Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι και η φετινή έκθεση του γενικού γραμματέα και Θρησκευμάτων, η οποία αναφέρεται στα «Περιστατικά εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας στην Ελλάδα» και δημοσιεύτηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2019. Το βασικό εύρημά της, είναι ότι το 2018 εκδηλώθηκαν πάρα πολλές ενέργειες κατά θρησκευτικών χώρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα. Η συνολική δε αύξηση των περιστατικών αυτών στο διάστημα 2015-2018 ανέρχεται στο 300%! Με άλλα λόγια, οι ορθόδοξοι ναοί είναι στο στόχαστρο κάποιων.
γράφει ο Αναστάσιος Λαυρέντζος
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται από το slpress.gr, στην έκθεση, την οποία προλογίζει η υπουργός κ. Κεραμέως και υπογράφει ο γενικός γραμματέας κ. Καλαντζής: «Συνολικά, για το έτος 2018 κατεγράφησαν πεντακόσια ενενήντα ένα (591) περιστατικά (αύξηση σε σχέση με τα περιστατικά που κατεγράφησαν το 2017 κατά 6%) εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας», εκ των οποίων, «στην Ορθόδοξη Εκκλησία αφορούν πεντακόσια εξήντα τέσσερα (564) περιστατικά (δηλαδή το 95% επί των συνολικών περιστατικών), αρκετά από τα οποία, πέραν του κατά περίπτωση ειδικότερου ποινικού τους χαρακτηρισμού, φέρουν χαρακτηριστικά θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, συμπεριλαμβανομένου του απροειδοποίητου τρομοκρατικού χτυπήματος της 27ης Δεκεμβρίου στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Αθήνα».
Όσον αφορά δε το συγκεκριμένο περιστατικό στον Ι. Ν. Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η έκθεση υπογραμμίζει ότι η εν λόγω ενέργεια «είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό δύο ατόμων, παρά το ότι οι τρομοκράτες επιδίωκαν –σύμφωνα με την σχετική ανάληψη ευθύνης– μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων. Είναι η πρώτη φορά στην Ελλάδα που πραγματοποιείται τρομοκρατική επίθεση σε θρησκευτικό χώρο με διακηρυγμένο σκοπό την πρόκληση νεκρών και αξίζει να τονιστεί ότι αυτή η επίθεση στράφηκε εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Τα εξόχως σημαντικά και αποκαλυπτικά αυτά ευρήματα έως τώρα δεν έτυχαν της ιδιαίτερης προσοχής των ΜΜΕ, παρά το γεγονός ότι υποδηλώνουν την εμφάνιση πρωτοφανών συμπεριφορών, με τις οποίες δεν είναι καθόλου εξοικειωμένη η ελληνική κοινωνία. Τα παραπάνω εγείρουν βεβαίως μια σειρά από εύλογα ερωτήματα:
Πρώτον, γιατί έως τώρα η ελλαδική εκκλησία δεν έχει εκδηλώσει την έντονη αντίδρασή της σε όσα υφίσταται; Δεν έχουν άραγε δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, οι θιγόμενοι να διαμαρτύρονται;
Δεύτερον, με ποια κριτήρια λειτουργούν πολλά ΜΜΕ, τα οποία δεν προβάλλουν στον βαθμό που αρμόζει τα παραπάνω γεγονότα, ενώ αντιθέτως συχνά μονοπωλούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης με γεγονότα δευτερεύουσας η τριτεύουσας σημασίας;
Τρίτον, σε μια χώρα όπου ανθεί ο επαγγελματικός ανθρωπισμός, εγχώριος και εισαγόμενος, και δραστηριοποιούνται εκατοντάδες ΜΚΟ, δεν υπάρχουν άραγε κάποιοι να αντιδράσουν στις επιθέσεις κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Ειδικά μάλιστα όταν πολλές από αυτές «φέρουν χαρακτηριστικά θρησκευτικής μισαλλοδοξίας»;
Όλοι αυτοί οι κήρυκες της παγκόσμιας συναδέλφωσης και ένθερμοι θιασώτες των δικαιωμάτων των άλλων, δεν ενδιαφέρονται να καταγγείλουν (τουλάχιστον) αυτά που συμβαίνουν κατά της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας; Ή μήπως τα θεωρούν όλα αυτά “αναγκαία θυσία” στο πλαίσιο των ιδεοληψιών τους; Σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε πάντως να πουν κάτι, έστω και για λόγους επικοινωνιακής σκοπιμότητας. Διότι δεν έχουν μόνο οι μειονότητες δικαιώματα. Έχει και η πλειονότητα τα δικαιώματά της.
Ορθόδοξοι ναοί και μεταναστευτικό
Τέταρτον και σημαντικότερο: σε ποιο βαθμό άραγε η έξαρση επιθέσεων κατά χώρων θρησκευτικής σημασίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μπορεί να συνδέεται με την έλευση πολυάριθμων αλλοδαπών παράνομων μεταναστών, οι οποίοι στην συντριπτική πλειονότητά τους είναι άλλου θρησκεύματος; Είναι προφανές ότι δεν μπορούν να γίνουν γενικεύσεις, αν δεν υπάρξουν αποδείξεις ανά περιστατικό.
Οφείλει, όμως, κάποιος να θέσει το παραπάνω ερώτημα, το οποίο είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, διότι στην περίπτωση που αποδειχτεί ότι υπάρχει τέτοια συσχέτιση, τότε πολλά από το ιδεολογήματα περί πολυπολιτισμικής κοινωνίας αρχίζουν με πολύ χειροπιαστό τρόπο να φαίνονται αστήρικτα έως τελείως αυθαίρετα.
Ο λόγος είναι προφανής: αν στην Ελλάδα έρχονται άτομα που όχι απλώς δεν ανέχονται τις αξίες και τον τρόπο ζωής του γηγενούς πληθυσμού, αλλά τις εχθρεύονται κιόλας, τότε δεν μιλάμε για μια έστω ακάλεστη “πολυπολιτισμικότητα”, αλλά για την εισβολή μιας μονοπολιτισμικότητας που έχει ως στόχο όχι να συμβιώσει με τον ντόπιο πληθυσμό, αλλά να του επιβληθεί.
Και φυσικά είναι λογικό να θεωρήσουμε πως όσο οι αριθμητικές ισορροπίες θα μετατοπίζονται, αυτό θα γίνεται ακόμη πιο φανερά ή και πιο βίαια. Μήπως, λοιπόν, πρέπει να προσέξουμε αυτά που συμβαίνουν σήμερα, διότι πιθανώς αποτελούν πρόδρομα φαινόμενα γι’ αυτά που θα συμβούν αύριο; Ποιος έχει δικαίωμα να το αγνοήσει ή ακόμη περισσότερο να το εμποδίσει αυτό;