Πίσω από τις μαγευτικές εικόνες των τοπίων και των τουριστικών ατραξιόν, τα πιο ειδυλλιακά μέρη στον πλανήτη πολλές φορές μπορεί να κρύβουν θλιβερά μυστικά, πόνο, αίμα ακόμα και τραγωδίες που δύσκολα μπορεί αν τις χωρέσει ο νους του ανθρώπου.
Σε αυτό το πλαίσιο και με τέτοιους όρους η κατά τα άλλα μαγευτική εξοχή και τα δάση της Βαυαρίας, λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από το Μόναχο, η περιοχή Γκρόμπερν, έκρυβε για ημέρες ένα αιματηρό μυστικό και μία στυγερή δολοφονία η οποία συντάραξε τη Γερμανία. Σχεδόν 100 χρόνια μετά από τα τρομακτικά γεγονότα της φάρμας Χιντερκάιφεκ και τη σφαγή της οικογένειας Γκρούμπερ, η υπόθεση παραμένει ακόμα άλυτη.
Μέσα στο δάσος ήταν η φάρμα και το σπίτι που έμενε η οικογένεια, μεταξύ των πόλεων Ίνγκολσταντ και Σρομπενχάουζεν. Το ανδρόγυνο Αντρέας και Καθίλια, η μεσαία και χήρα κόρη τους, Βικτώρια καθώς και τα δύο τους εγγόνια Καθίλια και Τζόσεφ ήταν οι ένοικοι του μεγάλου αγροκτήματος.
Οι τοξικές σχέσεις του ζευγαριού και η πρώτη περίεργη απώλεια
Ο Αντρέας ήταν ένας άντρας βίαιος και με σεξουαλικές επιθυμίες που αφορούσαν την κόρη του Βικτώρια τις οποίες δεν μπορούσε να ελέγξει και μάλιστα του είχαν στοιχίσει την ελευθερία του όπως και της νεαρής γυναίκας. Η υπερσυντηρητική τοπική κοινωνία δεν μπορούσε να δεχτεί την αιμομιξία. Θρυλείται μάλιστα πως το μικρότερο αγόρι της οικογένειας ο δίχρονος Τζόσεφ ήταν καρπός αυτού του «διεστραμμένου έρωτα» όπως τον χαρακτήρισαν τα δικαστήρια.
Ο Αντρέας συχνά χτυπούσε την γυναίκα του ενώ ήταν εμμονικός με την κόρη του Βικτώρια στην οποία είχε απαγορέψει να ξαναπαντρευτεί όταν ο σύζυγός της απεβίωσε. Ήθελε να είναι στο σπίτι ώστε να μπορεί να την έχει κοντά του. Το ίδιο έκανε κατά καιρούς και με τις γυναίκες που είχαν στο σπίτι για να βοηθά με τα παιδιά και τις δουλειές. Εκείνος είχε ως κύρια ασχολία τα ζώα.
Το 1921 όμως ήταν που τα πράγματα άρχισαν να γίνονται περίεργα στη φάρμα. Η γυναίκα που έμενε μέχρι εκείνη την στιγμή στο σπίτι έφυγε ξαφνικά πανικόβλητη και κατατρομαγμένη όταν, όπως ισχυρίστηκε, άκουσε περίεργους θορύβους και βήματα στην σοφίτα.
Οι πατημασιές στο χιόνι που οδήγησαν στη στυγερή δολοφονία
Έξι μήνες μετά τους ισχυρισμούς της οικιακής βοηθού και μόλις μία δυνατή χιονοκαταιγίδα είχε περάσει από την περιοχή ο πατέρας της οικογένειας παρατήρησε κάποιες πατημασιές στο χιόνι οι οποίες ξεκινούσαν από το δάσος και σταματούσαν στο σπίτι. Το περίεργο ήταν ότι μετά από έναν έλεγχο δεν βρέθηκαν πατημασιές που θα έκαναν την αντίθετη διαδρομή.
Στις 30 Μαρτίου μία εφημερίδα, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσαν οι Γκρούμπερ, βρέθηκε στο κατώφλι της πόρτας. Ένα ζευγάρι κλειδιά επίσης έλειπαν από το συρτάρι που τα φύλαγαν. Η Βικτώρια επίσης έκανε μία μεγάλη ανάληψη χρημάτων χωρίς να πει στους γονείς της γιατί προχώρησε σε αυτή την πράξη, αδειάζοντας τελείως τον τραπεζικό της λογαριασμό.
Την επόμενη μέρα η νέα οικιακή βοηθός έφτασε στο σπίτι. Ήταν η τελευταία φορά που κάποιος την είδε ζωντανή. Μαζί με τους Γκρούμπερ των οποίων τα ίχνη χάθηκαν.
Στις 4 Απριλίου οι κάτοικοι της περιοχής έβλεπαν την αλληλογραφία της οικογένειας να μαζεύεται σε στοίβες έξω από την πόρτα και τότε οι υποψίες άρχισαν να εντείνονται. Μέχρι που ξεκίνησαν επισήμως οι έρευνες και τότε έγιναν οι ανακαλύψεις που πάγωσαν το αίμα όλων.
Ο Αντρέας, η γυναίκα του, η Βικτώρια και το μεγαλύτερο εγγόνι η Καθίλια βρέθηκαν κατακρεουργημένοι στον αχυρώνα το ένα πάνω στο άλλο μέσα σε μία λίμνη αίματος. Ο μικρός Τζόσεφ και η Μαρία η οικιακή βοηθός βρέθηκαν επίσης άγρια δολοφονημένοι στα δωμάτια τους, πάνω στα κρεβάτια τους.
Όλοι τους είχαν ένα χτύπημα στο κεφάλι με ένα σκεπάρνι. Το χτύπημα ήταν ακριβείας και θανάσιμο.
Οι νεκροψίες και τα ευρήματα που παγώνουν το αίμα
Την επομένη μέρα οι αρχές έκαναν τις νεκροψίες στα πτώματα αφού μετέφεραν και τους δύο νεκρούς από το σπίτι. Για να πραγματοποιηθεί η διαδικασία αποκεφάλισαν τα σώματα και με κάποιο τρόπο που δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί τα κεφάλια… χάθηκαν. Ως εκ τούτου οι ταφές πραγματοποιήθηκαν με τα σώματα να είναι ακέφαλα.
Όταν οι αστυνομικοί μίλησαν με μάρτυρες και γείτονες για να μπορέσουν να συνδέσουν τους κρίκους της αλυσίδας των γεγονότων αποφάνθηκαν πως οι φόνοι είχαν γίνει μέρα Παρασκευή και ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι «ζούσαν» το σπίτι μέρες μετά την αποτρόπαια πράξη τους.
Οι γείτονες ανέφεραν πως έβλεπαν καπνό να βγαίνει από την καμινάδα το σαββατοκύριακο μετά τους φόνους, ενώ τα πάντα ήταν στην θέση τους και στην εντέλεια. Φαγητό είχε μαγειρευτεί στους φούρνους ενώ και τα ζώα ήταν ταϊσμένα και επιμελημένα σαν να μιλούσαμε για μία καθημερινή μέρα.
Από εκεί και πέρα πολλές θεωρίες άρχισαν να κυκλοφορούν μέσα στα χρόνια για το τι πραγματικά συνέβη τη μέρα του φόνου στην φάρμα Χιντερκάιφεκ. Καμία δεν επιβεβαιώθηκε και η υπόθεση μέχρι και τώρα παραμένει ανεξιχνίαστη.
Οι αρχές θεώρησαν ως τον κύριο ύποπτο της δολοφονίας έναν γείτονα τον Λόρεντζ Σλιτενμπάουερ, για τον οποίο φήμες μιλούσαν πως είχε σχέση με την Βικτώρια και πως αυτός ήταν ο πραγματικός πατέρας του Τζόσεφ. Κανένα στοιχείο δεν τον έδεσε με τους φόνους παρόλο που αρκετοί άφησαν υπόνοιες πως τον είχαν δει να μπαινοβγαίνει στην περίφημη σοφίτα του σπιτιού αλλά και στον αχυρώνα.
Κατά την πάροδο των χρόνων ανάλογα με το πού ήθελαν οι εκάστοτε αστυνομικοί και ερευνητές να στοχεύσουν αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες. Η τελευταία που εξετάστηκε ήταν πως η δολοφονία όλων των ενοίκων της φάρμας πραγματοποιήθηκε από μία ομάδα κατοίκων της ευρύτερης περιοχής (η οποία ήταν υπερσυντηρητική και καθολική) οι οποίοι δεν μπορούσαν να δεχτούν πως τέτοια «ειδεχθή παρά φύση εγκλήματα» λάμβαναν χώρα μεταξύ των Γκρούμπερ. Έτσι σκηνοθέτησαν την δολοφονία των «σατανάδων με ανθρώπινο πρόσωπο».
Το 2007 ήταν η τελευταία φορά που άνοιξε ο φάκελος του φρικιαστικού εγκλήματος της φάρμας. Ωστόσο δέκα χρόνια μετά κανένας δεν έχει καταφέρει να δώσει μία πειστική απάντηση για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι δολοφονίες πραγματοποιήθηκαν, καθώς και μία εξήγηση για όσα φαίνεται πως συνέβησαν στο σπίτι ενώ όλα τα μέλη της οικογένειας Γκρούμπερ κείτονταν νεκρά.
https://youtu.be/opDJJJ-kCgk