Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Η δεδομένη ναυτοσύνη, τα στρατηγήματα και η παλικαριά των εμπειροπόλεμων πληρωμάτων φάνηκε πως δεν ήταν αρκετά για έναν μακροχρόνιο πόλεμο απέναντι σε έναν αντίπαλο που είχε τη δυνατότητα να ανανεώνει σχετικά εύκολα το στόλο του. Ούτε μπορούσαν να συγκριθούν τα ηρωικά μπρίκια των Ψαρών, των Σπετσών και της Ύδρας με τα ατμοκίνητα πολεμικά, οπλισμένα με τηλεβόλα όπλα, που άρχιζαν ήδη να ναυπηγούνται για λογαριασμό της Πύλης, με επίβλεψη ξένων ειδικών. Οι απώλειες των Ελλήνων σε πλοία ουσιαστικά δεν αναπληρώνονταν.
Εκ των υστέρων, διαπιστώνουμε ότι αν το ναυτικό των Ελλήνων διέθετε δύναμη πυρός τελευταίας τεχνολογίας, δεν θα κυκλοφορούσε ούτε τούρκικη βαρκούλα στο Αιγαίο, σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Η περιβόητη μέθοδος των πυρπολικών, όσο εντυπωσιακή κι αν φαινόταν, ήταν παντελώς ακατάλληλη για εκτεταμένες ναυτικές επιχειρήσεις. Για να κερδηθεί έτσι η κυριαρχία στη θάλασσα, θα χρειάζονταν χίλιοι Κανάρηδες και άλλοι τόσοι μπουνταλάδες και άπειροι Τούρκοι πλοίαρχοι. Η περίπτωση της Καρτερίας, ενός ατμόπλοιου με καπετάνιο τον σπουδαίο φιλλέληνα Άστιγξ, απέδειξε ότι οι Έλληνες ναύτες μπορούσαν να εκπαιδευτούν εύκολα και γρήγορα στη χρήση 68λιτρων πυρακτωμένων βολών, με καταστροφικά αποτελέσματα. Η πειθαρχία στην Καρτερία ήταν υποδειγματική και το πλιάτσικο πράξη αδιανόητη. Οι γραπτές εισηγήσεις – κυρίως ξένων φιλελλήνων αξιωματικών και του ίδιου του Άστιγκα – δεν εισακούστηκαν και από τα λίγα σκάφη που επρόκειτο να ναυπηγηθούν ελάχιστα παραδόθηκαν σωστά και στο χρόνο τους. Μόνον ένα σκάφος κατάφερε να καταπλεύσει, η «Καρτερία, το φθινόπωρο του 1826, άλλα δυο έφτασαν στο 1827 και τα άλλα τρία διαλύθηκαν για παλιοσίδερα στα ναυπηγεία του Λονδίνου.
Γιατράκοι: Μια οικογένεια πρακτικών γιατρών στο 1821
Τα ναυτικά πληρώματα – μαθημένα στην πειρατεία – συχνά δεν γνώριζαν την έννοια της υπακοής σε στρατιωτικούς ανωτέρους. Ο Μιαούλης, ο Κανάρης και άλλοι ανδρείοι και έντιμοι θαλασσινοί ήταν σχεδόν αδύνατο να επιβληθούν στα εμπειροπόλεμα αλλά απείθαρχα πλήθη των ναυτών. Επιχειρήσεις κρισιμότατες για την τύχη του επαναστατικού πολέμου ματαιώνονταν εξαιτίας της αισχροκέρδειας των πλοιοκτητών. Η πτώση του ηρωικού Μεσολογγίου και η τραγωδία στη Χίο είναι ενδεικτικά αποτελέσματα του κλίματος διάλυσης που επικρατούσε συχνά στα λίγο πολύ άτακτα στρατιωτικά σώματα των Ελλήνων επαναστατών. Χωρίς περιστροφές, ο ιστορικός και εθελοντής φιλλέληνας Φίνλεϊ γράφει ότι πολύ κακώς ο Μιαούλης δεν εφάρμοζε την διαδεδομένη ποινή των παρά μία τεσσαράκοντα, δεν τιμωρούσε δηλαδή δια μαστιγώσεως τους ανυπότακτους αρβανίτες ναύτες. Οι ανταρσίες των πληρωμάτων έγιναν αιτία μεγάλων συμφορών για τους επαναστάτες, σε όλα τα επίπεδα.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, στα 1826, εστάλη στην Αμερική ένας Γάλλος στρατηγός του ιππικού ονομαζόμενος Παλεμάν, ο οποίος, αν και δε χαμπάριαζε τίποτα από από ναυτική τέχνη, ανέλαβε να παραγγείλει δυο φρεγάτες για λογαριασμό της Ελληνικής κυβέρνησης, του Κουντουριώτη και της παρέας του δηλαδή. Η τιμή των πολεμικών πλοίων ορίστηκε σκανδαλωδώς στις 160.000 λίρες, οι δε ληστρικοί οίκοι που ανέλαβαν την κατασκευή τους απαίτησαν εν ψυχρώ τα διπλά και με πολλές καθυστερήσεις άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία. Επειδή μάλιστα ο ένας πήγαινε για φούντο, οι αντιπρόσωποι Παλεμάν και Κοντόσταυλος αρκέστηκαν να παραλάβουν μόνο τη μια φρεγάτα, που ονομάστηκε «Ελλάς» και κατέπλευσε στην Ελλάδα στα τέλη του 1826.
Αμέσως μετά την επίσημη πρόσληψη του ναυάρχου Κόχραν, ανέβηκαν οι χρηματιστηριακές τιμές των ελληνικών χρεογράφων στο Λονδίνο και κερδοσκόπησαν οι γνωστοί έμποροι Ρίκορντ. Ο μεγάλος εκείνος θαλασσόλυκος, γράφει ο Μπαρτόλδυ, τσέπωσε 37.000 λίρες και κλείστηκαν γι’ αυτόν σ’ ένα ναυπηγείο αντί υπερόγκων τιμών έξι συφοριασμένα και βραδυκίνητα ατμόπλοιο, που τάχε παραγγείλει η Αιγυπτιακή κυβέρνηση και αρνήθηκε να τα παραλάβει εξ αιτίας της κακής κατασκευής τους. Υποβρύχια να γέρνουν και άρματα χωρίς ανταλλακτικά δεν είχαμε ακόμα, ωστόσο τις ιστορικές αναλογίες με το σήμερα μπορεί να τις κάνει ο καθένας. Ο Μπαρτόλδυ αναφέρει ακόμη ότι ”περισσότερο το όνομα του Μπάιρον, παρά κάθε άλλη εγγύηση, όπως ο λόγος της κυβερνήσεως και η υποθήκευση των εθνικών κτημάτων, των τελωνείων, αλυκών και ιχθυοτροφείων, είχε κάνει τους Άγγλους ν’ ανοίξουν το πουγγί τους”. Όπως είναι γνωστό, οι λίρες των δανείων πυροδότησαν εμφύλιες διαμάχες μεγάλης έκτασης και τελικά μάλλον ζημιά έφεραν στον επαναστατικό Αγώνα των Ελλήνων. Ντόπιοι και ξένοι πλούτισαν σε βάρος της πατρίδας, ενώ η Επανάσταση κινδύνευε θανάσιμα ανά πάσα στιγμή από τις δυνάμεις του Σουλτάνου.
Tα αγγλικά δάνεια
Κείμενο: Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ
eranistis.net