Ο δρόμος προς την μάχη του Βερολίνου στρώθηκε με το αίμα χιλιάδων νεκρών, που τερμάτισε την πιο μαύρη σελίδα της ανθρωπότητα, αλλά ήταν καλά οργανωμένος και μεθοδικός Η αρχή του τέλους για την ναζιστική πολεμική μηχανή είχε γραφτεί ένα χρόνο νωρίτερα, με την αντεπίθεση των Συμμάχων και την απόβαση στην κατεχόμενη Ευρώπη που αποτέλεσε ένα καίριο πλήγμα στις δυνάμεις του Άξονα, με τις απώλειες να είναι δυσβάστακτες.
Η απόβαση στη Νορμανδία της Γαλλίας έλαβε την κωδική ονομασία «Operation Neptune» και αποτέλεσε ένα μια ανορθόδοξη επιλογή για τις συμμαχικές δυνάμεις ανατρέποντας τις προβλέψεις των Γερμανών για απόβαση κοντά στο στενό της Μάγχης. Η D-Day, όπως ονομάστηκε η 6η Ιουνίου 1944, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη απόβαση όλων των εποχών και μια νικηφόρα έκβαση που συντέλεσε καθοριστικά για την έκβαση του πολέμου.
«Μάχη της Αθήνας»: Μία από τις σφοδρότερες αερομαχίες του Β’ Παγκοσμίου
Σχεδόν ένα χρόνο μετά και συγκεκριμένα στις 30 Απριλίου του 1945 η υπεροπλία του «κόκκινου στρατού», αποτελούμενου από 2.500.000 εκατ. άντρες 6.250 αρμάτων και αυτοκινούμενων πυροβόλων, 7.500 αεροσκαφών, 41.600 πυροβόλων και όλμων και 3.255 ρουκετοβόλων είχε φτάσει μια ανάσα από την γερμανική πρωτεύουσα και τον Χίτλερ, όπως γράφει ο Γιώργος Μαρής στο newsbomb.gr.
Οι Γερμανοί με αντιαεροπορικά και με οχυρώσεις προσπάθησαν να καθυστερήσουν τους Σοβιετικούς, οι οποίοι μετά από σκληρές μάχες, κατάφεραν να σπάσουν τη γερμανική αντίσταση και να περικυκλώσουν την πόλη μετά από τέσσερις ημέρες σφοδρών συγκρούσεων. Η αιματηρή μάχη μέσα στο Βερολίνο, μεταξύ του σοβιετικού στρατού και των υπερασπιστών της πόλης, ισοπέδωσε τη πρωτεύουσα της Γερμανίας. Κάθε δρόμος και σπίτι του Βερολίνου μετατράπηκε σε πεδίο μάχης για τους στρατιώτες των δυο πλευρών.
Ο Γερμανός δικτάτορας Αδόλφος Χίλτερ, πολιορκημένος και γεμάτος απόγνωση, αποσύρεται στο καταφύγιό του στο Μέγαρο της Καγκελαρίας. Στις 30 Απριλίου 1945 θα αυτοκτονήσει, μαζί με την ερωμένη του Εύα Μπράουν, την οποία είχε νυμφευτεί την προηγούμενη ημέρα. Σύμφωνα με τις οδηγίες του, τα σώματά τους αποτεφρώθηκαν.
Η ακτινογραφία της μάχης του Βερολίνου
Η πρώτη μέρα της μάχης
Παρά τα μέτρα των Σοβιετικών, οι Γερμανοί κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν ένα στρατιώτη τους στην πρώτη γραμμή, ο οποίος τους αποκάλυψε με λεπτομέρειες ότι η επίθεση των Σοβιετικών θα γινόταν στις 16 Απριλίου (καθώς και ότι οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν διαταγή να «καλλωπιστούν» και να πλυθούν πριν την επίθεση!). Μετά από αυτά, οι γερμανικές δυνάμεις μετακινήθηκαν έγκαιρα από την πρώτη γραμμή άμυνας στη δεύτερη, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τους Σοβιετικούς.
Ο Ρώσος Στρατάρχης Ζούκοφ με το επιτελείο του μετακινήθηκαν στο διοικητήριο του Τσουίκοφ, το οποίο είχε καλό οπτικό πεδίο στα Υψώματα, έτσι ώστε να παρακολουθούν την εξέλιξη της μάχης με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Στις 3:00 με 5:00 (ανάλογα με την περιοχή του μετώπου) τα ξημερώματα ξεκίνησε η μεγαλύτερη προπαρασκευή πυροβολικού στην ιστορία του πολέμου. 8.900 περίπου ρουκετοβόλα «Κατιούσα» (Katyusha) και κάθε είδους πυροβόλα άρχισαν να σφυροκοπούν την πρώτη γραμμή άμυνας των Γερμανών στα υψώματα του Ζέελοβ, ενώ η Ερυθρή Αεροπορία πραγματοποίησε 6.500 εξόδους. Το μπαράζ διήρκεσε περίπου μόνο μισή ώρα, ωστόσο ήταν τόσο σφοδρό ώστε στα νοτιοανατολικά προάστια του Βερολίνου, 60 χιλιόμετρα από το Ζέελοβ, τα σπίτια άρχισαν να τρέμουν, τα τηλέφωνα άρχισαν να κουδουνίζουν από μόνα τους και τα κάδρα έπεφταν από τους τοίχους. Το μπαράζ άλλαξε την εδαφική μορφολογία της περιοχής και διέλυσε τα χαρακώματα και τα οχυρά της πρώτης γραμμής άμυνας των Γερμανών, η οποία έπαψε πλέον να υφίσταται.
Παρά ταύτα, πρακτικά τα πλεονεκτήματα που προσέφερε στους επιτιθέμενους το μπαράζ ήταν αμελητέα. Οι γερμανικές απώλειες ήταν ελάχιστες, λόγω της εκκενώσεως της πρώτης αμυντικής γραμμής, και, ουσιαστικά, η «σφύρα» των Σοβιετικών έπεσε στο κενό. Επιπλέον, η δεύτερη γραμμή άμυνας των Γερμανών έμεινε σχεδόν άθικτη, ενώ το μαλακό έδαφος εμπόδιζε την κίνηση των σοβιετικών φαλάγγων εκτός οδικού δικτύου, με αποτέλεσμα να προκαλούνται συχνά χαοτικές συμφορήσεις. Η προπαρασκευή πυροβολικού ήταν τόσο σφοδρή, ώστε δημιούργησε πολλά εμπόδια στους επιτιθέμενους, όπως κρατήρες και ερείπια. Έτσι, συν τοις άλλοις τα αντιαρματικά και πυροβόλα και το μεραρχιακό πυροβολικό αδυνατούσαν να ακολουθήσουν το πεζικό και οι εκκαθαρίσεις των ναρκοπεδίων δεν ήταν αποτελεσματικές, γεγονός που θα προκαλούσε μεγάλες απώλειες στους Σοβιετικούς. Με το πέρας της προπαρασκευής, ο Ζούκοφ έδωσε εντολή να ανάψουν και οι 143 προβολείς. Ωστόσο ο πυκνός καπνός και η σκόνη επέφεραν την ανάκλαση του φωτός τους, περισσότερο αποπροσανατολίζοντας τους επιτιθέμενους παρά ενοχλώντας τους αμυνόμενους. Επίσης, η από αέρος φωτογράφηση των υψωμάτων πάνω από το σοβιετικό προγεφύρωμα στο Κυστρίν απέτυχε να δείξει ότι η τοπογραφική μορφολογία τους ήταν πολύ χειρότερη απ’ ότι ανέμενε ο Ζούκοφ. Σε αυτές τις συνθήκες επιτέθηκε η εμπροσθοφυλακή του Ζούκοφ, η 8η Στρατιά Φρουρών, η οποία αποτελείτο από βετεράνους της μάχης του Στάλινγκραντ. Συνάντησε όμως λυσσώδη αντίσταση από τους Γερμανούς στα Υψώματα του Ζέελοβ ώστε στο τέλος της ημέρας, παρά την υποστήριξη των αρμάτων και του πυροβολικού, η πρόοδος που είχε σημειωθεί ήταν ελάχιστη, ενώ ένα γερμανικό μπαράζ πυροβολικού αποδεκάτισε τους Σοβιετικούς της πρώτης γραμμής. Νοτιότερα, η 69η Στρατιά είχε καθηλωθεί, ενώ η γερμανική Φρουρά της Φρανκφούρτης απέκρουσε όλες τις επιθέσεις, το V Ορεινό Σώμα των SS παρέμεινε αγκιστρωμένο στον Όντερ, ενώ τα XI και CI Σώματα Πάντσερ των SS δεν παραχώρησαν παρά ελάχιστο έδαφος στον εχθρό. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ζούκοφ στην επικοινωνία του με τον Στάλιν ανέφερε ότι η μάχη δεν εξελισσόταν σύμφωνα με το σχέδιο, και εξέφρασε την επιθυμία να εμπλέξει τις τεθωρακισμένες εφεδρείες του για να διασπάσει τις αμυντικές γραμμές, αντί να τις διαφυλάξει για να εκμεταλλευτεί ένα ρήγμα, μόνο για να λάβει το ειρωνικό σχόλιο του δικτάτορα για την ταχεία πρόοδο του Κόνιεφ στα νότια, λέγοντας ότι θα επέτρεπε στον τελευταίο να προελάσει βόρεια, προς το μεγάλο «βραβείο» του Βερολίνου, το οποίο θα του χάριζε μεγάλο κύρος.
Τα τεθωρακισμένα της 1ης και της 2ης ΤΘ Στρατιάς ακινητοποιήθηκαν στη συμφόρηση που προκαλούσαν τα μηχανοκίνητα και τα πυροβόλα , τα οποία αδυνατούσαν να κινηθούν. Όσα έφθαναν τελικά στους πρόποδες των υψωμάτων αντιμετώπιζαν τα τρομερά FlaK των 88 mm, τα καλυμμένα γερμανικά αντιαρματικά όπλα και ομάδες του πεζικού, οι οποίες διέθεταν (συν τοις άλλοις) τους αποτελεσματικότατους και φονικότατους αντιαρματικούς εκτοξευτές μίας χρήσης – τα περίφημα Panzerfaust (αντιαρματικές γροθιές).
Ακόμα, όσα άρματα κατόρθωναν να σπάσουν το θανατηφόρο κλοιό στους πρόποδες και να φτάσουν στην κορυφή, κυρίως αυτά της 1ης ΤΘ Στρατιάς, είχαν την ατυχία να πέσουν πάνω στα Tiger II της 502ης Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων των SS και αναχαιτίστηκαν από τα πυρά τους. Επίσης, κάθε φορά που τα άρματα επιχειρούσαν να προωθηθούν μέσω κάποιου οχυρωμένου γερμανικού χωριού, δέχονταν καταιγισμό πυρών από κάθε είδους όπλα, με καταστροφικά αποτελέσματα. Παράλληλα, το 11ο ΤΘ Σώμα της 1ης ΤΘ Στρατιάς απέκρουσε με ευκολία μία ασθενή αντεπίθεση που εξαπέλυσε η Müncheberg. Μέχρι το απόγευμα, η προέλαση των Σοβιετικών δεν ξεπερνούσε τα 4-6 χιλιόμετρα στις περισσότερες περιοχές (η 77η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων της 3ης Στρατιάς Κρούσης είχε επιτύχει προέλαση σε βάθος 8 χιλιομέτρων), και η δεύτερη γραμμή άμυνας των Γερμανών (Στάιν Στέλλουνγκ – Stein Stellung) παρέμενε ανέγγιχτη και αρραγής.
Δεύτερη ημέρα
Στις 17 Απριλίου 1945, ο φραγμός πυροβολικού και οι αεροπορικές επιθέσεις των Σοβιετικών εντάθηκαν και επέκτειναν το σφυροκόπημα πίσω από την πρώτη γραμμή άμυνας των Γερμανών, σπέρνοντας τον πανικό σε στρατιώτες και αμάχους.
Και πάλι, τα σοβιετικά άρματα άρχισαν να συγκεντρώνονται και πάλι στο στενό προγεφύρωμα πέρα από τον Όντερ, αντιμετωπίζοντας και πάλι τα FlaK των 88 mm και τα λοιπά αντιαρματικά. Εννέα γερμανικές μεραρχίες μειωμένης σύνθεσης κατάφεραν να επιβραδύνουν και να φθείρουν σοβαρά την 8η Στρατιά Φρουρών και κατόπιν απαγκιστρώθηκαν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, υποχωρώντας με το πέρας του εγχειρήματος στη δεύτερη γραμμή άμυνας. Παράλληλα, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν νέα αποτυχημένη επίθεση με τρεις μεραρχίες, επιχειρώντας να αποκόψουν από τον ζωτικής σημασίας αυτοκινητόδρομο Βερολίνου – Κύστριν την προελαύνουσα 1η Θωρακισμένη Στρατιά Φρουρών.
Οι μονάδες του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου συνέχισαν την προώθησή τους με σκοπό τη διάσπαση των γερμανικών αμυντικών γραμμών. Κατά τις βραδινές ώρες, η δεύτερη αμυντική γραμμή των Γερμανών διασπάστηκε από την 5η Στρατιά Κρούσης και την 2η Στρατιά Φρουρών. Στο δεξί πλευρό τους, το 4ο Σώμα Τυφεκιοφόρων της Φρουράς της 8ης Στρατιάς Φρουρών μαζί με το 11ο ΤΘ Σώμα της 1ης ΤΘ Στρατιάς εκμεταλλεύτηκαν την επιτυχία των συμπολεμιστών τους, προελαύνοντας 8 χιλιόμετρα. Η πρόοδος της 47ης Στρατιάς και της 3ης Στρατιάς Κρούσης κυμάνθηκε από 4 με 8 χιλιόμετρα μέσα από την δεύτερη γραμμή άμυνας.
Την ίδια μέρα, η Λουφτβάφε (Luftwaffe) διέθεσε τα αεροσκάφη που της είχαν απομείνει για να καταστρέψει τις 32 γέφυρες που είχε κατασκευάσει το σοβιετικό μηχανικό επί του Όντερ. Τα αντιαεροπορικά πυρά των Σοβιετικών κρατούσαν μακριά τους Γερμανούς πιλότους, οι οποίοι εξαπέλυαν επιθέσεις αυτοκτονίας για να πετύχουν τον στόχο τους. Ακόμα και έτσι όμως, οι γέφυρες που αχρηστεύθηκαν με αυτόν τον τρόπο ήταν ελάχιστες και οι Σοβιετικοί συνέχισαν τη διάβαση του ποταμού για την υπόλοιπη ημέρα.
Ενώ αυτά συνέβαιναν βόρεια, στο νότο το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο πίεζε προς τα πίσω την 4η Στρατιά Πάντσερ, το αριστερό πλευρό της Ομάδας Στρατιών Κέντρου υπό τον Σέρνερ. Ο τελευταίος κράτησε τις δύο εφεδρικές μεραρχίες τεθωρακισμένων του (11η Μεραρχία Τεθωρακισμένων (Πάντσερ) Γρεναδιέρων SS “Nordland” και την 23η Μεραρχία Τεθωρακισμένων (Πάντσερ) Γρεναδιέρων SS “Nederland”) στα νότια, καλύπτοντας το κέντρο του, αντί να τις χρησιμοποιήσει για να ενισχύσει την 4η Στρατιά Πάντσερ. Αυτό ήταν το κρίσιμο σημείο της μάχης, καθώς οι θέσεις της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα και ο κεντρικός και νότιος τομέας της Ομάδας Στρατιών Κέντρου άρχιζαν να παραπαίουν. Αν δεν υποχωρούσαν προς τη γραμμή άμυνας μαζί με την 4η ΤΘ Στρατιά, απειλούνταν με περικύκλωση. Έτσι, οι επιτυχημένες επιθέσεις του Κόνιεφ εναντίον της πτωχής άμυνας του Σέρνερ αποσταθεροποιούσαν την δεξιοτεχνική άμυνα του Χάϊνριτσι.
Τρίτη ημέρα
Τα σοβιετικά μαχητικά εξαπέλυσαν μία ακόμη σφοδρή επίθεση εναντίον των υπερασπιστών των Υψωμάτων του Ζέελοβ τις πρωινές ώρες της 18ης Απριλίου, ενώ την επίθεση αυτή ακολούθησε ακόμα μία από τα τεθωρακισμένα. Ο Χάινριτσι προσπάθησε να ενισχύσει την γραμμή του και να ανακουφίσει την 9η Στρατιά του Μπούσε από την αφόρητη πίεση που δεχόταν, αξιοποιώντας μονάδες ξένων εθελοντών των Waffen – SS. Ωστόσο η Ερυθρή Αεροπορία, χωρίς αντίπαλο στους αιθέρες, έκανε μαρτυρική οποιαδήποτε μετακίνηση μονάδων προς το μέτωπο.
Λίγο πιο μετά, τα υψώματα του Ζέελοβ παρακάμφθηκαν από τα βόρεια από τις 5η Στρατιά Κρούσης και την 8η Φρουρών, οι οποίες κατά το εγχείρημα αυτό συνάντησαν αντίσταση από τις γερμανικές εφεδρείες. Μέχρι το σούρουπο, είχε επιτευχθεί μία προώθηση της τάξης των 3 έως 5 χιλιομέτρων στο βόρειο πλευρό και 3 έως 8 χιλιομέτρων στο κέντρο. Έτσι το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο έφθασε τελικά μπροστά από την τρίτη και τελευταία αμυντική γραμμή των Γερμανών.
Τέταρτη ημέρα
Την τέταρτη και τελευταία ημέρα της μάχης, στις 19 Απριλίου 1945, το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο κατάφερε να διασπάσει την τρίτη και τελευταία γραμμή άμυνας των Γερμανών στα Υψώματα του Ζέελοβ, και μέχρι το Βερολίνο παρεμβάλλονταν μόνο τμήματα γερμανικών δυνάμεων. Οι Σοβιετικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται από το χωριό Ζέελοβ, κατά μήκος της εθνικής οδού, προς το Βερολίνο, ενώ ο Κόνιεφ συνέχιζε την προέλασή του προς τον βορρά. Τα υπολείμματα της 9ης Στρατιάς και της 4ης Στρατιάς Πάντσερ περικυκλώθηκαν από το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο και από μονάδες του 1ου Ουκρανικού Μετώπου οι οποίες είχαν στραφεί προς τα βόρεια. Άλλα τμήματα του Μετώπου αυτού κινήθηκαν δυτικά προς τα αμερικανικά στρατεύματα. Μέχρι το τέλος της ημέρας η γερμανική γραμμή του Ανατολικού Μετώπου έπαψε να υφίσταται. Αυτά που απέμειναν πλέον ήταν μόνο θύλακες αντίστασης και όσες γερμανικές δυνάμεις απέφυγαν την καταστροφή υποχώρησαν προς το Βερολίνο, για να δώσουν ένα μάταιο αγώνα «υπέρ βωμών και εστιών».