
«Είμαστε εδώ για να διατρανώσουμε ότι δεν συμβιβαζόμαστε με το διαρκές έγκλημα της τουρκικής εισβολής και κατοχής της βόρειας Κύπρου. 51 χρόνια μετά το τραγικό θέρος του 1974 οι κατοχικές δυνάμεις επιχειρούν να εδραιώσουν τα αποτελέσματα της εισβολής.
Σήμερα, μάλιστα, η Άγκυρα και το κατοχικό καθεστώς, αδιαφορώντας επιδεικτικά για τις αποφάσεις του ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο, αλλά και την ιστορική αλήθεια, την οποία στρεβλώνουν συστηματικά, επιδιώκουν με περισσό θράσος να επιβάλουν τη “λύση” των δύο κρατών», τόνισε ο γενικός γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας (ΔΣΟ), βουλευτής δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος, σε δήλωσή του μετά το εθνικό μνημόσυνο για τους πεσόντες, την παράκληση για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους και την εκδίωξη του Τούρκου εισβολέως εκ της Μεγαλονήσου, στον Ι.Ν. Προφήτου Ηλιού, στη Λάρισα.
Αδικαιολόγητη ανοχή
Ο κ. Χαρακόπουλος συμπλήρωσε ότι «αυτή τη συμπεριφορά η Τουρκία την εκδηλώνει, πλέον, γενικώς στην εξωτερική της πολιτική και στις σχέσεις της προς τους γείτονές της, καθώς έχει καταστεί σαφώς αναθεωρητική. Για τη διολίσθηση αυτή, που συνιστά και ευθεία απειλή για την περιφερειακή ασφάλεια, ευθύνες έχει και η διεθνής κοινότητα, η οποία στην περίπτωση της εισβολής στην Κύπρο επέδειξε αδικαιολόγητη ανοχή, με αποτέλεσμα ανάλογες πρακτικές να επαναλαμβάνονται σήμερα και σε άλλες περιοχές που η Τουρκία προσπαθεί να επεκτείνει την επιρροή της. Η ατιμωρησία της εισβολής στην Κύπρο αποθρασύνει αναθεωρητικές ηγεσίες, που επιχειρούν με την ισχύ να επιβάλουν τα άνομα σχέδια τους».
Παράλληλα, ο Μ. Χαρακόπουλος υπογράμμισε ότι «απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα οφείλουμε να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος και να χαλυβδώσουμε μια ισχυρή εθνική ενότητα. Να μη λησμονούμε ότι η κερκόπορτα στην Κύπρο το 1974 άνοιξε από το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών της 15ης Ιουλίου. Δυστυχώς, η ιστορία μας είναι γεμάτη από ανάλογους διχασμούς που κατέληξαν σε εθνικές τραγωδίες. Ταυτόχρονα, είναι επιτακτική ανάγκη, παράλληλα με τις διεθνείς συμμαχίες, να ενισχύσουμε έτι περαιτέρω τις αμυντικές ικανότητες του ελληνισμού, σε Ελλάδα και Κύπρο. Εξάλλου, διαπιστώνουμε με ανησυχία ότι ο κόσμος κινείται με ταχύτητα προς έναν ανταγωνισμό ισχύος, στον οποίον όποιος καθυστερήσει θα βρεθεί χωρίς αμφιβολία σε δυσχερέστερη θέση».