«Τα ταλέντα είναι πολύ πιο ταλέντα απ’ ό,τι ήμασταν εμείς στην εποχή μας, αλλά δεν έχουν τίποτα αξιόλογο να παίξουν», παραδέχεται με περισσή αβροφροσύνη η πολυσχιδής Μέλπω Ζαρόκωστα.
Αξιόλογη ηθοποιός, συγγραφέας και στιχουργός, η δράση της απλώθηκε πάνω από πολλά με την ίδια σοβαρότητα και υπευθυνότητα, την ίδια ώρα που ήταν πάντα μια γυναίκα αληθινή, ζεστή και άμεση.
Όταν δεν συμπρωταγωνιστούσε σε αγαπημένες ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου δίπλα στον Κωνσταντάρα και τον Ηλιόπουλο, μετέφραζε θεατρικά με το τσουβάλι, έγραφε τα δικά της έργα και ασχολούνταν με τόσα πολλά που η υποκριτική έμοιαζε υποσημείωση στο βιογραφικό της. «Πάντοτε υπήρξα περισσότερο συγγραφέας παρά ηθοποιός», ομολογεί εξάλλου η ίδια.
Ως το πρώτο ποτέ γυναικείο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, η Ζαρόκωστα έχει μεταφράσει πάνω από 150 θεατρικά έργα, έχει γράψει πάμπολλα δικά της θεατρικά και σενάρια και μέσα σε όλα πρόλαβε να παίξει και σε καμιά πενηνταριά ελληνικές και ξένες κινηματογραφικές παραγωγές!
Καταξιωμένη ηθοποιός και δραματουργός, η Ζαρόκωστα προσέφερε τα μέγιστα στο καλλιτεχνικό στερέωμα του τόπου μας, παραμένοντας ταυτοχρόνως απλή και απέριττη, μια αντι-ντίβα μέσα στο σύμπαν των εγχώριων σταρ. Τα πενήντα και πλέον χρόνια της σπουδαίας καριέρας της αλλά και η ίδια η διαδρομή της ζωής της το αποδεικνύουν περίτρανα αυτό, καθώς ακόμα και σήμερα εμφανίζεται σε ό,τι θεωρεί αξιόλογο με μια απίστευτη ενέργεια και τσαχπινιά.
Όπως το λέει άλλωστε καλύτερα η ίδια, νιώθει ακόμα 18χρονη στην ψυχή και έχει εξάλλου πολλά να δώσει…
Πρώτα χρόνια
Η Μέλπω Ζαρόκωστα γεννιέται στις 7 Μαΐου 1933 στον Πειραιά μέσα σε ευκατάστατη οικογένεια, σύντομα ωστόσο θα βρεθούν όλοι στον άσο λόγω του πολέμου και της Κατοχής: «Γεννήθηκα σε μια οικογένεια που είχε γερές οικονομικές βάσεις. Ο πατέρας μου είχε μια ασφαλιστική εταιρεία την περίοδο του πολέμου και μέναμε στην Αθήνα, στην πλατεία Αμερικής. Η επιχείρηση βομβαρδίστηκε και τα χάσαμε όλα. Όλη η περιουσία μας και το βιος μας έγιναν σκόνη. Δεν έμεινε τίποτα».
Μεταπολεμικά, το 1947, η φαμίλια αναγκάζεται να πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς για να ορθοποδήσει. Επιλέγουν την Αίγυπτο, θα βρεθούν ωστόσο και πάλι μέσα στη δίνη του πολέμου (Αιγύπτου και Ισραήλ), κι έτσι ξεριζώνονται ξανά. Αυτή τη φορά θα μεταναστεύσουν στη μακρινή Αυστραλία, βρίσκοντας νέα πατρίδα στο Σίδνεϊ.
«Κι εκεί ήταν που έπεσα στα βαθιά», θυμάται η ίδια, «έπρεπε να παλέψω, να κάνω το οτιδήποτε, να εργαστώ, γιατί αλλιώς θα πεθαίναμε της πείνας. Ο πατέρας μου, παρόλο που είχε δυο-τρία πτυχία, είχε συναντήσει πρόβλημα, καθώς δεν μπορούσε να αναγνωριστεί το γερμανικό πτυχίο του κι έπρεπε να ξαναπάει στα θρανία στα 45 του, πράγμα αδύνατον. Έτσι άνοιξε ένα κατάστημα, ένα μαγαζί που έφτιαχνε σάντουιτς για τους εργαζόμενους».
Το έφηβο κορίτσι εργαζόταν στην πατρική επιχείρηση, πηγαίνοντας σχολείο τα απογεύματα σε νυχτερινό: «Με ισοπέδωσε, αλλά με έκανε να καταλάβω ότι όλοι ήμασταν ίσοι. Η μητέρα μου δεν άντεξε. Τρελάθηκε, πήγε στο ψυχιατρείο, με ηλεκτροσόκ για να συνέλθει. Ήταν πολύ άγριο αυτό που μου συνέβαινε. Το ότι επιβίωσα το οφείλω στο θέατρο».
Στο θέατρο και τη συγγραφή, τις διαχρονικές της αγάπες, που ευτυχώς ανακάλυψε πολύ νωρίς στη ζωή της. «Ήταν κάτι που το γνώριζα από τότε που ήμουν κοριτσάκι δέκα ετών, όταν ήρθε ένας κύριος να μας οργανώσει στο σχολείο για να ανεβάσουμε μια σχολική παράσταση. Αισθάνθηκα αμέσως τόσο ενθουσιασμένη με αυτόν τον καινούριο κόσμο που ξετυλιγόταν ξαφνικά μπροστά μου και θυμάμαι ότι ήθελα να παίξω όλους τους ρόλους στην ίδια παράσταση! Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο καθένας παίζει έναν μόνο ρόλο. Ήμουν ένα παιδί με μεγάλη φαντασία, που του άρεσε επίσης να γράφει ωραίες εκθέσεις».
Παρά το καλλιεργημένο όμως πλαίσιο της μεγαλοαστικής οικογένειάς της και το φιλότεχνο των γονέων της, η απόφασή της να γίνει θεατρίνα μόνο με ενθουσιασμό δεν έγινε δεκτή. Κι έτσι, την ώρα που συμμετέχει σε όλες τις θεατρικές παραστάσεις του σχολείου της, «δεν θα ξεχάσω την αντίδραση του πατέρα μου, ο οποίος παρόλο που είχε μεγαλώσει και είχε σπουδάσει στο εξωτερικό, στη Γερμανία, αντέδρασε όπως λέμε “ρωμαίικα”. Ούτε να το ακούσει δεν ήθελε, σε αντίθεση με τον παππού μου. Εκείνος μόλις άκουσε αυτό που ανακοίνωσα, λέει “γιατί όχι; Είναι ωραίο επάγγελμα” και άρχισε να απαγγέλει στα αρχαία ελληνικά την ‘‘Αντιγόνη’’… Η μητέρα μου δεν είχε πει κάτι, διότι έπαιζε συνήθως έναν ουδέτερο ρόλο προσπαθώντας να διατηρεί τις ισορροπίες».
Η Ζαρόκωστα σπούδασε υποκριτική στο Metropolitan Theater του Σίδνεϊ και ανέβηκε αμέσως στις θεατρικές σκηνές της πόλης. Κατόπιν συνέχισε τις σπουδές της στην υποκριτική, αλλά και τη σκηνοθεσία και το σενάριο, σε ραδιοφωνική σχολή (Canοndale). Πριν περάσει μάλιστα από το Λονδίνο και επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα το 1958, πρόλαβε να εργαστεί στην Αυστραλία στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αποκομίζοντας πολύτιμες εμπειρίες δουλειάς αλλά και ζωής.
Και τότε ήρθε ο έρωτας! «Ήμουν τότε 17 χρονών κι εκείνος δύο χρόνια μεγαλύτερός μου. Κρυφά από τους δικούς μας, που δεν ήθελαν ούτε να το σκέφτονται, παντρευτήκαμε και φύγαμε για το Λονδίνο, για να τελειώσει εκείνος σολίστ. Έφυγα από το Λονδίνο όταν δέχθηκα πολύ σημαντικές προτάσεις από την Ελλάδα. Ο άντρας μου έμεινε στην Αγγλία κι εγώ έκανα περιοδεία με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Ο γάμος μου δεν μπορούσε να αντέξει την απόσταση».
Όντας στην Ελλάδα, θα γνωρίσει τον δεύτερο άντρα της και μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Βίκτωρα Παγουλάτο. Με τον οποίο θα αποκτήσει αργότερα τον μοναχογιό της, Αλέξανδρο…
Καριέρα
Έχοντας μεταφράσει και προσαρμόσει θεατρικά έργα για το βρετανικό ραδιόφωνο στον έναν χρόνο που έμεινε στην Αγγλία, η Ζαρόκωστα επέστρεψε στην Ελλάδα και είδε όλες τις πόρτες να ανοίγουν μαγικά για κείνη. Τίποτα δεν της χαρίστηκε φυσικά, καθώς και ταλεντάρα ήταν και μέρα νύχτα δούλευε.
Ο Φίνος θα την ανακαλύψει σχεδόν αμέσως και θα την περιλάβει στο καστ του αξέχαστου «Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο» του Σακελλάριου το 1959, σε κάτι που θα ήταν το ελληνικό της ντεμπούτο.
Οι 56 ελληνικές αλλά και ξένες κινηματογραφικές παραγωγές που έχει στο βιογραφικό της έρχονται γρήγορα γρήγορα, καθώς γίνεται αναπόσπαστο μέλος της χρυσής φουρνιάς του ελληνικού σινεμά. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε κάποιες ταινίες, θα μιλήσουμε αναγκαστικά για τα φιλμ «Η βίλα των οργίων» (1964), «Διαζύγιο αλά ελληνικά» (1964), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Η γυναίκα μου τρελάθηκε» (1966), «Κάτι κουρασμένα παληκάρια» (1966), «Όταν η πόλις πεθαίνει» (1969), «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969), «Ένα αστείο κορίτσι» (1970), «Μια τρελή, τρελή σαραντάρα» (1970), «Η Αλίκη δικτάτωρ» (1972) κ.ά.
Η μακροχρόνια συνεργασία της με τη Finos Film θα πάρει τέλος το 1972 και η ίδια θα μετρήσει έκτοτε μια χούφτα ακόμα ταινιών, καθώς είμαστε πια στα πέτρινα χρόνια του ελληνικού σινεμά. Έπαιξε πάντως το 1980 στα «Τσακάλια», στις «Φυλακές ανηλίκων» (1982) και το «Ταχύτητα και αγάπη» (1984), καθώς και σε καμιά εικοσαριά βιντεοταινίες, ακολουθώντας την πεπατημένη της εποχής. Τελευταία της ελληνική κινηματογραφική δουλειά το «Πέντε λεπτά ακόμα» το 2006. Το 2012 πρωταγωνίστησε στην τουρκική ταινία «Strangers in the House» («Evdeki Yabancilar»), όπου υποδυθήκατε μια Ελληνίδα που εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Σμύρνη το 1922.
Εξίσου εκτεταμένη ήταν και η καριέρα της στο θέατρο και το γυαλί, τόσο μέσα από το τηλεοπτικό θέατρο όσο και με πλήθος σειρών στο ενεργητικό της. Ξεκινώντας από το 1973 και τον «Κουσούρη» της ΥΕΝΕΔ μέχρι και το φετινό σίριαλ «Αστέρας Ραχούλας», η Ζαρόκωστα έχει παίξει σε περισσότερες από 15 τηλεοπτικές σειρές, αλλά και σε τηλεπαιχνίδια και άλλες εκπομπές, διαγράφοντας περισσότερο από μισό αιώνα αδιάλειπτης παρουσίας στα καλλιτεχνικά δρώμενα του τόπου μας. Στην τηλεόραση μάλιστα έχει δοκιμάσει τις δυνάμεις της και στη σκηνοθεσία, με γνωστότερη τη σειρά «Από την κωμωδία στο δράμα».
Σε μια σχετικά άγνωστη πλευρά της ζωής της, ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη θεατρική γραφή, τόσο μέσω των 150 μεταφράσεων που έχει κάνει όσο και με τα δικά της έργα, κάπου 25 στον αριθμό, είτε αυτοτελή σενάρια είτε θεατρικά έργα. Πολλά μάλιστα γυρίστηκαν με μεγάλη επιτυχία, όπως τα «Ανταρσία των δέκα», «Ο γιος μου ο Φίλιππος», «Σχιζοφρένεια», «Λαχείο», «Μια πολυάσχολη κυρία», κ.ά. Τα γνωστότερα θεατρικά της που ανέβηκαν και ανεβαίνουν στις σκηνές της Ελλάδας περιλαμβάνουν τα «Φροντιστήριο Γυναικών» (στο οποίο συμπρωταγωνιστούσε με τον Ηλιόπουλο), «Ερωτοκαυγάδες», «Δυο γυναίκες, ένας άντρας», «Ο φίλος μου ο Τζο», «Δυο κοπέλες μόνες», «Σπέρα Μπαμπλ», «Δασκαλάκος» και τόσα ακόμα.
Πριν από το «Φροντιστήριο Γυναικών», το πρώτο της θεατρικό, η ίδια είχε γράψει ένα ακόμα, αν και σε άγουρη ακόμα ηλικία! «Είχε προηγηθεί άλλο ένα θεατρικό μου έργο, το οποίο είχε τον τίτλο “Παιδομάζωμα” και το έγραψα όταν ήμουν έντεκα ετών για σχολική θεατρική παράσταση. Το “Φροντιστήριο Γυναικών” λοιπόν θεωρείται το πρώτο ατόφιο δικό μου θεατρικό, κυκλοφόρησε όμως με ψευδώνυμο, γιατί έτσι με είχαν συμβουλεύσει τότε από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Θυμάμαι ακόμη τα λόγια τους: “Χρυσό μου κορίτσι, γυναίκα είσαι, δεν θα πετύχει αλλιώς”. Ήταν μια χαριτωμένη φαρσοκωμωδία. Η πιο έντονη ανάμνηση είναι η συγκλονιστική ευγένεια και ο επαγγελματισμός του Ντίνου Ηλιόπουλου που ήταν τότε στο απόγειο της δόξας του».
Για το θεατρικό της «Συμβιβαστήκαμε», που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο το 1992, έχει τιμηθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού με το Α’ Βραβείο, ενώ βραβευμένη είναι και η στιχουργική της, αποσπώντας το Α΄ Διεθνές Βραβείο στη Λισαβόνα για τους στίχους του κομματιού «Ο Παλιάτσος» (σε μουσική Νότη Μαυρουδή). Τιμήθηκε επίσης από πλήθος ακόμα φορέων και οργανισμών…
Όπως είπαμε, η Μέλπω Ζαρόκωστα υπήρξε το πρώτο γυναικείο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, ήδη από το 1960 (και πρόεδρος από το 1999-2001), μέλος της οποίας εξακολουθεί άλλωστε να είναι. Ταυτοχρόνως, η πολυσχιδής της δράση θα τη φέρει στην Εταιρεία Ελλήνων Στιχουργών, την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, στον οργανισμό ΘΕΣΠΙΣ, την ίδια ώρα που ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του ιδρύματος «Το Σπίτι του Ηθοποιού», του οποίου παραμένει ψυχή από κοινού με την Άννα Φόνσου…
Σήμερα...
Σήμερα, στα 84 της αισίως, η Μέλπω Ζαρόκωστα συνεχίζει δυναμικά την πολυσχιδή της δραστηριότητα, σκαρώνοντας νέα θεατρικά και μεταφράζοντας άλλα, γράφοντας διηγήματα και μυθιστορήματα και παίζοντας στην τηλεόραση. Όταν δεν είναι στις επαγγελματικές της υποχρεώσεις, «χαίρομαι τα δύο εγγονάκια που μου έχει χαρίσει ο γιος μου με τη νύφη μου».
Αφού πάλεψε και νίκησε τον καρκίνο δύο φορές, μοιράζεται μαζί μας το απαύγασμα της σοφίας της: «Το μεγάλο μυστικό μου, που ίσως να με κράτησε δυνατή σε όλη αυτή την περιπέτεια, είναι το γεγονός ότι ακόμη και το συναίσθημά μου ελέγχεται από τη λογική. Είναι ο μόνος τρόπος να υπάρχω. Αλλιώς θα είχα τρελαθεί».
Χρόνο πολύ περνά επίσης στο Σπίτι του Ηθοποιού, όντας μια από τις πιο ενεργητικές παρουσίες στο ίδρυμα των παλαίμαχων ηθοποιών: «Είμαι μέλος του διοικητικού συμβουλίου από την αρχή του. Αντικαθιστώ την Άννα όταν χρειάζεται να λείψει. Κάνω ό,τι μπορώ με το κύρος που μου προσφέρει η ηλικία μου και η προσφορά μου στο χώρο του θεάματος ώστε να βοηθήσω να αντιληφθεί ο κόσμος το έργο που γίνεται εδώ. Έχω ζητήσει πολλές φορές χάρες, άλλοι ανταποκρίνονται, άλλοι εναντιώνονται».
Ένα από τα πιο πρόσφατα θεατρικά της, οι «Τρεις κολασμένες ιστορίες», ανέβασε η ίδια στο θέατρο το 2012 με την επίσης πολύπειρη Σούλη Σαμπάχ, κάνοντας όλους να θαυμάσουν για άλλη μια φορά τη ζηλευτή της ενέργεια και κέφι για ζωή. Κέφι που προκύπτει φυσικά από έναν βίο γεμάτο αγώνα και δουλειά:
«Κι εγώ όταν ξεκίνησα στην Αυστραλία έδωσα τον δικό μου αγώνα. Μόνο στην τέχνη στηριζόμουν για να ξεπεράσω τις δυσκολίες. Από κάπου πρέπει να πιαστείς. Σε αυτό βοηθάει βέβαια και ο έρωτας, αλλά και η αλήθεια. Και την αλήθεια τη βρίσκεις μόνο εάν δουλέψεις πολύ. Θυμάμαι ότι καθόμουν με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη, για να πω σωστά τις ατάκες των ρόλων μου, και μετά έγινα εργασιομανής. Τώρα πλέον μου αρέσουν όλα! Να πλένω πιάτα, να σφουγγαρίζω, να κεντάω, να πλέκω, να μιλάω. Μου αρέσει να ζω!»…