
«Ραντεβού» για την επόμενη συνεδρίαση τον Σεπτέμβριο έδωσε η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, αναφερόμενη στο θέμα της μείωσης των επιτοκίων, μετά τη σημερινή απόφαση της κεντρικής τράπεζας να τα διατηρήσει αμετάβλητα.
Επισήμανε ωστόσο ότι πλέον μετά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στο 2% είμαστε «σε καλή θέση» να αντιμετωπίσουμε κινδύνους που απορρέουν από το νέο καθεστώς των δασμών.
«Επομένως μπορούμε να περιμένουμε και να αξιολογήσουμε τις νέες μακροικονομικές προβλέψεις του Σεπτεμβρίου για να λάβουμε τις σχετικές αποφάσεις» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως ανακοίνωσε η ΕΚΤ, η απόφαση να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια συνδέεται με την επίτευξη του στόχου του πληθωρισμού στο 2%.
Σε γενικές γραμμές τα νέα δεδομένα ευθυγραμμίζονται με την προηγούμενη αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με τις προοπτικές του πληθωρισμού.
Οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές συνέχισαν να μετριάζονται, με τους μισθούς να αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό. Αντανακλώντας εν μέρει τις προηγούμενες μειώσεις των επιτοκίων από το Διοικητικό Συμβούλιο, η οικονομία έχει μέχρι στιγμής αποδειχθεί συνολικά ανθεκτική σε ένα δύσκολο παγκόσμιο περιβάλλον. Ταυτόχρονα, το περιβάλλον παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, ιδίως λόγω εμπορικών διαφορών.
Προκλήσεις και κίνδυνοι
Σε ερώτηση για το κατά πόσο η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου σε επίπεδο υψηλότερο του 1,2 δημιουργεί πρόβλημα, η επικεφαλής της ΕΚΤ ανέφερε ότι κινείται στο ίδιο πλαίσιο με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ Ντ. Γκίντος, επισημαίνοντας ότι «δεν στοχεύουμε την ισοτιμία, αλλά την παρακολουθούμε καθώς η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ επηρεάζει τις τιμές εισαγόμενων αγαθών και, κατ' επέκταση, τον πληθωρισμό, αποτελώντας έτσι βασική παράμετρο στον προσδιορισμό της νομισματικής πολιτικής».
Αναφορικά με τους μελλοντικούς κινδύνους η ΕΚΤ εκτιμά ότι παραμένουν καθοδικοί. «Μεταξύ των κύριων κινδύνων είναι η περαιτέρω κλιμάκωση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων και οι σχετικές αβεβαιότητες, οι οποίες θα μπορούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές και να μειώσουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση.
Η επιδείνωση του κλίματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και μεγαλύτερη αποστροφή προς τον κίνδυνο, και να κάνει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά λιγότερο πρόθυμα να επενδύσουν και να καταναλώσουν. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, όπως ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και η τραγική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, παραμένουν σημαντική πηγή αβεβαιότητας.
Οι εμπορικές εντάσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αστάθεια και αποστροφή κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές, γεγονός που θα επηρέαζε την εγχώρια ζήτηση και, ως εκ τούτου, θα μείωνε και τον πληθωρισμό.