Στα τέλη του 1826 η κατάσταση των ηρωικών υπερασπιστών της Ακρόπολης ήταν απελπιστική. Οι βομβαρδισμοί και οι αρρώστιες μείωναν όλο και περισσότερο τον αριθμό τους. Η κυβέρνηση, συνειδητοποιώντας ότι αν πέσει η Ακρόπολη η επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα θα καταρρεύσει, ενίσχυσε το στρατόπεδο της Ελευσίνας, για να μπορέσει με κινήσεις αντιπερισπασμού να λύσει την πολιορκία της Ακρόπολης.
Στις 21 Ιανουαρίου του 1827, δύναμη από 2.000 άνδρες, με επικεφαλής τον ελληνογάλλο συνταγματάρχη Διονύσιο Βούρβαχη, αναχώρησε από την Ελευσίνα και στρατοπέδευσε στη Χασιά. Στο στρατιωτικό σώμα συμμετείχαν και οι οπλαρχηγοί Πανούτσος Νοταράς (1739-1848) και Βάσος Μαυροβουνιώτης (1797-1847), οι οποίοι πρότειναν να οχυρωθούν στην περιοχή και να αντιμετωπίσουν τον Κιουταχή με αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Αντίθετα, ο Βούρβαχης, με σημαντική εμπειρία στους ναπολεόντειους πολέμους, αντιπρότεινε μάχη εκ παρατάξεως στην πεδινή περιοχή του Καματερού.
Τελικά, επικράτησε η άποψη του Βούρβαχη, ο οποίος πήρε θέση στο Καματερό, ενώ οι Νοταράς και Μαυροβουνιώτης παρατάχθηκαν πιο πίσω, στις υπώρειες του Ποικίλου Όρους. Στις 27 Ιανουαρίου του 1827 εμφανίστηκε στην περιοχή ο Κιουταχής με 2.000 άνδρες και 600 ιππείς. Αμέσως όρμησε εναντίον του Βούρβαχη και σε λίγη ώρα κατέβαλαν την αντίστασή του. 300 από τους άνδρες του έπεσαν επί του πεδίου της μάχης, ανάμεσά τους και ο Βούρβαχης, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και μαζί με τους άνδρες του Νοταρά και του Μαυροβουνιώτη κατέφυγαν στη Σαλαμίνα.
Οι Έλληνες θα πάρουν το αίμα τους πίσω δυο μέρες αργότερα, στη Μάχη της Καστέλας. Μεσολάβησε το τελεσίγραφο του Κιουταχή προς τους πολιορκημένους της Ακρόπολης για άμεση παράδοση, που δεν έγινε δεκτό.