Στις κάλπες προσέρχονται σήμερα οι κάτοικοι των δύο πλουσιότερων ιταλικών περιφερειών, της Λομβαρδίας και του Βένετο για να αποφασίσουν αν θέλουν μεγαλύτερη αυτονομία από τη Ρώμη σε μια περίοδο που η άνοδος των αποσχιστικών κινημάτων ανά την υφήλιο είναι εμφανής.
Αν και τα δημοψηφίσματα δεν είναι νομικώς δεσμευτικά, ένα ηχηρό «Ναι» θα δώσει στους επικεφαλής των δύο γειτονικών περιφερειών έναν πρόσθετο μοχλό πίεσης για να διεκδικήσουν στις διαπραγματεύσεις με τη Ρώμη μεγαλύτερο μερίδιο από τα φορολογικά έσοδα και περισσότερες εξουσίες σε τομείς όπως η ασφάλεια, το μεταναστευτικό, η εκπαίδευση και το περιβάλλον.
Ο περιφερειάρχης της Λομβαρδίας, Ρομπέρτο Μαρόνι χαμήλωσε τον πήχη των προσδοκιών λέγοντας ότι θα είναι ευχαριστημένος αν προσέλθει στις κάλπες το 34% των 7,5 εκατομμυρίων ψηφοφόρων της περιφέρειας, δηλαδή το ίδιο ποσοστό που είχε δώσει το παρών σε εθνικό επίπεδο το 2001 σε δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση.
Στο Βένετο η προσέλευση θα πρέπει να πιάσει το 50% + μία ψήφο από τα 3,5 εκατομμύρια των ψηφοφόρων για να έχει το δημοψήφισμα κάποια αντίκρυσμα.
Αν και τα δύο δημοψηφίσματα -τα οποία ενέκρινε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας- δεν επιδιώκουν την ανεξαρτησία, η επιδίωξη αυτονομίας συνιστά ισχυρή απειλή για την κεντρική εξουσία στη Ρώμη, καθώς το Βένετο και η Λομβαρδία αντιπροσωπεύουν το 30% του ιταλικού ΑΕΠ και το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος της χώρας.
Οι δύο περιοχές κυβερνώνται από την «σκληρή» δεξια, αντιμεταναστευτική Λέγκα του Βορρά. Τα δημοψηφίσματα στηρίζουν ακόμη η Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και το Κίνημα 5 Αστέρια του Μπέπε Γκρίλο, ενώ το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα κάλεσε τους ψηφοφόρους του να απόσχουν.
Αναλυτές εκτιμούν ότι από τα σημερινά δημοψηφίσματα θα διαφανεί σε κάποιο βαθμό η τάση του εκλογικού σώματος ενόψει των εθνικών εκλογών της ερχόμενης άνοιξης, με τον Μπερλουσκόνι να λέει ότι θα καταστήσει την αυτονομία στόχο για όλες τις περιφέρειες της Ιταλίας.
Οι διαφωνούντες με τη διενέργεια των δημοψηφισμάτων επισημαίνουν ότι δεν είναι νομικά δεσμευτικά, ότι δεν χρειάζονται για να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την αυτονομία των δύο περιοχών, ενώ τονίζουν το κόστος της διοργάνωσής τους. Αλλά οι υπέρμαχοι του «Ναι» αξιοποιούν τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, χαρακτηρίζοντάς την προσπάθεια «καταστολής» από μια αντιδημοκρατική ελίτ στη Ρώμη -όπως έκαναν κι οι Καταλανοί αυτονομιστές, αλλά και οι θιασώτες του Brexit στο δημοψήφισμα του 2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το ιταλικό Σύνταγμα αναγνωρίζει διάφορους βαθμούς αυτονομίας σε πέντε περιφέρειες της Ιταλίας, λόγω του ειδικού τους status: στη γερμανόφωνη σε μεγάλο βαθμό περιφέρεια του Τρεντίνο-Άλτο Άντιτζε, στη γαλλόφωνη Αόστα, στις νησιωτικές περιφέρειες της Σαρδηνίας και της Σικελίας και στην περιφέρεια Φρίουλι-Βενέτσια Τζούλια λόγω της γεωγραφικής της θέσης στη μεθόριο με την πρώην κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε αρνηθεί δύο φορές στην περιφέρεια του Βένετο το δικαίωμα να διεξάγει δημοψήφισμα για αυτονομία πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, που επέτρεψε στις 15 ιταλικές περιφέρειες να επιδιώξουν την αυτονομία.
Τα δημοψηφίσματα στο Βένετο και τη Λομβαρδία είναι τα πρώτα όπου ζητείται η λαϊκή ετυμηγορία, ενώ η Εμίλια Ρομάνια, που κυβερνάται από την Κεντροαριστερά, ξεκίνησε πρόσφατα διάλογο με τη Ρώμη για μεγαλύτερη αυτονομία χωρίς να προηγηθεί δημοψήφισμα.