Η Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1940, ήταν μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα.
Οι Αθηναίοι έβαλαν τα καλά τους και οι Αθηναίες στολίστηκαν για να κάνουν την καθιερωμένη βόλτα στο Ζάππειο, τον Βασιλικό Κήπο η το Φάληρο.
Η κοινωνική και καλλιτεχνική ζωή της εποχής ήταν έντονη.
Θεατρικές πρεμιέρες, στο Εθνικό θέατρο (ο έμπορος της Βενετίας) όπερα του Πουτσίνι, και μεγαλειώδης παράσταση στο θέατρο Κοτοπούλη (μαντάμ Μποβαρυ).
Το μεσημέρι τα γήπεδα ποδοσφαίρου αρχίζουν να γεμίζουν.
Μια μέρα πριν από την 28η Οκτωβρίου του 1940, ξεκινά για 15η χρονιά το Κύπελλο Πόλεων, ένα ιδιότυπο πρωτάθλημα στο οποίο δεν αγωνίζονται μεταξύ τους ομάδες αλλά μικτές ολόκληρων πόλεων, όπως αναφέρει η militaire.gr.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της ομάδας της Αθήνας, που στην ίδια ενδεκάδα συμμετέχουν παίκτες του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον Πειραιά, με τον Ολυμπιακό και τον Εθνικό. Στις 27 Οκτωβρίου λαμβάνουν χώρα δύο αναμετρήσεις. «Αθήναι – Βόλος 6-0» και «Πάτραι – Πειραιεύς 1-3».
Σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις των εφημερίδων, ο καιρός είναι ηλιόλουστος με τους φιλάθλους των ομάδων να προσέρχονται στα γήπεδα σε Αθήνα και Πάτρα αντίστοιχα.
Μόνο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, σύμφωνα με τις πληροφορίες από την εφημερίδα «Ακρόπολις», ο κόσμος που συγκεντρώνεται ξεπερνά τους 5 χιλιάδες.
Ο «προκαθήμενος» της ελληνικής κουζίνας Νικόλαος Τσελεμεντές γράφει εκείνη τη μέρα στη στήλη του «Οικιακή Οικονομία» στην εφημερίδα «Έθνος» για «ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που απασχολούν κάθε οικοκυράν κατά τας πολεμικάς αυτάς ημέρας».
Για το πώς θα αντικατασταθεί η ζάχαρη δηλαδή, η οποία αρχίζει να εξαφανίζεται σιγά-σιγά από την αγορά.
Ο αρχιμάγειρας παρατηρεί πως «το ζήτημα της αντικαταστάσεως της ζακχάρεως» λύνεται εύκολα «με τα παράγωγα της σταφίδος μας, καθώς και με το θαυμάσιο και παγκοσμίου φήμης μέλι μας».
Ο ΜΠΡΙΤΖ ΤΟΥ ΙΤΑΛΟΥ ΠΡΕΣΒΗ
Το κλίμα ήταν ήδη πολεμικό και αυτό φαίνεται από τα πρωτοσέλιδα του Τύπου.
Στην Αθήνα ωστόσο κυριαρχεί μια ηρεμία καθώς οι πολίτες θέλουν να απομακρύνουν τις σκέψεις ενός ενδεχόμενου πολέμου με την Ιταλία, και να γευτούν τις χαρές μια ανέμελης ζωής.
Τριγύρω όλα όμως μυρίζουν μπαρούτι!
Το απόγευμα της Κυριακής και καθώς νυχτώνει μια σκιά απλώνεται παντού.
Η κίνηση στους δρόμους ερημώνει και μόνο στη πλατεία Κοτζια οι κοσμικοί θεατρόφιλοι συρρέουν στο Εθνικό (Βασιλικό) θέατρο να απολαύσουν τον «έμπορο της Βενετίας» με τις κορυφαίες πρωταγωνίστριες Μαρία Αλκαίου και Ελένη Παπαδάκη.
Την ίδια ώρα ο Ιταλός πρέσβης κόμης Γκράτσι, έχοντας πάρει από την Ρώμη, την επιστολή προς τον Μεταξά με την οποία κηρύσσεται ο πόλεμος, προσπαθεί να μείνει απαθής και ήρεμος και να μη προδώσει τα συναισθήματα του.
Λίγο νωρίτερα παρίστανε τον ψύχραιμο, καθώς οι υπάλληλοι της ιταλικής πρεσβείας αποκρυπτογραφούσαν το τελεσίγραφο που ερχόταν κομμάτι-κομμάτι από την Ιταλία και έπρεπε να επιδοθεί στον Μεταξά. Τραγική ειρωνεία;
Πάνω στο τραπέζι, πλάι στις σημαίες Ελλάδας και Ιταλίας, είχε τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση μια τούρτα που έγραφε «Viva La Grecia».
Ο Γκράτσι καθησύχαζε τις φήμες εκείνο το βράδυ και όταν είχε στα χέρια του το πλήρες κείμενο του τελεσιγράφου (που κατέφτανε κωδικοποιημένο και τμηματικά), πήγε για μπριτζ!
Για να ροκανίσει την ώρα δηλαδή μέχρι τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, όπου έπρεπε να δώσει το χαρτί στον Μεταξά.
Όπως είναι γνωστό, ο ιταλός πρεσβευτής πέρασε το βράδυ του στη φιλική οικία Βλαστού στη Βασιλίσσης Σοφίας με μπριτζ και αστεία.
Παρέα με μια ομήγυρη της κοσμικής Αθήνας.
Κάποια στιγμή, ξημερώματα, σηκώθηκε για να πάρει τον δρόμο προς Κηφισιά, για το σπίτι του Μεταξά.
Και πήγε με το αμάξι του στρατιωτικού ακολούθου του και όχι με τη λιμουζίνα για να μην εγείρει υπόνοιες.
Στο αρχοντικό του έλληνα δικτάτορα έφτασε κατά τις 3:00 τα ξημερώματα, 3 ώρες πριν εκπνεύσει το τελεσίγραφο, ξαφνιάζοντας τον Μεταξά με το ακατάλληλο της ώρας.
Η ΝΥΧΤΑ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΖΗΣΕ Ο ΣΕΦΕΡΗΣ
Ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφει γλαφυρά στο ημερολόγιο του το πώς έζησε εκείνη τη μεγάλη νύχτα.
Ως γνωστόν τον Οκτώβριο του 1936 διορίζεται πρόξενος στην Κορυτσά, όπου θα παραμείνει μέχρι τον Οκτώβριο του 1937 οπότε και μετατίθεται στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών:
«Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει.
Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις.
Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.
Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν.
Καθώς ετοίμαζα το
τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή.
Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο.
Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό . Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου.
Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη· πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου.
Η Μαρώ μού είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες…»