Στις 8 Μαϊου 1821, 117 Ελληνες επαναστάτες, οχυρωμένοι μέσα σε ένα πλινθόκτιστο χάνι, περίμεναν καρτερικά για μια μάχη με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Ο καταθλιπτικά υπέρτερος όγκος του τουρκικού στρατού δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας. Οι μαχητές αυτοί θα προσέθεταν στην πλούσια ιστορία του έθνους ένα ακόμη φωτεινό παράδειγμα εθελοντικής θυσίας.
Εκείνη την ημέρα, όμως, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ιστορικός Νίκος Γιαννόπουλος στη Μηχανή του Χρόνου, ο θεός του πολέμου είχε διαφορετική γνώμη και μετέτρεψε το επικείμενο ολοκαύτωμα σε μια λαμπρή νίκη. Μια νίκη στην οποία κανείς δεν είχε πιστέψει, εκτός από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Οι κακοί υπολογισμοί του Ομέρ Βρυώνη
Μετά τη συντριβή των ηρωικών υπερασπιστών της Χαλκομάτας και της Αλαμάνας ο δρόμος προς τη Βοιωτία ήταν πια ελεύθερος για τους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσσέ Μεχμέτ. Το πρώτο μέρος της εκστρατείας φαινόταν ότι είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία και σύντομα θα πραγματοποιείτο ο αντικειμενικός σκοπός, δηλαδή η κάθοδος στην Πελοπόννησο.
Η Ανατολική Στερεά Ελλάδα έμεινε τελείως ανυπεράσπιστη. Ο φόβος ήταν μεγάλος στις επαναστατημένες περιοχές, όπου είχε χυθεί το αίμα ντόπιων Τούρκων και η εκδίκηση των πασάδων αναμενόταν φοβερή και χωρίς οίκτο. Οι οπλαρχηγοί Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης, μετά την Αλαμάνα, είχαν αποσυρθεί απογοητευμένοι. Το αποτέλεσμα της πρώτης σύγκρουσης είχε λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές μιας τοπικής καταστροφής.
Το «φράγμα» που υπεράσπιζε τον Ισθμό είχε καταρρεύσει. Μια ενδεχόμενη κάθοδος στην Πελοπόννησο θα οδηγούσε τις εκεί ελληνικές δυνάμεις σε απόγνωση. Ήδη τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν εξαιτίας της εισβολής του Μουσταφά, κεγαχιά του Χουρσίτ πασά, ήταν τεράστια. Η κατάσταση σώθηκε χάρη σε δύο γεγονότα. Το ένα ήταν οι κακοί υπολογισμοί του Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος επιβράδυνε την κίνησή του. Το άλλο ήταν η αναπάντεχη εμφάνιση στην περιοχή του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Αντί να συνεχίσει ταχύτατα την προέλασή του προς τις καταπτοημένες πόλεις της Στερεάς, ο Ομέρ Βρυώνης έκρινε ότι έπρεπε να ενισχύσει τις τάξεις του πριν εισβάλει στην Πελοπόννησο, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις ήταν μεγαλύτερες και κατά συνέπεια ο αγώνας σφοδρότερος. Θεώρησε ότι θα εξασφάλιζε τα νώτα του και θα ενίσχυε το στράτευμά του με τον προσεταιρισμό παλαιών του γνώριμων Ελλήνων οπλαρχηγών. Οι σκέψεις του ήταν βέβαια απόλυτα δικαιολογημένες, αν βασισθούμε στα δεδομένα που επικρατούσαν εκείνη την εποχή.
Ο Βρυώνης είχε γνωρίσει πολλούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς στην Αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Με κάποιους από αυτούς είχε συνδεθεί με στενή φιλία. Συνήθισε να συνεργάζεται μαζί τους, όταν ήταν και αυτός απλός αξιωματικός. Έχοντας αποκτήσει πολύτιμη πείρα από την τακτική του Αλή, όταν έστελνε Έλληνες εναντίον Ελλήνων, και υπολογίζοντας στις μεταξύ τους αγεφύρωτες διχόνοιες, θεώρησε ότι μπορούσε να πράξει το ίδιο. Είχε ήδη στο επιτελείο του, Έλληνες αξιωματικούς. Άλλωστε, την προεπαναστατική περίοδο, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο Έλληνες οπλαρχηγοί να στρέφονται εναντίον των ομογενών τους.
Η αρματολική και κλέφτικη παράδοση της Ρούμελης, όπου οι Έλληνες αλληλοεξοντώνονταν πότε με τη μία ιδιότητα και πότε με την άλλη, είχε αφήσει μίση και αντιζηλίες που δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι είχαν ξεχαστεί. Ο Βρυώνης υπολόγιζε και στις εντυπώσεις που θα προκαλούντο στην Πελοπόννησο, αν το επιτελείο του ήταν επανδρωμένο με ονομαστούς Έλληνες οπλαρχηγούς. Κανείς δεν ήταν δυνατόν να πολεμήσει αποτελεσματικότερα τους Έλληνες από άλλους Έλληνες. Ο Αλβανός στρατηγός δεν εξέλαβε σωστά την περήφανη άρνηση του Διάκου να συνεργασθεί μαζί του. Δεν είχε αντιληφθεί την έκταση και την έννοια της Ελληνικής Επανάστασης. Νόμιζε ότι επρόκειτο περί ανταρσιών, ένα συχνότατο φαινόμενο σε όλη την επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν αδύνατο να συλλάβει ο νους του ότι είχε διαμορφωθεί η επαναστατική συνείδηση ολόκληρου του ελληνικού έθνους και ότι ο λαός, οι οπλαρχηγοί, ο κλήρος και οι πρόκριτοι – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – βρίσκονταν σε αδιάσπαστη ενότητα.
Όταν πληροφορήθηκε ότι ο παλαιός του γνώριμος και φίλος, Οδυσσέας Ανδρούτσος, βρισκόταν στην Ευρυτανία, δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Τον πληροφόρησε για την επιτυχία του στην Αλαμάνα και του ζήτησε τη σύμπραξή του κατά των «ανταρτών». Για να τον πείσει, του υποσχέθηκε την οπλαρχηγία ολόκληρης της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Γνώριζε ο Βρυώνης ότι ο, μέχρι πριν από λίγο καιρό, ισχυρός αρματολός είχε εγκαταλείψει τη Λιβαδειά, γιατί η οπλαρχηγία της του είχε δοθεί από τον Αλή, και επομένως φοβόταν την καταδίωξη των σουλτανικών στρατευμάτων, που είχαν εξολοθρεύσει τον Πασά των Ιωαννίνων. Προβάλλοντας την παλαιά τους φιλία, του έδινε τη δυνατότητα όχι μόνο να ξεφύγει από τη δυσχερή αυτή θέση, αλλά και να αποκτήσει περισσότερα προνόμια. Αναμένοντας την απάντηση του Ανδρούτσου, ο Βρυώνης στρατοπέδευσε στη Λαμία. Ως τόπος συνάντησης ορίσθηκε η Γραβιά, σε ένα μικρό χάνι που υπήρχε εκεί κοντά. Πράγματι, ο Ανδρούτσος μετέβη στη Γραβιά, αλλά όχι για να επισφραγίσει τη συμφωνία με τον παλαιό του φίλο.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
Κανείς δεν ήταν τόσο ευνοημένος από την καταγωγή, τις τοπικές συνήθειες και από την προεπαναστατική θέση και φήμη του, ώστε να αναγνωρισθεί απ’ όλους ως ο φυσικός αρχηγός της Επανάστασης της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, όσο ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Ήταν γιος του Γεωργίου ή Ανδρέα Ανδρούτσου (για το βαπτιστικό όνομα δεν συμφωνούν οι πηγές), περίφημου κλεφταρματολού της Ρούμελης, ο οποίος αποτελούσε έναν διαρκή πονοκέφαλο για την τουρκική εξουσία. Γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1790. Οκτάχρονος ορφάνεψε, όταν οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη.
Τον επόμενο χρόνο, όταν ο Αλή πασάς, ο οποίος ήταν αδελφοποιτός με τον Ανδρούτσο, κυρίευσε και πυρπόλησε την Πρέβεζα, έφερε τον μικρό Οδυσσέα στα Ιωάννινα για να τον αναθρέψει. Όταν μεγάλωσε, τον κατέταξε στους τζοχανταραίους του. Η Αυλή του Αλή – με την ατμόσφαιρα των ραδιουργιών και των αδιάκοπων πολεμικών γεγονότων στην οποία ήταν αδύνατον να επιβιώσει κανείς, αν δεν ήταν πολύ πονηρός, καχύποπτος και γενναίος – υπήρξε η σχολή του νεαρού Οδυσσέα. Σχολή στρατηγικής, διπλωματίας, γενναιότητας, αυταρχισμού και εγκλήματος. Αλλά η ζωηρότητα του χαϊδεμένου γιου του Ανδρούτσου πολύ συχνά ξεπερνούσε τα όρια. Κάποτε πυροβόλησε τον αρχηγό της πολιτοφυλακής, Ταχήρ Αμπάζη. Ο Αλή τον φυλάκισε και από την οργή του θα τον θανάτωνε, αλλά μεσολάβησε ο πανίσχυρος σύμβουλός του, Αλέξιος Νούτσος, και τον έσωσε.
Όταν ο Αλή ήλθε σε ρήξη με τους Αλβανούς πασάδες του Αργυρόκαστρου και του Γαρδικίου, έστειλε τον Οδυσσέα να πολεμήσει, λέγοντάς του: «τώρα να σε ιδώ αν είσαι και στον πόλεμο κατά των εχθρών μου άξιος γιος του Ανδρούτσου ή ξέρεις μόνο να μπιστολίζεις στα Γιάννενα«. Η γενναιότητα, την οποία επέδειξε σε αυτή την εκστρατεία, τον κατέστησε έναν από τους ευνοούμενους του Αλή. Αμοιβή των υπηρεσιών του υπήρξε το αρματολίκι της Λιβαδειάς, ουσιαστικά, δηλαδή, η στρατιωτική αρχηγία ολόκληρης της Ανατολικής Ελλάδας, αφού η περιφέρεια της Λιβαδειάς άρχιζε από τα όρια της Ηπείρου και κατέληγε στις ακτές του Ευβοϊκού κόλπου.
Ο Οδυσσέας γρήγορα επιβλήθηκε ως ο πιο ισχυρός παράγοντας στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, σεβαστός στους Έλληνες και στους Τούρκους. Δεν δίσταζε να παρενοχλεί και τον πασά της Εύβοιας, με προτροπή του Αλή, ο οποίος επεδίωκε έτσι να αποδείξει στην Πύλη την ανικανότητα του διοικητή του νησιού, ώστε να προσαρτήσει την Εύβοια στο πασαλίκι της Ηπείρου. Υπηρέτησε πάντοτε πιστά τον Αλή, στον οποίο άλλωστε όφειλε τη δύναμή του. Μια μόνο εντολή του δεν εκτέλεσε: τη σχεδιαζόμενη δολοφονία του Διάκου, ο οποίος είχε εξοργίσει τον Αλή με τις συνεχείς ανταρσίες του. Αντίθετα κατόρθωσε να εξευμενίσει τον πασά και να προστατέψει τον Διάκο.
Όταν ο Αλή ενεπλάκη σε πόλεμο με τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Οδυσσέας έσπευσε να τον βοηθήσει. Κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων όμως διεφάνη ότι το τέλος του πασά πλησίαζε. Ο Οδυσσέας τον έπεισε ότι οι Έλληνες πολεμιστές έπρεπε να επιχειρήσουν έξοδο, για να αιφνιδιάσουν τους Τούρκους. Ο Αλή δέχθηκε και 1.500 Έλληνες αποχώρησαν από την πολιορκημένη πόλη. Αφού υποκρίθηκαν στα σουλτανικά στρατεύματα ότι εξήλθαν από την πόλη για να πολεμήσουν τον Αλή, διασκορπίσθηκαν στις γύρω περιοχές. Η Ελληνική Επανάσταση πλησίαζε και κάθε «σπατάλη» των εμπειροπόλεμων αυτών ανδρών, σε μια ξένη διαμάχη, θα απέβαινε εγκληματική.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια ο Ανδρούτσος προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο «λιοντάρι της Ηπείρου». Τώρα είχε έλθει η στιγμή να θέσει τις αναμφισβήτητες ικανότητές του στην υπηρεσία της πατρίδας. Μετά τη φυγή του από τα Ιωάννινα εγκαταστάθηκε στους Παξούς. Όταν πληροφορήθηκε (τον Ιανουάριο του 1821) ότι ο Κολοκοτρώνης αναχώρησε από τη Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο, θεώρησε ότι είχε φθάσει η κατάλληλη στιγμή. Επιβιβάσθηκε σε ένα εμπορικό πλοίο και κατευθύνθηκε προς την Πάτρα. Εκεί παρέμεινε κρυμμένος – σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Μακρυγιάννη – μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1821. Από τότε που εγκατέλειψε το αρματολίκι της Λιβαδειάς καταζητείτο από τις τουρκικές αρχές ως συνεργάτης του Αλή πασά.
Στη συνέχεια κατέφυγε σε μια φιλική του μονή κοντά στο Γαλαξίδι, όπου τον περίμενε με λίγους άνδρες το πρωτοπαλίκαρό του, ο Ιωάννης Γκούρας. Από εκεί έστειλε μια επιστολή προς τους κατοίκους του Γαλαξιδίου. Αφού τους πληροφορούσε πως είχε έλθει η «μεγάλη ώρα», τους ζητούσε πυρομαχικά για τους άνδρες του. Στις αρχές Μάιου βρισκόταν στο χάνι της Γραβιάς, πέντε ώρες μακριά από τα Σάλωνα. Εκεί κατευθύνθηκαν οι Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης, αφού προηγουμένως διέταξαν να απομακρυνθούν τα γυναικόπαιδα σε ορεινά κρησφύγετα. Συγχρόνως ο Γκούρας έσπευσε στα Σάλωνα και σκότωσε όλους τους αιχμάλωτους Τούρκους μπέηδες.
Η μάχη της Γραβιάς
Στο χάνι πραγματοποιήθηκε πολεμικό συμβούλιο. Από την επιστολή του Ομέρ Βρυώνη προς τον Ανδρούτσο οι επαναστάτες συμπέραναν ότι ο Αλβανός στρατηγός φαινόταν πιθανότερο να κατευθυνθεί από τη Λαμία προς τα Σάλωνα και από εκεί στο Γαλαξίδι, από όπου θα διαπεραιωνόταν στην Πελοπόννησο. Οι προβλέψεις τους ήταν σωστές. Ο Ομέρ Βρυώνης είχε αλλάξει το δρομολόγιο του στρατεύματος, προτιμώντας αυτόν τον δρόμο και όχι την πορεία μέσω του Ισθμού, όπου πιθανόν να αντιμετώπιζε δυσάρεστες εκπλήξεις στις διάφορες στενές διαβάσεις. Η κάθοδος αυτή των Τούρκων έπρεπε οπωσδήποτε να εμποδιστεί ή τουλάχιστον να επιβραδυνθεί. Η γνώμη του Ανδρούτσου ήταν να οχυρωθούν στο χάνι, απ’ όπου θα μπορούσαν να αντιτάξουν αποφασιστική άμυνα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης διαφώνησαν. Η αποτυχία της Αλαμάνας τους είχε κάνει διστακτικούς.
Απέναντι στις 9.000 του τουρκικού στρατού, που θα είχαν μάλιστα αυξηθεί από τις κατά τόπους φρουρές, οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν μόνο 1.300 άνδρες. Επιπλέον έκριναν ακατάλληλο το χάνι ως οχύρωμα, γιατί ήταν πλινθόκτιστο και βρισκόταν σε ανοικτό πεδίο. Πρότειναν λοιπόν την κατάληψη θέσεων αριστερά και δεξιά του δρόμου, ώστε σε περίπτωση αποτυχίας να υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Δεν είχαν ακόμα καταλήξει σε απόφαση, όταν, στις 7 Μάιου, ξεκίνησε ο Ομέρ Βρυώνης με 9.000 άνδρες από τη Λαμία. Στην Μπουδουνίτσα ( σημερινή Μενδενίτσα) είχε παραμείνει ο Κιοσσέ Μεχμέτ, για να ελέγχει τα νώτα του από τυχόν επιθέσεις.
Εν τω μεταξύ ο Ανδρούτσος επέμενε. Από το χάνι ο τουρκικός στρατός θα δεχόταν πυκνά πυρά κατά μέτωπο, χωρίς να έχει τρόπο να προφυλαχθεί, καθώς θα βρισκόταν σε ανοικτό πεδίο. Αντίθετα, οι Έλληνες θα ήταν ασφαλείς. Βέβαια ελλόχευε ο κίνδυνος, εξαιτίας της πρόχειρης κατασκευής του οικήματος, οι Τούρκοι να το γκρέμιζαν εύκολα και να εξουδετέρωναν τους αμυνόμενους. Οι άλλοι δύο οπλαρχηγοί όμως επέμεναν στην αρχική τους απόφαση.
Ο άγνωστος σωτήρας του Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς και το μοιραίο ταξίδι του στην Κόρινθο
Ο Ανδρούτσος, διαπιστώνοντας ότι αδυνατούσε να τους πείσει, πρότεινε ένα νέο σχέδιο. Ο Πανουργιάς τοποθετήθηκε, μαζί με τον Δυοβουνιώτη, στα αριστερά του δρόμου προς το Xλωμό και στα δεξιά, «στην κρήνη του Σίντσικα», ο έμπιστος του Ανδρούτσου, Χρήστος Κοσμάς Σουλιώτης. Ο ίδιος ο Ανδρούτσος ανέλαβε να κτυπήσει τον εχθρό από το χάνι. Αλλά μια τέτοια επιχείρηση, η οποία περιέκλειε πολλές πιθανότητες ομαδικής θυσίας, απαιτούσε άνδρες που θα την αναλάμβαναν όχι από υποχρέωση, αλλά με τη δική τους θέληση. Τότε ο Ανδρούτσος φώναξε δυνατά: «Παιδιά όποιος θέλει να με ακολουθήσει ας πιαστεί στον χορό«. Και άρχισε να χορεύει, τραγουδώντας το κλέφτικο «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά». Πρώτος έτρεξε ο Γκούρας, δεύτερος ο Τουρκαλβανός Γκίκας Μουσταφάς (ένας πιστός του σύντροφος), ακολούθησαν οι αξιωματικοί του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη: Παπαντρέας, Τράκας, Μάρος, Βουτούνης και Αγγελής Γοβγίνας, μερικοί Γαλαξιδιώτες υπό τον Κίρκο, ο Ζαφείρης Επτανήσιος, ο Αθανάσιος Καπλάνης, οι Καπογιωργαίοι από το Ξηρόμερο κ.ά. Συνολικά 117 ήρωες πιάστηκαν στον αθάνατο εκείνο χορό.
Εισήλθαν γρήγορα στο χάνι και έκτισαν πρόχειρα τις πόρτες και τα παράθυρα. Με τα μαχαίρια τους και τα γιαταγάνια άνοιξαν πολεμίστρες. Ο τουρκικός στρατός είχε ήδη φθάσει. Τότε, ο έφορος Σαλώνων, Αναγνώστης Κεχαγιάς, έσπευσε να φέρει εφόδια από τα κοντινά χωριά. Όταν αργότερα ήλθαν τα πολεμοφόδια, μόλις που πρόλαβε να τα ρίξει μέσα στο χάνι, από ένα άνοιγμα στη στέγη, καθώς ήδη είχαν αρχίσει οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ο Ομέρ Βρυώνης, αφού μελέτησε την αμυντική διάταξη των επαναστατών, έστειλε δύο ισχυρά σώματα εναντίον του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη. Μετά από μικρή αντίσταση οι Έλληνες κάμφθηκαν και καταδιώχθηκαν προς τα ορεινά μέρη. Επρόκειτο για μια επανάληψη των γεγονότων του Γοργοπόταμου και της Χαλκομάτας.
Όλη η τουρκική δύναμη συγκεντρώθηκε για την τελική πλέον επίθεση στο χάνι. Ο Ομέρ Βρυώνης όμως θέλησε να δώσει μια τελευταία ευκαιρία στον Ανδρούτσο. Έστειλε έναν δερβίση (Οθωμανό ιερωμένο) να υπενθυμίσει στον Έλληνα οπλαρχηγό τις προτάσεις του για σύμπραξη. Η αποστολή του δερβίση εξυπηρετούσε συγκεκριμένο σκοπό. Ο Ανδρούτσος ήταν μπεκτασής. Οι μπεκτασήδες ήταν μωαμεθανοί μοναχοί με δογματικές διαφορές από τους ομοθρήσκους τους. Είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με τους γενίτσαρους και θεωρούσαν τους υπόλοιπους μωαμεθανούς αιρετικούς, αλλά γενικά δεν έκαναν διάκριση θρησκείας και καταγωγής, παρά μόνο μεταξύ καλών και κακών ανθρώπων. Είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη και οι τεκέδες τους αποτελούσαν άσυλο απαραβίαστο ακόμα και για τους πιο υψηλούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας. Ο Ανδρούτσος είχε γίνει μυστικά μπεκτασής, για να μπορεί να βρίσκει καταφύγιο, όταν απειλείτο από τους εχθρούς του.
Αυτό το γνώριζε ο Ομέρ Βρυώνης. Ένας δερβίσης ήταν για έναν μπεκτασή πρόσωπο ιερό. Ο Τούρκος ιερωμένος προχώρησε έφιππος. Ο Ανδρούτσος τον χαιρέτισε στην αλβανική γλώσσα. Ο δερβίσης ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και συνέχισε. Τότε ο Ανδρούτσος τον ρώτησε: «Πού πας ωρέ Τούρκο;». Εκείνος απάντησε: «Να υποτάξω ή να σφάξω απίστους». Ένας πυροβολισμός από τον Έλληνα οπλαρχηγό (σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες από τον Γκίκα Μουσταφά) σώριασε τον δερβίση νεκρό. Οι Αλβανοί στρατιώτες, οι οποίοι παρακολουθούσαν τη σκηνή, επιτέθηκαν στο χάνι μαινόμενοι. Από μέσα πυροβολούσαν, αλλά αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να τους κάμψει. Έφτασαν μέχρι τους τοίχους και προσπάθησαν να τοποθετήσουν τις κάννες των όπλων τους στις ίδιες τις πολεμίστρες των εγκλείστων. Ένα συντονισμένο πυρ όμως κυριολεκτικά τους αποδεκάτισε.
Εκνευρισμένος ο Ομέρ Βρυώνης κάλεσε τους αξιωματικούς του να ανασυντάξουν τα σώματά τους για νέα επίθεση. Οι Γκέκηδες εφόρμησαν με το αριστερό χέρι υψωμένο στα μάτια, για να μη βλέπουν, και με τα γιαταγάνια στο άλλο. Πολλοί, μάλιστα, κρατούσαν τσεκούρια, για να γκρεμίσουν τους τοίχους του κτιρίου. Προπορεύονταν οι σημαιοφόροι. Τα ελληνικά πυρά όμως τους σκότωσαν όλους εκτός από έναν, ο οποίος κατόρθωσε να φθάσει μέχρι το χάνι. Έπεσε αμέσως πρηνηδόν κρατώντας όρθια τη σημαία. Οι Αλβανοί, βλέποντάς τη από μακριά, πίστεψαν ότι το χάνι κατελήφθη και επιτέθηκαν απ’ όλα τα σημεία. Ο Γκούρας πυροβόλησε το κοντάρι της σημαίας και το έκοψε στα δύο, εκείνη έπεσε, αλλά οι Αλβανοί είχαν ήδη φθάσει πολύ κοντά. Προσπάθησαν να γκρεμίσουν τους τοίχους με τα χέρια τους, ενώ άλλοι με τα γιαταγάνια τους αφαιρούσαν πλίνθους.
Οι πολιορκημένοι όμως πυροβολούσαν με εκπληκτική ταχύτητα και ευστοχία. Κραυγές τραυματιών, βλαστήμιες και κατάρες ανακατεύονταν με τον ήχο των όπλων. Αυτή ήταν η «μουσική» που συνόδευε μια από τις πιο παράδοξες ίσως μάχες της παγκόσμιας ιστορίας, κατά την οποία 9.000 στρατού αδυνατούσαν να καταλάβουν ένα οίκημα υπερασπιζόμενο από ελάχιστους πολεμιστές. Το απόγευμα ο Βρυώνης υποσχέθηκε τεράστια αμοιβή σε όσους θα εισέρχονταν πρώτοι στο χάνι. Οι επιθέσεις ξεκίνησαν το ίδιο ορμητικές. Συνάντησαν όμως την ίδια πεισματική αντίσταση. Κατά τη δύση του ηλίου ο Αλβανός στρατηγός, βλέποντας τη μεγάλη φθορά των στρατιωτών του, τους απέσυρε. Τοποθέτησε προφυλακές γύρω από το ετοιμόρροπο οίκημα και έστειλε άνδρες στη Λαμία για να προμηθευτούν πυροβόλα. Το μεγαλύτερο του λάθος, ίσως, ήταν ότι ξεκίνησε αυτή την εκστρατεία χωρίς πυροβολικό, καθ’ αριθμητική υπεροχή του στρατού του και στις διπλωματικές του ικανότητες. Τώρα όμως το θράσος του παλαιού του συμπολεμιστή τον είχε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση.
Αντίθετα, ο Ανδρούτσος φάνηκε να γνωρίζει πολύ καλύτερα τον Ομέρ Βρυώνη, καθώς αντιλήφθηκε τις προθέσεις του. Τη νύκτα αφαίρεσε ένα μέρος των πλίνθων της ανατολικής πλευράς. Έπειτα έθαψε σε μια γωνιά του κτιρίου, τους έξι νεκρούς της πολύωρης μάχης. Δεν υπήρχε λόγος να παραμείνουν περισσότερο στο οίκημα. Τα πυροβόλα, που θα έφθαναν το πρωί, δεν θα χρειάζονταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να γκρεμίσουν τους αδύνατους τοίχους. Επιπλέον τα πυρομαχικά τους είχαν τελειώσει.
Στις δύο το πρωί ο Ανδρούτσος διέταξε αναχώρηση. Πέρασαν προσεχτικά μέσα από ένα κοντινό προς το χάνι χωράφι, το οποίο ήταν σπαρμένο και τα στάχυα του τους προσέφεραν κάλυψη. Σε μικρή απόσταση βρίσκονταν τα τουρκικά φυλάκια, τα οποία σχημάτιζαν ζώνη γύρω από το οίκημα. Με γρήγορες κινήσεις οι Έλληνες πέρασαν ανάμεσά τους. Οι σκοποί αιφνιδιάσθηκαν, μερικοί πυροβόλησαν, αλλά ήταν πλέον αργά. Οι τολμηροί μαχητές είχαν χαθεί τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι.
Το ελληνικό σώμα προχώρησε προς το Χλωμό, όπου συναντήθηκε με τον Απόστολο Γουβέλη, τον Παπακώστα και τους άνδρες τους.
Οι γενναίοι υπερασπιστές της Γραβιάς είχαν σωθεί.