
Χαμηλοί μισθοί και υποστελέχωση έχουν δημιουργήσει ένα δύσκολο περιβάλλον για τους επαγγελματίες στο χώρο της υγείας.
Ολοένα και αυξάνονται οι τάσεις πρόωρης συνταξιοδότησης στον ευαίσθητο κλάδο των νοσηλευτών, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα στον τομέα της υγείας. Ειδικά οι νέοι νοσηλευτές έχουν γυρίσει την πλάτη τους στις υπηρεσίες υγείας και ιδιαιτέρως στα νοσοκομεία, όπου οι αιτήσεις για μετατάξεις σε άλλους κλάδους πέφτουν «βροχή».
Οι λανθασμένες πολιτικές υγείας κατόρθωσαν να μετατρέψουν το νοσηλευτικό επάγγελμα από επάγγελμα επιλογής σε επάγγελμα αποστροφής πολλούς» ανέφερε μιλώντας στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία Μιχάλης Γιαννάκος. «Είναι πραγματικά λυπηρό να αποχωρούν από τα νοσοκομεία νοσηλευτές με είκοσι χρόνια προϋπηρεσίας διότι έχουν εξουθενωθεί από το επισφαλές εργασιακό περιβάλλον, το οποίο καθημερινά τους καταρρακώνει σωματικά και ψυχικά. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των νοσηλευτών δεν υπάρχει ούτε προσωπική αλλά ούτε και κοινωνική ζωή, καθώς οι αλλεπάλληλες και εξαντλητικές βάρδιες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο ξεκούρασης», προσθέτει ο ίδιος, θέλοντας να καταδείξει το μέγεθος του προβλήματος.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΠΟΕΔΗΝ οι μακροχρόνιες αναρρωτικές άδειες λαμβάνονται κατά κόρον πλέον, τα αυτοάνοσα νοσήματα και οι ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές επίσης «σαρώνουν», ενώ το ποτήρι για πολλούς «ξεχειλίζει» μετά από κάθε επεισόδιο που εκδηλώνεται με πολίτες να επιτίθενται σε βάρος τους.
Πλέον από τους 1.578 νοσηλευτές που αποφοιτούν κάθε χρόνο από τα πανεπιστημιακά τμήματα δεν επαρκούν για να στελεχώσουν τις υπηρεσίες υγείας, για τρεις λόγους. είτε αποχωρούν για το εξωτερικό, είτε επιλέγουν να εργάζονται ως αναπληρωτές σχολικοί νοσηλευτές, είτε επιλέγουν να αλλάξουν επάγγελμα. Το αποτέλεσμα είναι να απομένει περίπου ένα 30% των διαθέσιμων νοσηλευτών που επιλέγει να εργαστεί στις υπηρεσίες υγείας.
Τα τελευταία τρία χρόνια έφυγαν από τις δομές περισσότεροι από 1.500 νοσηλευτές οι οποίοι, είτε εργάζονταν ως μόνιμοι είτε με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, παραιτήθηκαν για να απασχοληθούν σε άλλα επαγγέλματα.
Χαμηλοί μισθοί, υποστελέχωση και υπερεργασία
«Οι χαμηλοί μισθοί, η τραγική υποστελέχωση, η μη ένταξη των υπηρετούντων νοσηλευτών που διορίστηκαν πριν από το 2011 στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, το υψηλό συνταξιοδοτικό όριο των 67 ετών, σε συνδυασμό με τις διαχρονικές παθογένειες του Εθνικού Συστήματος Υγείας, λειτουργούν ως αντικίνητρα τόσο για να παραμείνουν οι νοσηλευτές στις υπηρεσίες υγείας όσο και για να εισέλθουν νέοι νοσηλευτές στον χώρο», σχολιάζει επίσης ο κ. Γιαννάκος.
Στην Ελλάδα ο μισθός του νοσηλευτή υπάγεται στο ενιαίο μισθολόγιο, όπως όλοι οι Δημόσιοι Υπάλληλοι, ξεκινάει δηλαδή σύμφωνα και με τις αυξήσεις από 01/01/2024 από 1.162€ για τους Π.Ε. και 1.107€ σε μικτές αποδοχές. Στο εξωτερικό οι μισθοί σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συναδέλφων μας ξεκινούν από 2.000€, μαζί με πολλές διευκολύνσεις, όπως στέγαση, διατροφή κ.λπ.
Επίσης οι προσλήψεις μόνιμων νοσηλευτών γίνονται μέσω ΑΣΕΠ και καθυστερούν δραματικά. Το 2021 είχαν προκηρυχθεί 3.720 θέσεις νοσηλευτικού προσωπικού και η διαδικασία ολοκληρώθηκε πρόσφατα. Ακολούθησε δεύτερη προκήρυξη το 2024 για 817 θέσεις.
Στις προκηρύξεις αυτές δηλώνουν συμμετοχή και μόνιμοι νοσηλευτές που επιθυμούν να αλλάξουν νοσοκομείο αλλά και συμβασιούχοι οι οποίοι θέλουν να μονιμοποιηθούν.
Το πρόβλημα της έλλειψης νοσηλευτών είναι επιτακτικό και επείγον. Η Ελλάδα κατέχει έναν από τους χαμηλότερους παγκοσμίως δείκτες ποσόστωσης νοσηλευτών σε σχέση με τον πληθυσμό. Η αναλογία φτάνει το 3,8 ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 9,2 ανά 1.000 κατοίκους
Γυναίκες νοσηλεύτριες: Μία σκληρή πραγματικότητα
Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ), στα νοσηλευτικά ιδρύματα, τα Κέντρα Υγείας και το ΕΚΑΒ, οι γυναίκες εργαζόμενες αποτελούν το 60% του προσωπικού. Παρά την καθοριστική συμβολή τους, έρχονται αντιμέτωπες με εξαντλητικά ωράρια, χαμηλές αμοιβές και επισφαλείς συνθήκες εργασίας.
Μία ή δύο νοσηλεύτριες συχνά καλούνται να φροντίσουν 30-40 ασθενείς σε μια βάρδια, ενώ οι εφημερίες των γυναικών γιατρών είναι συνεχείς, χωρίς διαλείμματα.
Μελέτες και εκθέσεις διεθνών οργανισμών, όπως ο ΠΟΥ και ο ΟΟΣΑ, καταδεικνύουν ότι ακόμη και σήμερα, οι γυναίκες κατέχουν λιγότερες διευθυντικές θέσεις στα νοσοκομεία και στις υγειονομικές υπηρεσίες, ενώ οι ευθύνες της οικογένειας συχνά βαραίνουν περισσότερο τις ίδιες, επηρεάζοντας την επαγγελματική τους εξέλιξη.
Τα αιτήματα της ΠΟΕΔΗΝ περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: Αυξήσεις στους μισθούς. Ίση αμοιβή για ίση εργασία. Επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού και δώρων, μαζικές προσλήψεις, δημόσιους βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλα τα παιδιά και δημόσιες προνοιακές μονάδες για ευπαθείς ομάδες και κέντρα αποκατάστασης.
Τέλος, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι γυναίκες αντιπροσώπευαν πάνω από το 70% του συνολικού εργατικού δυναμικού στις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Παρόλα αυτά, εξακολουθούν να είναι λιγότερο παρούσες σε διοικητικές θέσεις και να αμείβονται χαμηλότερα από τους άνδρες συναδέλφους τους.