Η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, που επιβαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών της Ευρωζώνης, αποτελεί το πιο σημαντικό θέμα του κλάδου, που απαιτεί κοινή προσπάθεια των ρυθμιστικών, εποπτικών και εθνικών Αρχών, δήλωσε ο Διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι σε ομιλία του στο δεύτερο συνέδριο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία.
«Σήμερα, το πιο σημαντικό ζήτημα είναι η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs)», είπε ο Ντράγκι, προσθέτοντας: «Για τον λόγο αυτό, χρειαζόμαστε μία κοινή προσπάθεια από τις τράπεζες και τις εποπτικές, ρυθμιστικές και εθνικές Αρχής για να αντιμετωπίσουμε το θέμα αυτί με συντεταγμένο τρόπο, πρώτα και κύρια με τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος, που θα κάνει δυνατή την αποτελεσματική διαχείριση και πώληση των NPLs».
Ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι είναι ενθαρρυντική η εμπειρία στην τριετία από την έναρξη της ευρωπαϊκής εποπτείας των τραπεζών. «Αν και η ενιαία εποπτική Αρχή είναι ακόμη ένας νέος και αναπτυσσόμενος θεσμός, έχει αντεπεξέλθει με πολλούς τρόπους στις υψηλές προσδοκίες που συνόδευσαν την ίδρυσή της», σημείωσε. Η αυστηρή και ομοιόμορφη εποπτεία έχει οδηγήσει, είπε, σε υψηλότερα επίπεδα τραπεζικών κεφαλαίων και συνολικά στη μεγαλύτερη αντοχή του τομέα. Ο πιστωτικός κίνδυνος των τραπεζών, πρόσθεσε καθορίζεται τώρα λιγότερο από τον πιστωτικό κίνδυνο της χώρας εγκατάστασής τους. «Για τις μεγάλες τράπεζες που έχουμε διαθέσιμα στοιχεία», είπε, «η σχέση μεταξύ των ασφαλίστρων για την προστασία από τον κίνδυνο χρεοκοπίας των τραπεζών (credit default swaps) και αυτών για την προστασία από τον κίνδυνο χρεοκοπίας χωρών είναι σήμερα σημαντικά μικρότερη από ό,τι στο ζενίθ της κρίσης της Ευρωζώνης».
Οι πιο υγιείς τράπεζες έχουν, με τη σειρά τους, βοηθήσει στη μετάδοση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ πιο ομοιόμορφα σε όλη την Ευρωζώνη, οδηγώντας σε μία ισχυρότερη και ευρύτερη ανάκαμψη, τόνισε ο Ντράγκι, ενώ το νέο εποπτικό πλαίσιο συνέβαλε στην άμβλυνση των όποιων κινδύνων που θα μπορούσαν να είχαν προκύψει για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. «Εν κατακλείδι, η ευρωπαϊκή εποπτεία και η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική απεδείχθη ότι συμπληρώνουν η μία ην άλλη. Είναι μία προσέγγιση, η οποία επιβεβαιώνει τις συνέργειες που μπορούν να προκύψουν όταν οι σωστές πολιτικές συνδυάζονται στο επίπεδο της Ευρωζώνης», δήλωσε.