Το αξίωμα και η διακονία του κλήρου υπάρχει στην Εκκλησία «θείω δικαίω» και όχι από ανθρώπινη επινόηση. Διότι «αυτός ο Χριστός έδωσε στην Εκκλησία Του άλλους δε προφήτες, άλλους δε ευαγγελιστές, άλλους δε ποιμένες και διδασκάλους, προς τον σκοπό του να καταρτίζονται οι χριστιανοί και να επιτελείται το έργο της διακονίας, με το οποίο οικοδομείται το Σώμα του Χριστού» (Εφεσ. Δ’ 11-12).
Σχολιάζοντας το χωρίο αυτό ο αείμνηστος Καθηγητής Π.Ν. Τρεμπέλαςεπισημαίνει ότι είναι δικαίωμα του Χριστού η εγκατάσταση των διαφόρων διακόνων στην Εκκλησία Του. Επιπλέον η πραγματικότητα αυτή φανερώνει τη στοργική πρόνοια του Χριστού για το μυστικό σώμα Του, την Εκκλησία. Και γράφει: «Η μεγάλη δωρεά, την οποίαν ο Κύριος εχορήγησεν εις την Εκκλησίαν του μετά την Ανάληψίν Του, υπήρξεν η διακονία της συνδιαλλαγής και ειρηνεύσεως των εις την Εκκλησίαν εντασσομένων μελών μετά του επουρανίου Πατρός. Προς επιτυχή δε περαίωσιν ταύτης έδωκεν εις την Εκκλησίαν διαφόρους διακόνους, άλλους μεν καθ’ όλως έκτακτον τρόπον κληθέντας εις ύψιστα εν αυτή αξιώματα, και τοιούτοι υπήρξαν οι απόστολοι, οι προφήται και οι ευαγγελισταί, άλλους δε κατά κοινόν και συνήθη τρόπον εις υψηλάς και τούτους διακονίας, αλλ’ εν στενωτέρα σφαίρα και ουχί μετά της αυτής δικαιοδοσίας διεξαγομένας και ούτοι είναι οι ποιμένες και διδάσκαλοι.
Η εγκατάστασις λοιπόν των διαφόρων διακόνων εν τη Εκκλησία είναι προνόμιον και δικαίωμα του Χριστού. Οι εγκατεστημένοι δε και πρότερον και νυν εν τη Εκκλησία διάκονοι κατ’ ευδοκίαν ή κατ’ ανοχήν, ή και κατά παραχώρησιν του Κυρίου της Εκκλησίας είναι εγκατεστημένοι. Ο Χριστός δε αναμφισβήτως αγαπά την Εκκλησίαν αυτού ως ίδιον αυτού σώμα, προνοεί περί ταύτης και δεν παύει ενεργών προς οικοδομήν αυτής. Εάν δε παραχωρεί και ανάξιοι ποιμένες να επιβαίνουν της ποίμνης του, δεν γίνεται τούτο εξ αδιαφορίας και ουχί άνευ δικαιοσύνης. Όταν τα ποίμνια κοιμώνται και δεν εισχωρεί εις τα ώτα των η γλυκεία και ιλαρά φωνή των καλών ποιμένων, δίκαιον είναι να περιέλθουν εις χείρας ποιμένων ολιγώτερον στοργικών».
Επομένως, στα χρόνια της Καινής Διαθήκης η Ιεραρχία θεμελιώνεται από αυτόν τον Χριστό, κανονίζεται από τους Αποστόλους και συστηματοποιείται από την Εκκλησία. Έτσι ο Χριστός εκλέγει τους 12 Αποστόλους, οι οποίοι είναι πλησιέστερα προς Αυτόν και επέχουν θέση επισκόπων. Εκλέγει και τους 70 Αποστόλους, οι οποίοι είναι κατά κάποιο τρόπο λίγο απομακρυσμένοι απ’ Αυτόν και οι οποίοι μπορούμε να πούμε ότι επέχουν θέση ιερέων.
Στους Αποστόλους βλέπουμε ότι ο απ. Παύλοςχειροτονεί πρεσβυτέρους (ιερείς) στη Μ. Ασία: «Αφού δε με την χειροθεσία και τις ευχές εγκατέστησε πρεσβυτέρους σε μια εκάστη Εκκλησία» (Πραξ. ΙΔ’ 23).
Ο Χριστός ιδρύει τον κλήρο
Έτσι ο Χριστός ιδρύει τον ιερό κλήρο, τάξη δηλαδή ιδιαίτερη μεταξύ των χριστιανών, για να διδάσκει τους πιστούς, να επιτελεί τα Μυστήρια και να διοικεί την Εκκλησία. Τότε εκπληρώνει ο κλήρος και την ιερή αποστολή του ανάμεσα στους υπόλοιπους χριστιανούς.
Οι βαθμοί του κλήρου είναι τρεις: Του αρχιερέα, που είναι η ορατή κεφαλή και το κέντρο της Εκκλησίας, από τον οποίο απορρέουν οι σχετικές ενέργειες της Εκκλησίας, του ιερέα, που τελεί όλα τα Μυστήρια εκτός της Ιεροσύνης, και του διακόνου, που υπηρετεί τον αρχιερέα και τους ιερείς σ’ όλα τα Μυστήρια.
Εάν δε παρατηρήσει κανείς και στους διαδόχους των Αποστόλων, οι οποίοι ονομάζονται αποστολικοί Πατέρες, θα δει καθαρά ότι έχουμε τρεις βαθμούς ιεροσύνης.
Ναι. Οι βαθμοί της ιεροσύνης είναι τρεις. Για διοικητικούς όμως λόγους δίδονται και μερικοί τίτλοι. Όπως οικονόμος, πρωτοπρεσβύτερος, αρχιμανδρίτης. Στους αρχιερείς ο τίτλος του Μητροπολίτου και του Πατριάρχου. Υπεράνω των αρχιερέων υπάρχουν οι Σύνοδοι. Και υπεράνω των Συνόδων οι Οικουμενικοί Σύνοδοι, οι οποίες κανονίζουν τα δόγματα της Εκκλησίας, όσο και τη διοίκηση αυτής.
Οι κληρικοί εγκαθίστανται ως τελετουργοί με τις χειροτονίες. Χορηγείται ειδική χάρη σ’ αυτούς για να εξαγιάζουν το λαό. Η Χάρη αυτή δόθηκε από τον Χριστό στους Αποστόλους και διά μέσου αυτών και των διαδόχων τους χορηγείται σ’ όλους τους κληρικούς. Και κανείς δεν μπορεί να γίνει ιερέας μόνος του, είτε με διορισμό πολιτικής εξουσίας να εγκατασταθεί. Γι’ αυτό λέγει η Αγία Γραφή: «Κανείς δεν λαμβάνει μόνος του και από τον εαυτό του την υψηλή τιμή της αρχιερωσύνης, αλλά λαμβάνει αυτή, όταν καλείται από τον Θεό» (Εβρ. Ε’ 4).
Ο αποστολικός Πατέρας Ιγνάτιος ο θεοφόρος, ο οποίος ήταν επίσκοπος Αντιοχείας και ο οποίος μαρτύρησε στη Ρώμη, γράφει τα εξής σχετικά: «Τω αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισίν, και τοις ιερεύσιν ίδιος τόπος προτέτατκται, και τοις λευΐταις ίδιαι διακονίαι επίκεινται. Ο λαϊκός δε άνθρωπος τοις λαϊκοίς πράγμασι δέδεται». Κατόπιν δε κανονικώς βλέπουμε τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης απαραλλάκτως όπως σήμερα.
Πηγή: «Η Εκκλησία, η αήττητη Βασιλεία», Αρχιμ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης, Αθήνα – Νοέμβριος 2007