Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης τραγούδησε με τόση αγάπη για την Φωκίωνος Νέγρη, τον μικρό ήρωα Γιώργο Θαλάσση, την Βουλιαγμένη και τις νύχτες με φεγγάρι που οι συνθέσεις του έμοιαζαν με καθρεφτίσματα του παραδείσου.
Παρέμεινε μέχρι το τέλος ένας φτωχός και μόνος καουμπόι, όπως ο αγαπημένος του ήρωας Λούκι Λουκ, τις περιπέτειες του οποίου λάτρεψε. Τον λάτρεψε, όπως λάτρεψε την μυρωδιά από το γιασεμί και το αγιόκλημα στην γειτονιά του, τη Νέα Κυψέλη, εκεί που μεγάλωσε και «αλήτεψε» ως έφηβος στα τέλη της δεκαετίας του ’50, με τσάρκες στην Φωκίωνος Νέγρη και χορό στο Top Hat η στο Green Park της Μαυροματαίων.
Ήταν εξπέρ στο να χορεύει rock ‘n’ roll όπως είχε παραδεχθεί σε μια συνέντευξή του: «Κλέβαμε κόλπα από τους μεγαλύτερους και εξελιχθήκαμε σε πολύ καλούς χορευτές. Κάναμε και διαγωνισμούς αντοχής με δεκαπέντε-δεκαεπτά συνεχόμενους χορούς, δεν καταλαβαίναμε Χριστό».
Λατρεύει την μουσική, παθιάζεται με την νωχελικότητα των blues και ανατριχιάζει με τις ερωτικές μελωδίες του Γούναρη, κάτι που θα φανεί όταν αρχίζει να ηχογραφεί δίσκους σαν το «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι» και «Ψυχραιμία παιδιά».
Το περίφημο καλοκαιρινό πάρτι του στην Βουλιαγμένη ήταν ουσιαστικά η πρώτη συναυλία σε χώρο εκτός γηπέδων, μια συνάντηση εκατό χιλιάδων ανθρώπων που για ένα βράδυ ήταν όλοι φίλοι!
Μικρός ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, μεγαλώνοντας άκουσε ιστορίες από ναυτικούς για εξωτικά λιμάνια και ερωτικές περιπέτειες και μπάρκαρε για λίγο, αλλά τελικά τον κέρδισε η μουσική και τα άφιλτρα Gauloises.
Ο Λουκιανός -«Λούκι» για τους φίλους του- ήταν ένας sui generis καλλιτέχνης που δεν μπήκε ποτέ στα καλούπια του εκάστοτε ρεύματος της εποχής. Προτίμησε να βαδίσει τον δρόμο του, έχοντας δίπλα του την Άννα Βαγενά, τον έρωτα της ζωής του, τις κόρες του και το πιάνο του.
Στο προσωπικό του στούντιο που στεγάζεται κάτω από το σπίτι του στο Μεταξουργείο, υπάρχει κάτι σαν δεξαμενή που την αποκαλούσε το κουτί των αναμνήσεων και περιέχει από φωτογραφίες, κάρτες και σημειώσεις μέχρι τετράδια και ένα αγαλματάκι του Ρομπέν των Δασών. Στον χώρο δεσπόζει το πιάνο του και ένας πορτοκαλί καναπές, εκεί όπου άραζε ο Λουκιανός για να σερφάρει με τον υπολογιστή του.
Από τους πιο κολλητούς του φίλους ήταν ο Γιώργος Νταλάρας με τον οποίο γνωρίστηκαν στα νιάτα τους και κόλλησαν αμέσως, ενώ ο Κηλαηδόνης του γνώρισε και την μετέπειτα σύζυγό του Άννα.
Δεν μίλαγε ποτέ χωρίς να υπάρχει λόγος και δεν επιζήτησε ποτέ την άσκοπη δημοσιότητα, προτιμώντας την ζωή, τα τραγούδια και τις συναντήσεις με φίλους. Έβγαινε πολύ και όπως είχε πει ο ίδιος, είχε γυρίσει όλα τα μπαρ της Αθήνας απολαμβάνοντας την ζωή και την νύχτα χωρίς να νοιάζεται για το αύριο.
Κι αυτό είχε συνέπειες στην υγεία του, χωρίς όμως ο ίδιος να ακούει τους γιατρούς. Έκανε την πρώτη εγχείρηση καρδιάς πριν από είκοσι χρόνια και κάποια χρόνια αργότερα μπήκε ξανά στο χειρουργείο για αφαίρεση όγκου από τους πνεύμονες.
Του άρεσαν οι συγκεντρώσεις σε σπίτια φίλων, η ανταλλαγή απόψεων γύρω από την μουσική και ενίοτε αν υπήρχε πιάνο καθόταν και τραγούδαγε τα αγαπημένα του αμερικάνικα μπλουζ. Λάτρευε το μπιλιάρδο και ήταν φανατικός θεατής των αναμετρήσεων Snooker, για τις οποίες γνώριζε τα πάντα, ενώ σε ένα ταξίδι του στη Νέα Υόρκη πήγε να δει τον Γούντι Άλλεν ως μουσικό της τζαζ, στο κλαμπ που έπαιζε κλαρινέτο με την μπάντα του.
Από χθες ο «Λούκι» έφυγε για να συναντήσει κάποιους από τους αγαπημένους του μέντορες εκεί ψηλά και ίσως ο πιο γλυκόπικρος αποχαιρετισμός είναι αυτός του Φοίβου Δεληβοριά, τον οποίο εξέφρασε με μια ανάρτηση στο Facebook:
«Μου’ χες πει πως ο Παράδεισος για σένα είναι ο κινηματογράφος "Ροζικλαίρ" στην Κυψέλη μια τυχαία μέρα του 1955. Μια μέρα που θα παιζόταν σε επανάληψη κάποιο νουάρ του ’40 με ανθρώπους που κρατούν το πιστόλι με το ένα χέρι, χαλαρά, και που καταπατούν κάθε κώδικα τυπικής ηθικής για μιαν καταστροφική γυναίκα, για μια Τσιτσανική τρελή, για μια Κυρία με μοναδικό νόημα. Είμαι σίγουρος πως είσαι εκεί, πως η Φωκίωνος τ’ ουρανού ζητωκραυγάζει που επέστρεψες και πως ένα κάτασπρο πιάνο σε περιμένει να παίξεις τη μαγική "Decadenza" σου για κείνους που καταλαβαίνουν. Θα είμαι πάντα ένας απ’ αυτούς. Κι όταν το "Ροζικλαίρ" θα ξαναπροβάλει το "Big Sleep" θέλω να μου κρατήσεις μια θέση δίπλα σου: Θα είμαι εκεί».