Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ἡ λέξη πιστεύω, πίστη περιέχει ἀναπόφευκτα τὸ ἀξίωμα τῆς ἀπολυτότητας. Στὸ λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς διαβάζουμε στὸ λῆμμα «πιστεύω» τὰ ἑξῆς:
«1. Εἶμαι βέβαιος, σίγουρος γιὰ κάτι 2. δέχομαι τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν παρουσία ἀνώτατου ὄντος, καὶ ἰδιαίτερα ὅπως αὐτὴ διατυπώνεται ἀπὸ κάποια θρησκεία ἢ θρησκευτικὸ δόγμα… 4…. δέχομαι τὴν ὕπαρξη, τὴν ἀλήθεια, τὴν ὀρθότητά του».
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνθρωπότητας ἡ κάθε εἴδους πίστη ἀξίωνε τὴν κατοχὴ τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας. Δὲν μπορεί κάποιος νὰ λέει, ὅτι πιστεύει καὶ παράλληλα νὰ ἀμφισβητεῖ τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὸς κατέχει τὴν ἀλήθεια. Kάποιος ποὺ πιστεύει, εἶναι πεπεισμένος ὅτι αὐτὸ ποὺ πιστεύει ἀποτελεῖ τὴν ἀλήθεια, ἔχει σχέση μὲ τὸ εἶναι του, τὴν οὐσία τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ἴδιου του τοῦ πιστεύω ἀποτελεῖ εἶδος παράνοιας ἢ ἀπύθμενου ψεύδους.
Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἀνήκουν στὴν κατηγορία τῆς τελευταίας διαπίστωσης. Διακηρύττουν συνέχεια ὅτι δὲν προδίδουν τὴν πίστη καὶ παράλληλα συμμετέχουν σὲ διαλόγους γιὰ τὴν ἐξεύρεση τῆς ἀλήθειας τῆς Πίστεως, τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ πιστεύω καὶ τῆς προσαρμογῆς του στὰ νέα δεδομένα· δηλ. ἀμφισβητοῦν ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθεια καὶ διαβεβαιώνουν τοὺς ἑτερόδοξους συνομιλητές τους, ὅτι θὰ τὴν βροῦν μαζί, ἀναζητώντας την σὲ ἀτέρμονα συνέδρια, καὶ κοσμικῆς σημασίας ὀργανισμούς. Μιλοῦν γιὰ τὴν δύναμη τῆς πίστεως τους, ἐνῶ οἱ πράξεις καὶ οἱ δηλώσεις τους δείχνουν ὅτι εἶναι γεμάτοι μὲ ἀμφιβολία καὶ τὴν ἐπακόλουθη προδοσία. Μιλοῦν συνέχεια γιὰ ἀνεκτικότητα καὶ κατηγοροῦν ὅσους ἀντιδροῦν στὴν αἵρεσή τους, ὅσους τοὺς ὑπενθυμίζουν ὅτι ἀπαγορεύονται ρητὰ ὰπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση οἱ συμπροσευχές, τὰ συλλείτουργα καὶ ἡ καταπάτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὡς μισαλλόδοξους καὶ φανατικούς, ὡς ἀπόλυτους καὶ σκοταδιστές. Ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἐποχή μας δὲν εἶναι ἐποχὴ ἀποκλειστικότητας καὶ ἀπολυτότητας στὴν πίστη, ἀλλὰ ἐποχὴ ἀνεκτικότητας καὶ συμβίωσης μὲ τοὺς ἄλλους. Λένε ὅμως τὴν ἀλήθεια;
Ἀναλύοντας τί λένε οἱ ἄλλοι (οἱ ἀποκαλούμενες «Ὁμολογίες καὶ Ἐκκλησίες» καὶ οἱ Θρησκεῖες μετὰ τῶν ὁποίων συνομιλοῦν), θὰ διαπιστώσουμε ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς ψεύδονται ὁλοσχερῶς καὶ λειτουργοῦν ὑπογείως καὶ ἐπιλεκτικά μὲ σκοπὸ τὴν παραπλάνηση.
Τὸ Κοράνι – ἡ ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας κατὰ τὸν Βαρθολομαῖο – εἶναι ἀπόλυτο, δὲν συζητάει τὰ Πιστεύω του. Συγκεκριμένα (3:28) ἀναφέρει: «Δὲν θὰ συσχετίζονται οἱ πιστοὶ μὲ τοὺς ἀπίστους ἀντὶ μὲ τοὺς πιστούς. Ὅποιος ἐκ τῶν πιστῶν τὸ πράττει, αὐτὸς δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν Ἀλλάχ…». Στὴν Σούρα ἐλ-Μάιντε, 5: 51 Ὦ! Σεῖς ποὺ πιστέψατε! Μὴ κάνετε τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς Χριστιανούς, φίλους καὶ προστάτες σας! Δὲν εἶναι παρὰ μονάχα μεταξύ τους φίλοι καὶ προστάτες. Καὶ ἐκεῖνος ἀνάμεσά σας ποὺ πιάνει (φιλίες) μ’ αὐτούς εἶναι ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Ὁ Ἀλλὰχ δὲν καθοδηγεῖ τὸν ἄδικο καὶ παράνομο λαό». Στὴν Σούρα Al-Kaferun. 109: «Λέγε (Ὦ Μωάμεθ)! Ὦ ἐσεῖς ποὺ ἀρνεῖστε τὴν Πίστη! Δὲν λατρεύω αὐτὸ ποὺ λατρεύετε. Κι οὔτε λατρεύετε αὐτὸ ποὺ λατρεύω. Καὶ δὲν θὰ λατρεύω αὐτὸ ποὺ λατρέψατε. Κι οὔτε ἐσεῖς θὰ λατρεύετε αὐτὸ ποὺ λατρεύω. Ἔχετε τὴν δική σας θρησκεία κι ἐγὼ ἔχω τὴν δική μου θρησκεία».
Στὸν Ἰουδαϊσμὸ – ἄλλη μία ὁδὸς σωτηρίας κατὰ τὸν Βαρθολομαῖο – ὑπάρχει τὸ κεντρικὸ δόγμα στὸν στίχο: «Schema Israel, JHWH Eloheinu, JHWH Echad» «Ἄκουσε Ἰσραήλ, ὁ Γιαχβὲ εἶναι ὁ Θεός μας (φυσικὰ δὲν ἐννοεῖται ἐδῶ ὁ Τριαδικὸς Θεός), ὁ Γιαχβὲ εἶναι ἕνας». Τὸ δόγμα αὐτὸ περιτειχίστηκε τὸν 12ο αἰῶνα ἀπὸ τὸν Ραββίνο Μωυσὴ μπὲν Μαιμονίδη. Στὸ ἔργο του «Σανχεντρίν» καὶ εἰδικὰ στὸ 11ο κεφ. θεμελίωσε 13 ἀρχὲς (Ἰκαρίμ), ἀπὸ τὶς ὁποῖες ξεχωρίζουν οἱ ἀκόλουθες:
- Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός (καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι Τριαδικός).
- Ὁλόκληρη ἡ Τορὰ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Μωυσὴ (ἄρα ἡ Κ. Διαθήκη καὶ ὅ,τι χριστιανικὸ δὲν εἶναι ἡ ἀλήθεια)..
- Ἡ Τορὰ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ καμία ἄλλη διδασκαλία (οὔτε ἀπὸ τὴν Κ. Διαθήκη).
- Ὁ Θεὸς ἀμοίβει αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν τὶς ἐντολές του καὶ τιμωρεῖ αὐτοὺς ποὺ τὶς ἀψηφοῦν (καὶ τοὺς χριστιανούς).
Ἂς πᾶμε τώρα στὸν Παπισμό. Μὲ τὸ δογματικό θέσπισμα «Pastor Aeternus» τῆς 1ης Βατικάνειας Συνόδου στὶς 18. 07. 1870 ἀποφασίστηκε: «…Ὅταν ὁ Ρωμαῖος ποντίφικας ὁμιλεῖ ἐκ καθέδρας, δηλαδή ὅταν ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ ποιμένα καὶ διδάσκαλου ὅλων τῶν χριστιανῶν, δυνάμει τῆς ὑπέρτατης ἀποστολικῆς του ἐξουσίας, ὁρίζει ὅτι κάθε διδασκαλία ποὺ ἀφορᾶ στὴν πίστη καὶ τὴν χριστιανικὴ ἠθικὴ πρέπει νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ὡς ἀληθὴς ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, βάσει τῆς Θείας Ἐπιφοιτήσεως ὑποσχεθείσης σ’ ἐκεῖνον διὰ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, τότε χαίρει τοῦ ἀλαθήτου ἐκείνου ποὺ ὁ Θεῖος Λυτρωτής θέλησε νὰ χαρίσει στὴν Ἐκκλησία του… Ἐὰν κάποιος ἀμφισβητήσει τὸ παραπάνω δόγμα ἀνάθεμα». Καὶ στὴν ἀπόφαση τῆς 2ης Βατικάνειας Συνόδου τὸ 1965 διαβάζουμε: «Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ παραχωρημένο σωτηριολογικὸ ἔργο τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας» ἢ δὲν εἰσέρχονται σ’αυτήν, δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν». Καὶ στὴν ἀπόφαση τῆς παπικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας τὸ 1439 σχετικὰ μὲ τοὺς Ἕλληνες διαβάζουμε «Ὅποιος δὲν ὑποταχτεῖ στὸν ρωμαῖο Ποντίφηκα δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ… Ὁ ρωμαῖος Ποντίφηκας ἔχει τὴν ἐξουσία πάνω σὲ ὅλον τὸν κόσμο».
Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς Προτεστάντες τὰ πράγματα γίνονται ἀκόμα πιὸ παράφορα. Ἡ Σύνοδος τῆς «Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας» τῆς Γερμανίας ἀναφέρει στὴν «Ἀλφάβητο τῆς Πίστεως»: «Ὅποιος παραμένει σταθερὰ σὲ δόγματα, δὲν ἔχει ἐγκυρότητα στὴν κοινωνία καὶ στὴν δημοσιότητα καὶ θεωρεῖται πεισματάρης καὶ ἀνεπήδευτος μαθήσεως». Ἐδῶ μένει ὁ κάθε ὑγιῶς σκεπτόμενος ἄναυδος μὲ τὶς μεθοδεύσεις τῶν αἱρετικῶν. Οἱ Προτεστάντες κατηγοροῦν τοὺς πιστοὺς ποὺ ὑπερασπίζουν τὰ δόγματα (μήπως μᾶς θυμίζει κάτι αὐτό;) ἐπιφανειακὰ μὲν ἀδογμάτιστα, πρακτικὰ δὲ μὲ διατυπώσεις δογματικοῦ χαρακτῆρα. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ πρεσβεύουν εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του καὶ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ὠς δόγμα. Θέλουν δηλ. νὰ καταργήσουν τὸ δόγμα (ποὺ φυσικὰ τοὺς ἐλέγχει) καὶ τοὺς ὑπερασπιστές του καὶ νὰ θεμελιώσουν τὸ δικό τους νέο δόγμα.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς γεννιέται τὸ ἑξῆς λογικὸ ἐρώτημα: Πῶς εἶναι δυνατόν, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀδιαπραγμάτευτες καὶ μὴ ἀποκηρυγμένες δογματικὲς θέσεις στὴν πίστη τους – τὸ ὁποῖο φυσικὰ εἶναι δικαίωμά τους, ὡς ἐλεύθεροι ἄνθρωποι – νὰ ἀπαιτοῦν ἀνεκτικότητα καὶ κατάργηση τῶν δογμάτων τῶν ἄλλων – ἡ ὁποία ἀπαίτηση δὲν εἶναι δικαίωμά τους– καὶ νὰ καταδικάζουν ὅποιον δὲν ὑπακούει; Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἀπάτη τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ μεγαλύτερη ἀπάτη στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ὅπως σωστὰ προφήτευσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι ἄνθρωποι διαποτισμένοι ὄχι ἀπὸ πνεῦμα ἀγάπης, διαλλακτικότητας καὶ σεβασμοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ πνεῦμα ἀπολυταρχίας, μένους, ἐξουσιοκρατίας, ἐπισκοποκρατείας, ἀσέβειας, διπροσωπείας καὶ διωγμοῦ. Εἶναι οἱ κατάλληλοι ἐκπρόσωποι τοῦ πνεύματος τῶν ἐσχάτων χρόνων καὶ γι’ αυτὸ πρέπει νὰ πολεμηθοῦν κατὰ τὸν ἁγιοπατερικὸ τρόπο τῆς Ἐκκλησίας.