Ο Κωνσταντής Λαχανάς γεννήθηκε στο 1769 στο Βαθύ της Σάμου. Από μικρή ηλικία μπάρκαρε στα καράβια κι έγινε πλοίαρχος. Ευρισκόμενος στη Μασσαλία εντάχθηκε στο ναυτικό του Ναπολέοντα και πήρε μέρος στη ναυμαχία του Αμπουκίρ κατά των Άγγλων, την 1η Αυγούστου 1798.
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ασχολήθηκε με τα δημόσια πράγματα και ως ένας από τους ηγέτες των «Καρμανιόλων» ήρθε σε έντονη αντίθεση με τους κοτζαμπάσηδες της Σάμου, γνωστούς ως «Καλικάντζαρους».
Το 1805, πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη, συναντήθηκε με τον αρματολό Νικοτσάρα, τον οποίο ακολούθησε στην πορεία του προς Βορρά για να βοηθήσει τους επαναστατημένους Σέρβους. Μετά τον θάνατο του Νικοτσάρα το 1807 επέστρεψε στη Σάμο και στις 15 Φεβρουαρίου 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Γεράσιμο Σβορώνο, υποπρόξενο της Ρωσίας στο νησί.
Όταν, στις 14 Απριλίου 1821, δύο σπετσιώτικα πλοία που έφτασαν στο Βαθύ ανήγγειλαν την έναρξη της Επανάστασης, ο Λαχανάς μαζί με άλλους πατριώτες σκότωσαν συνολικά 18 τούρκους εμπόρους και διοικητικούς υπαλλήλους (17 και 18 Απριλίου). Με τον τρόπο αυτό, εξέθεσαν τους επιφυλακτικούς «Καλικάντζαρους» και τους υποχρέωσαν να συμπράξουν στον γενικό ξεσηκωμό.
Η σημαία που ύψωσε ο Λαχανάς κηρύσσοντας την Επανάσταση στο νησί ήταν κυανού χρώματος με λευκό σταυρό στο μέσο επί ανεστραμμένης ερυθράς ημισελήνου. Από τη μία πλευρά εικονίζεται μια άγκυρα κι ένα σφουγγάρι και από την άλλη μία λόγχη.
Όταν έφτασε στη Σάμο ο Λυκούργος Λογοθέτης (24 Απριλίου), τον διόρισε ως έναν από τους τέσσερις χιλιάρχους. Ο Λαχανάς μετείχε σε όλες τις μάχες, τις αποβάσεις στη Μικρά Ασία και την εκστρατεία της Χίου, πάντοτε στην πρώτη γραμμή.
Το 1832, απογοητευμένος που οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν περιέλαβαν την πατρίδα του στο ελληνικό κράτος, εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και διορίστηκε ταγματάρχης της Εθνοφυλακής. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα κι έζησε εκεί έως τον θάνατό του, που επισυνέβη στις 19 Δεκεμβρίου 1842.