Ο στενός συνεργάτης της ηγέτιδας της χώρας Αούνγκ Σαν Σου Κι, Ουίν Μιντ, εκλέχθηκε σήμερα ως νέος πρόεδρος της Μιανμάρ από το κοινοβούλιο της χώρας. Ο Ουίν Μιντ, ο οποίος πριν μία εβδομάδα παραιτήθηκε από την προεδρία της κάτω βουλής, επιλέχθηκε και από τα δύο σώματα του κοινοβουλίου, όπου το κόμμα Εθνικός Συνασπισμός για τη Δημοκρατία (NLD) της Σου Κι διαθέτει μεγάλη πλειοψηφία.
Ο απερχόμενος πρόεδρος Χτιν Κιάου, που ήταν επίσης στενός συνεργάτης της Σου Κι, υπέβαλε την παραίτησή του «προκειμένου να ξεκουραστεί από τα καθήκοντα και τις ευθύνες» εν μέσω εικασιών για την κατάσταση της υγείας του.
Η εκλογή του 66χρονου Ουίν Μιντ, που είναι επί χρόνια στέλεχος του NLD, φαίνεται ότι δεν θα διαταράξει τις ισορροπίες, με τη Σου Κι να παραμένει ουσιαστικά επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ δεν αναμένονται αποκλίσεις και από την πολιτική που ακολουθείται μέχρι στιγμής, επεσήμαναν βουλευτές και αναλυτές.
Ο πρόεδρος είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης και του κράτους στη Μιανμάρ και βάσει του συντάγματος έχει ευρείες εξουσίες. Ωστόσο ο ρόλος του Κιάου ήταν κυρίως τυπικός καθώς η Σου Κι είναι η ντε φάκτο ηγέτιδα της χώρας από τον Απρίλιο του 2016. Πολιτικοί και αναλυτές αναμένουν ότι αυτό θα συνεχιστεί.
Βάσει του συντάγματος που συνέταξε η χούντα που κυβερνούσε τη χώρα επί δεκαετίες, η Σου Κι δεν μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος, οπότε επέλεξε τον Κιάου, έναν στενό της συνεργάτη, για τη θέση μετά τη συντριπτική νίκη του κόμματός της το 2015, στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές που διεξήχθησαν στη Μιανμάρ έπειτα από χρόνια.
Το σύνταγμα προβλέπει επίσης ότι ο στρατός θα διατηρεί το ένα τέταρτο των εδρών στο κοινοβούλιο και πολλά σημαντικά υπουργεία --μεταξύ των οποίων το Άμυνας, Εσωτερικών και Μεθοριακών Υποθέσεων-- ουσιαστικά δίνοντάς του τη δυνατότητα να ασκεί βέτο στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και τον έλεγχο της ασφάλειας της Μιανμάρ.
Στο μεταξύ ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε «σοκαρισμένος» από τα σχόλια του επικεφαλής του στρατού της Μιανμάρ, ο οποίος είπε ότι η μουσουλμανική μειονότητα των Ροχίνγκια δεν έχει κανένα κοινό με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας και ότι το αίτημά της για υπηκοότητα προκάλεσε το πρόσφατο κύμα βίας.
Σχεδόν 700.000 Ροχίνγκια έχουν καταφύγει στο Μπανγκλαντές από τα τέλη Αυγούστου όταν ο στρατός της Μιανμάρ ξεκίνησε μια επιχείρηση εναντίον της μειονότητας στην Πολιτεία Ραχίν.
Ο στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλενγκ δήλωσε στη διάρκεια ομιλίας του προς στρατιωτικό προσωπικό και τις οικογένειές τους την προηγούμενη εβδομάδα ότι οι Ροχίνγκια «δεν έχουν χαρακτηριστικά ή πολιτισμό κοινό με τις άλλες εθνότητες της Μιανμάρ».
Ο επικεφαλής του στρατού πρόσθεσε ότι η ένταση στην Πολιτεία Ραχίν «τροφοδοτήθηκε επειδή οι Μπενγκάλι ζήτησαν υπηκοότητα», χρησιμοποιώντας έναν υποτιμητικό όρο για τους Ροχίνγκια.
Ο Γκουτέρες επεσήμανε σε ανακοίνωσή του ότι «σοκαρίστηκε» από τις δηλώσεις του Χλενγκ και «κάλεσε όλους τους ηγέτες της Μιανμάρ να αντιταχθούν στην υποκίνηση στο μίσος και να προωθήσουν την αρμονία μεταξύ των κοινοτήτων».