Η έρευνα της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι από όσους γεννήθηκαν από το 1982 ως το 2000 θα πασχίσουν να κερδίσουν περισσότερα χρήματα και να βρουν καλύτερες δουλειές από τους γονείς τους.
Η γενιά των «Millennials», όπως αποκαλείται, που προσδιορίζεται ηλικιακά από 35 ως 17 ετών, με βάση εκτίμηση της αμερικανικής στατιστικής υπηρεσίας, είναι αντιμέτωπη με αυστηρότερα κριτήρια δανεισμού, αυξανόμενες τιμές πώλησης σπιτιών και μικρότερη ευελιξία εισοδήματος, διαπίστωσε η έρευνα. Και όλα αυτά, παρά την καλύτερη κατάρτισή τους και το γεγονός ότι έχουν λάβει καλύτερη εκπαίδευση.
«Με τη γενιά των baby boomers (άνθρωποι που γεννήθηκαν από το 1946 ως το 1964 στην Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά και τις ΗΠΑ) να καταλαμβάνει τα υψηλότερα εργασιακά αξιώματα και να έχει τα περισσότερα ακίνητα, οι millennials έχουν χειρότερες επιδόσεις σε σχέση με εκείνες που είχαν οι γονείς τους στην ηλικία τους, ειδικά σε σχέση με το εισόδημα, την ιδιοκτησία και άλλες διαστάσεις που αφορούν την ευημερία», αναφέρει η ελβετική τράπεζα στην ετήσια έκθεσή της για τον Παγκόσμιο Πλούτο που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και την οποία αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Το αποτέλεσμα είναι μόνο οι εξαιρετικά επιτυχημένοι και εκείνοι που δραστηριοποιούνται σε προσοδοφόρους τομείς, όπως η τεχνολογία και ο χρηματοοικονομικός κλάδος, να έχουν καλύτερες προοπτικές σε σχέση με τους γονείς τους.
Συνολικά, η Credit Suisse διαπίστωσε ότι ο παγκόσμιος πλούτος στα μέσα του 2017 ανερχόταν σε 280 τρισ. δολάρια, αυξημένος κατά 6,4% σε ετήσια βάση, δηλαδή ο ταχύτερος ρυθμός αύξησης μετά το 2012 χάρις στην εκτινασσόμενη χρηματιστηριακή αγορά και στα μεγαλύτερης αξίας μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι τα ακίνητα.
Ωστόσο, ο πλούτος είναι υπερβολικά συγκεντρωμένος: περίπου 36 εκατομμύρια εκατομμυριούχοι, δηλαδή ποσοστό μικρότερο από το 1% του ενήλικα πληθυσμού, κατέχει το 46% του παγκόσμιου ιδιωτικού πλούτου, ενώ το 70% των ενηλίκων, δηλαδή 3,5 δισ. άνθρωποι, έχουν περιουσιακά στοιχεία αξίας μικρότερης των 10.000 δολαρίων και αντιστοιχούν σε 2,7% του παγκόσμιου πλούτου.