Στο μέγα ζητούμενο, που είναι η αναζήτηση των προϊόντων του οικονομικού εγκλήματος σε βάρος των καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας, εστιάζονται τα στοιχεία που έφεραν στην Κύπρο και παρέδωσαν στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον πρόεδρο της Βουλής και τον γενικό εισαγγελέα οι δύο πρώην βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Νίκος Σηφουνάκης και Δημήτρης Τσιρώνης.
Οι κύριοι Σηφουνάκης και Τσιρώνης, πέρα από τα γραπτά ντοκουμέντα που συνοδεύουν υπό μορφή παραρτημάτων την εξασέλιδη επιστολή τους, έχουν επισημάνει σε όλους τους συνομιλητές τους ότι οι έρευνες για ολοκλήρωση των αιτίων που οδήγησαν στην κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας θα πρέπει να συνεχισθούν και να καταλογισθούν ευθύνες στους ουσιαστικά υπευθύνους αλλά και να αναζητηθούν τα προϊόντα του οικονομικού εγκλήματος. Πιο απλά, θα πρέπει να βρεθούν τα εκατοντάδες εκατομμύρια που δόθηκαν υπό μορφή θαλασσοδανείων σε «φίλους» εφοπλιστές του Ανδρέα Βγενόπουλου.
Στην επιστολή των δύο πρώην βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, εγείρεται και ένα ιδιαιτέρως σοβαρό θέμα που έχει να κάνει με τις ευθύνες των εποπτικών αρχών σε Ελλάδα και Κύπρο για τη διασυνοριακή συγχώνευση της Λαϊκής Τράπεζας (τη μεταφορά της έδρας στην Κύπρο και της μετατροπής των θυγατρικών Marfin και Egnatia σε υποκαταστήματα της Λαϊκής) περί τα τέλη του 2010 και αρχές του 2011. Πιο συγκεκριμένα γίνεται στην επιστολή επίκληση της προκαταρκτικής εξέτασης που είχε διαταχθεί στην Ελλάδα από το 2010, «συνεπεία των αποκαλύψεων της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων, η οποία όλως παραδόξως αρχειοθετήθηκε το 2012».
Όπως υποστηρίζουν οι Τσιρώνης και Σηφουνάκης, αυτή τέθηκε στο αρχείο «με βάση την προσωπική επιστολή του (τότε) διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γ. Προβόπουλου στις 9 Νοεμβρίου 2010 προς τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου», στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων: «...οι ισχυρισμοί που περιέχονται στο έγγραφο του προέδρου της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, συνοψιζόμενοι στην αιτίαση ότι οι ελληνικές εποπτικές αρχές επέδειξαν εν προκειμένω ’ανοχή’ και άσκησαν ’χαλαρή εποπτεία’, καταδεικνύονται, όσον αφορά τουλάχιστον την Τράπεζα της Ελλάδας, στην οποία αναγκαίως κατά τα ανωτέρω περιορίζεται η παρούσα, ως αβάσιμοι. Καθώς μάλιστα θα μπορούσαν, εάν με οποιοδήποτε τρόπο ελάμβαναν δημοσιότητα, να εκληφθούν ως ’αποδεικτικοί’ σοβαρών προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι παραπάνω ισχυρισμοί φοβούμαι ότι είναι, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, και πολύ επικίνδυνοι».
Οι κύριοι Σηφουνάκης και Τσιρώνης προσθέτουν στην επιστολή τους και την απάντηση, την ίδια περίοδο, του προέδρου της Ελληνικής Επ. Κεφαλαιαγοράς προς τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, η οποία επίσης συνέβαλε «καθοριστικά στο να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο». Και η επιστολή των δύο συνεχίζει: «Εάν από τότε (2010) οι δυο επικεφαλής των ελληνικών εποπτικών αρχών συμμερίζονταν στο ελάχιστο τις διαπιστώσεις της Προανακριτικής Επιτροπής της Ελληνικής Βουλής, θα είχε προληφθεί η διασυνοριακή συγχώνευση της Λαϊκής Τράπεζας, η οποία επικυρώθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Λευκωσίας στις 20/12/2010 και θα είχαν αποφευχθεί οι τραγικές συνέπειες που οδήγησαν στην κατάρρευση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος και της κυπριακής οικονομίας».
Πέραν όμως των ευθυνών του τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, οι δύο πρώην βουλευτές επιρρίπτουν ευθύνες και στον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου την επίμαχη περίοδο.«Εξίσου τεράστιες είναι οι ευθύνες των διοικητών των δυο Κεντρικών Τραπεζών, Ελλάδας και Κύπρου, διότι ενώ γνώριζαν τα τοξικά δάνεια της Marfin-Egnatia επέτρεψαν τη διασυνοριακή συγχώνευση με τη Λαϊκή Τράπεζα».