι η ποιότητα των κεφαλαίων της θα υποχωρήσει κάπως. Οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις και άλλα αναβαλλόμενα φορολογικά στοιχεία ενεργητικού αποτελούσαν περίπου το 48% των κεφαλαίων CET1 της τράπεζας τον Σεπτέμβριο του 2019 (το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των ελληνικών τραπεζών), ενώ εκτιμούμε ότι θα αυξηθούν περίπου στο 62% το 2022 μετά την τιτλοποίηση», προσθέτει ο οίκος.