Ἀλλά ὑπάρχει καί ὁ θεῖος νόμος. Ὁ νόμος τόν ὁποῖον ἔδωκε ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός τοῦ παντός καί ὁρίζεται ὡς ἡ ὑπέρτατη βουλή τοῦ Θεοῦ. Εἶναι οἱ θεῖες ἐντολές.
Ποῖα ὅμως εἶναι τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῶν νόμων αὐτῶν; Ἀξίζει νά προσέξουμε μερικά ἐξόχως σημαντικά:
α) Ὁ ἀνθρώπινος νόμος εἶναι κατασκεύασμα ἀνθρώπινο, ἀπόρροια κυρίως τῆς νομοθετικῆς λειτουργίας ἑνός κράτους. Ὁ θεῖος νόμος ὅμως, εἶναι ἐξ ἀποκαλύψεως. Δέν τόν φτιάξαμε ἐμεῖς. Μᾶς ἐδόθη ἀπό τόν θεῖο Νομοθέτη καί Νομοδότη.
β) Ὁ ἀνθρώπινος νόμος ἔχει κάποιο χρονικό ὅριο. Ὁ θεῖος νόμος εἶναι αἰώνιος.
γ) Ὁ τῶν ἀνθρώπων νόμος, εἶναι καιρικός, ἀλλάσσει συνεχῶς. Ὁ θεῖος, εἶναι ἀμετάβλητος καί ἀναλλοίωτος.
δ) Ὁ ἀνθρώπινος εἶναι ἐλλιπής καί ἀνεπαρκής. Ὁ θεῖος νόμος τέλειος.
ε) Σχετικά μέ τόν ἀνθρώπινο νόμο καί τήν συμμόρφωση του σ’ αὐτόν χρησιμοποιεῖται ὁ ἐξαναγκασμός. Ὁ θεῖος νόμος ἀντιθέτως δέν ἐπιβάλλεται. Ἐμπεριέχει τήν ἐλευθερία τῆς συμμορφώσεως καί ἐφαρμογῆς.
Μητροπολίτης Μάνης: «Επιστήμονας και χριστιανός, ένας άριστος συνδυασμός»
στ) Ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρωπίνου νόμου εἶναι ἡ κοινωνική εἰρήνη καί τάξη στήν Πολιτεία, ἡ κοινωνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων γιά νά μή καταστεῖ ἡ κοινωνία μία ζούγκλα. Ὁ θεῖος νόμος φέρει βέβαια τήν εἰρήνευση στήν κοινωνία, ἀλλ’ ἔχει ἄλλο σκοπό.
Ἀποβλέπει στή σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, στήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, στήν κατάκτηση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Γι' αὐτό καί ὁ μέν νόμος τῶν ἀνθρώπων ἔχει ἐνδοκοσμικό χαρακτῆρα, ὁ δέ θεῖος νόμος ὑπερβατικό. Ἄλλο τό ἕνα, ἄλλο τό ἄλλο.
Ἔτσι, εἶναι ἀνύπαρκτες οἱ ἔννοιες ψυχή, μετάνοια, ἀγάπη, πνευματική ζωή, μυστήριο, ἀνάσταση στήν ἀνθρώπινη – κρατική νομοθεσία. Καί δέν θά μποροῦσε νά ἦταν διαφορετικά. Οἱ παραπάνω βαθύτατες πνευματικές ἔννοιες ἔρχονται ἀπό τόν Νομοθέτη τοῦ Οὐρανοῦ.
Βέβαια, ἕνα ὑπόστρωμα τῆς θείας νομοθεσίας ὑφίσταται σ' ὅλους τούς κοσμικούς νόμους, ὡς πρωταρχική θεία ἐπιταγή δικαίου. Ἄλλωστε ὑπάρχει καί τό λεγόμενο «φυσικό δίκαιο», τό ἔμφυτο σέ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τό ἄθροισμα τῶν ἠθικῶν ἐπιταγῶν, οἱ ὁποῖες ἐκπηγάζουν ἀπό τήν συνείδηση, τήν ὁποία ὁ Θεός ἐνέβαλε σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Πρόβλημα ὅμως γεννᾶται, ὅταν καταφανέστατα, ὁ ἀνθρώπινος νόμος ἀντιστρατεύεται τόν θεῖο. Ἄλλα κελεύει καί διατάσσει ὁ κοσμικός νόμος καί ἄλλα συμβουλεύει καί προτείνει ὁ θεῖος. Καί πολλάκις τίθεται καί τό ἐρώτημα: Ὁ ἀνθρώπινος νόμος συντελεῖ στήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου δηλ. προάγει ἠθικῶς τήν κοινωνία ἤ εἶναι μία ἔννομη ἀδικία; Ἐπιπλέον, ὑπάρχει καί ἡ διαπίστωση τῆς διαστρέβλωσης τοῦ καλοῦ καί τῆς ἀποδοχῆς τοῦ κακοῦ. Καί βέβαια, γιά ὅλα αὐτά, οἱ αἰτιολογίες καί προφάσεις ὑπάρχουν, ὅπως ἡ πιό εὔκολη, ὅτι οἱ συνθῆκες τῆς κοινωνίας ἀλλάσσουν καί πρέπει νά προσθέσουμε νέα ἤθη καί ἄλλους τρόπους διαβίωσης.
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἕπεται ὅτι Ἐκκλησία καί Πολιτεία, ἀλλήλας σέβουσαι, δέον ὅπως συνεργάζονται εἰς τινα νομοθετήματα, σχέσιν ἔχοντα μέ ζητήματα, ὡς ἐπί παραδείγματι: ἀτομικῶν καί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, παιδείας, θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, οἰκογενείας, πολιτισμοῦ. Καί τοῦτο, ἐπ' ἀγαθῷ καί ἐπ' ὠφελείᾳ τῆς συνοχῆς τῆς κοινωνίας καί τῆς χώρας ἐν γένει.
Ὅθεν, τόσον στήν ἄσκηση τοῦ ἔργου μας, ὅσον καί στήν ἴδια τήν προσωπική μας ζωή, εἴτε εἴμεθα κληρικοί ἤ δικαστικοί λειτουργοί ἤ ἰατροί, πολιτικοί, μηχανικοί, καθηγητές ἤ κάποιο ἄλλο ἐπάγγελμα ὑπηρετοῦμε, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι ἀκούγεται καί ἡ μοναδική φωνή ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων: «Φύλασσε τάς ἐντολάς μου» (Παροιμ. 4,4).
Ἄραγε τά ὦτα μας εἶναι ἀνοικτά νά ἀκούσουν αὐτή τήν οὐράνια φωνή καί συνάμα ἡ καρδία μας εἶναι ἕτοιμη νά τήν υἱοθετήσει; Ὁ καθένας μας καί ὦτα ἔχει καί καρδία. Ἡ ἐπιλογή ἀνήκει στό αὐτεξούσιό μας καί ἡ κρίση στή λογική μας.