Συνήθως στην εποχή μας αντιμετωπίζουμε τη Ρωμαϊκή περίοδο στην Ελλάδα με κάποια περιφρόνηση. Συγκρίνοντάς την με την εκτίναξη της Ελληνικής δημιουργίας της περιόδου από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. βρίσκουμε τη δημιουργία της Ρωμαϊκής εποχής απομίμηση, μάλιστα ρηχή και Μανιεριστική, του ένδοξου Ελληνικού παρελθόντος. Όμως αυτή η αντίληψη δεν είναι σωστή. Η Ρωμαϊκή περίοδος είναι μια από τις σημαντικότερες της Ελληνικής ιστορίας.
Είναι μοναδικό το ιστορικό φαινόμενο ενός λαού που πολιτικά κατακτημένος και στρατιωτικά εξουθενωμένος, κατορθώνει με την τρομακτική δημιουργική δύναμη του πολιτισμού του να κατακτήσει και να εκπολιτίσει τον κατακτητή του, όπως άλλωστε αναγνώρισε και ο Λατίνος ποιητής Οράτιος με την πασίγνωστη φράση του »Graecia capta ferrum victorem cepit et artes intulit agresti Latio», δηλ.: «Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον σκληρό κατακτητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο Λάτιο»…
Είναι μοναδικό το φαινόμενο μιας χώρας, που, ουσιαστικά υπόδουλη, διδάσκει την φιλοσοφία της, τις τέχνες της, τα γράμματά της, δια του κατακτητού της στην ανθρωπότητα και τελικά προσφέρει και τη γλώσσα της για να διατυπωθεί και να διαδοθεί μέσω αυτής η διδασκαλία του Χριστιανισμού. Είναι σαφές ότι για τέτοια εποχή δεν είναι καθόλου εποχή παρακμής. Η Αθήνα διατηρούσε την αίγλη των Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων με τα λαμπρά μνημεία, τα γυμνάσια, τις επαύλεις και τους κήπους της έως το 86 π.Χ., οπότε ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας, την πολιόρκησε και την κατέλαβε. Τα τείχη της πόλης και του Πειραιά κατεδαφίστηκαν, πολλά μνημεία καταστράφηκαν, ενώ σπουδαία έργα τέχνης διαρπάγησαν.
Το λαμπρό παρελθόν της επηρέασε τους Ρωμαίους κατακτητές της, Αυτοκράτορες και πλούσιους φιλαθηναίους ιδιώτες, καθώς και βασιλείς άλλων χωρών, οι οποίοι πολύ ενωρίς άρχισαν να διαθέτουν μυθώδη ποσά για την επισκευή κατεστραμμένων μνημείων, την κατασκευή έργων κοινής ωφελείας, καθώς και λαμπρών νέων οικοδομημάτων και να συμβάλλουν στην ανόρθωση του μεγαλείου της πόλης. Εκείνος που πρώτος άρχισε ένα συστηματικό οικοδομικό πρόγραμμα ανόρθωσης της πόλης είναι ο Αύγουστος (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), ο οποίος απέκτησε ισχύ μετά την ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Έδειξε σεβασμό στην πολιτιστική της κληρονομιά και σε όλα τα έργα του διακρίνεται ένα φιλάρχαιο πνεύμα.
Κατά τη διάρκεια της αρχής του νέες πολεοδομικές αντιλήψεις και νέοι αρχιτεκτονικοί τύποι εισήχθησαν στην Αθήνα. Το οικοδομικό πρόγραμμα του Αυγούστου δεν περιορίστηκε σε ένα μόνον χώρο, αλλά σε διάφορα μνημεία της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του προγράμματος αφορούσε την Αρχαία Αγορά. Αργότερα λόγω ελλείψεως ζωτικού χώρου παρέστη ανάγκη αλλαγής στη λειτουργία της Αρχαίας Αγοράς και η απομάκρυνση από αυτήν και μετεγκατάσταση των εμπορικών δραστηριοτήτων, σε έναν άλλον χώρο, ευρύ και επίπεδο. 100 μ. περίπου ανατολικά από αυτήν αναγείρεται η Ρωμαϊκή Αγορά ή Αγορά του Καίσαρος και του Αυγούστου, ένα κτήριο νέου τύπου, ρωμαϊκό forum που εισήχθη για πρώτη φορά στην Αθήνα.
ΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τα έγκυρα συμπεράσματα της Alison Frantz επιβεβαίωσαν την άποψη ότι, μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, τίποτα ουσιαστικό δεν είχε αλλάξει στη δομή της Ελληνικής οικίας και, κατά συνέπεια, στον τρόπο διαβίωσης των ενοίκων της. Η σύγκριση δύο οικιών που ανασκάφηκαν στην Αγορά της Αθήνας φάνηκε να διαλύει κάθε αμφιβολία και να μην αφήνει χώρο για περαιτέρω συζητήσεις, αφού ανάμεσα στον 5ο αιώνα π.Χ. και τον 12ο αιώνα μ.Χ. εμφανίζονταν αναλογίες και στην οργάνωση των κτηρίων και στη σχέση ανάμεσα στον κεντρικό καλυμμένο χώρο και τους χώρους που ήταν κτισμένοι ολόγυρά του.
Από τότε ως σήμερα, όμως, τα αρχαιολογικά τεκμήρια αυξήθηκαν κατά πολύ με αποτέλεσμα να φανεί ότι, κατά τη διάρκεια αυτού του ευρύτατου χρονολογικού διαστήματος, υπάρχουν ουσιαστικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική της κατοικίας, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση του ανδρώνα, της χαρακτηριστικής αίθουσας συμποσίου της κατοικίας κατά την κλασική εποχή, ή η σταδιακή διάδοση των αψιδωτών αιθουσών κατά την ύστερη αρχαιότητα, για να αναφέρουμε δύο μόνο σημαντικά φαινόμενα με μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους.
Οι πληροφορίες για τον οικιστικό ιστό της Ρωμαϊκής Αθήνας περισυλλέχθηκαν υπομονετικά κατά τη διάρκεια είκοσι ετών σωστικών αρχαιολογικών ανασκαφών και διευρύνθηκαν κατά πολύ με τις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν με την ευκαιρία της κατασκευής του μετρό: για τους λόγους αυτούς η πόλη αντιπροσωπεύει σήμερα ένα εξαιρετικό δείγμα για να ερευνηθούν οι δυναμικές πολιτισμικής αφομοίωσης που έλαβαν χώρα μετά την είσοδο της Ελλάδας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τουλάχιστον όσον αφορά τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Πράγματι, τα γνωστά οικιστικά σύνολα είναι πάνω από σαράντα και κατανέμονται χρονολογικά ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο και την ύστερη αρχαιότητα, αλλά ανήκουν κατά μεγάλο μέρος στα μεσαία και υψηλά κοινωνικά στρώματα, όπως δείχνουν τα κατασκευαστικά υλικά και οι διακοσμήσεις που ήλθαν στο φως. Αντίθετα, τα σχήματα της φτωχής ιδιωτικής αρχιτεκτονικής παραμένουν, όχι μόνον στην Αθήνα, πολύ λιγότερο τεκμηριωμένα. Οι μεμονωμένες μαρτυρίες είναι ετερογενείς και συχνά αποσπασματικές, αλλά αρκούν για τη σκιαγράφηση ενός γενικού πλαισίου σύνθεσης που θα αντιμετωπίσει την αποσπασματικότητα διαμέσου της σύγκρισης και της ταξινόμησης των, πολυάριθμων πλέον, στοιχείων.
Η έρευνα των Αθηναϊκών κατοικιών κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο μας επιτρέπει, με άλλα λόγια, να επαληθεύσουμε κατά πόσον οι αριστοκρατίες προωθούν μια κουλτούρα παραδοσιακής κατοίκησης ή προσχωρούν στον τρόπο διαβίωσης και στα πρότυπα αυτοπροβολής που ήταν διαδεδομένα στο υπόλοιπο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και περιγράφονται σαφώς, κυρίως στη Δύση, από ερευνητές του διαμετρήματος των Andrew Wallace-Hadrill, Paul Zanker και Pierre Gros.
Ιδιωτική Αρχιτεκτονική και Πολιτισμική Αλληλεπίδραση Ανάμεσα στον 1ο και τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Ένα οικοδομικό τετράγωνο που ήλθε στο φως στον πολυάνθρωπο δήμο Μελίτης, κατά μήκος της οδού Πειραιώς, αντικατοπτρίζει καλά τις τάσεις που επικρατούσαν κατά την Αυτοκρατορική περίοδο. Σε έναν αστικό τομέα που καθορίζεται από τα τελευταία ανατολικά παρακλάδια του λόφου των Νυμφών, τέσσερις γειτονικές κατοικίες που ανήκουν στον ίδιο τύπο καταλαμβάνουν ένα τετράπλευρο άνδηρο. Γύρω από μία μοναδική αυλή, με πλήρες περιστύλιο στα μεγαλύτερα σπίτια αλλά χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια μνημειακότητας ή επίδειξης πλούτου, υπάρχουν κατανεμημένα λίγα δωμάτια, ενώ και οι είσοδοι έχουν καθαρά λειτουργική αξία, με μορφή απλών διαδρόμων σύνδεσης του εσωτερικού με το εξωτερικό.
Η εικόνα που προκύπτει είναι ένας συμπαγής και ουσιαστικός όγκος, που αναπτύσσεται περισσότερο οριζόντια παρά καθ’ ύψος, σε πολλά σημεία σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση που ανάγεται στους Κλασικούς χρόνους. Η αυλή, πράγματι, δεν έχει μετατραπεί σε κήπο, αλλά είναι πάντα πλακόστρωτη και φιλοξενεί συχνά ένα φρέαρ: οι παραγγελιοδό- τες δεν θέλουν να στερηθούν την πρακτική χρήση του υπαίθριου χώρου, μοναδικού κεντρικού σημείου όλων των διαδρομών και των ποικίλων καθημερινών δραστηριοτήτων. Εξίσου σύμφωνες με την παράδοση είναι και οι διαστάσεις των ιδιωτικών κτηρίων, που παραμένουν μάλλον μικρά σε σχέση με τα αριστοκρατικά πρότυπα της αρχαιότητας.
Κατά την πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο ακόμη και η μεγαλύτερη κατοικία, στη ΒΔ πλαγιά του Αρείου Πάγου, δεν ξεπερνά σε εμβαδόν τα 450 τ.μ. και τοποθετείται έτσι πολύ πιο κάτω από τον μέσο όρο που έχει υπολογιστεί για τις σύγχρο – νές της κατοικίες της Πομπηίας. Χαρακτηριστικό της κατοικίας αυτής, ωστόσο, είναι το περιστύλιο που περιβάλλει έναν κήπο με σιντριβάνι, σύμφωνα με μια ξεκάθαρα Ρωμαϊκή συνήθεια, που διαμέσου του φυσικού περιβάλλοντος ενισχύει το πολυτελές και ψυχαγωγικό στοιχείο στην κατοίκηση. Η συγκεκριμένη επιλογή ξεχωρίζει για τη μοναδικότητά της μέσα στον Αθηναϊκό ιστό, που είναι μάλλον απρόθυμος να χρησιμοποιήσει την οικία με σκοπό την κοινωνική προβολή.
Είναι, λοιπόν, πιθανό η συγκεκριμένη επιλογή να εξαρτάται από τη θέληση του άγνωστου ιδιοκτήτη, ο οποίος δημιούργησε, πόσο συνειδητά δεν το ξέρουμε, μια αυλή «σύμφωνα με τη μόδα» της Δύσης. Ξεκινώντας από την εποχή του Αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.), και σιγά-σιγά όλο και περισσότερο ως το πρώτο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ., το εμβαδόν των κατοικιών αυξάνεται και φτάνει ως και τα 750 τ.μ., ενώ πολλαπλασιάζονται οι χώροι γύρω από την αυλή, όπως δείχνει η «Οικία του Αριστοδήμου» ανάμεσα στον Άρειο Πάγο και την Πνύκα, που ανασκάφηκε αρχικώς από τον διάσημο Γερμανό αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο W. Dörpfled.
Η συνολική οργάνωση του οικιακού χώρου παραμένει παραδοσιακή, αλλά παρατηρείται μια γενικευμένη αύξηση της επίδειξης πλούτου: τα περιστύλια αντικαθιστούν τις αυλές χωρίς στοές και οι χώροι διακοσμούνται με εκλεπτυσμένα ψηφιδωτά στα δάπεδα και στους τοίχους. Όχι μακριά από την «Οικία του Αριστοδήμου», βαδίζοντας κατά μήκος της οδού Αποστόλου Παύλου, μπορεί κανείς, ακόμη και σήμερα, να θαυμάσει το ωραίο πολύχρωμο ψηφιδωτό δάπεδο ενός δωματίου, το μοναδικό, δυστυχώς, στοιχείο που σώζεται από την οικία στην οποία ανήκε.
Η διακόσμηση (ασπίδα με τρίγωνα πλαισιωμένη από ζώνες με γεωμετρικά σχέδια) προσχωρεί σε ένα σχήμα ευρέως διαδεδομένο στις αριστοκρατικές κατοικίες κάθε επαρχίας της Ρωμακής Αυτοκρατορίας, ενώ η πλήρωση των γωνιών, με δύο παπαγάλους που πίνουν από κάλυκα, είναι μοναδική. Ελάχιστα σπαράγματα διατηρούνται, αντίθετα, από τις τοιχογραφίες, περισσότερο ευάλωτες και εξαρτώμενες από την τύχη του υποστρώματος. Από τα σωζόμενα κατάλοιπα μπορούμε πάντως να αναγνωρίσουμε σε ορισμένες περιπτώσεις ένα διακοσμητικό σχήμα εξίσου διαδεδομένο.
Σκούρο χρώμα στο κατώτερο τμήμα του τοίχου και μεγάλα κάθετα πλαίσια στο μεσαίο τμήμα, που διακόπτονται από λεπτές ταινίες, οι οποίες, ενίοτε, φέρουν εκλεπτυσμένη φυτική διακόσμηση. Δεν λείπουν δείγματα ακόμη πιο εκλεπτυσμένα, στα οποία το κατώτερο τμήμα του τοίχου μιμείται ορθομαρμάρωση, με τετράγωνες πλάκες εναλλασσόμενες με ορθογώνιες με εγγεγραμμένους ρόμβους, μια παραλλαγή η οποία βρίσκει ακριβή παράλληλα στη Θεσσαλονίκη και την Έφεσο, για να αναφέρουμε τα δύο πιο γνωστά. Παρουσιάζει ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι στην Αθήνα η παραλλαγή αυτή είναι διαδεδομένη και στη δημόσια αρχιτεκτονική.
Για παράδειγμα στο κτήριο που αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών του μετρό για τη διάνοιξη του φρέατος στην Ηρώδου Αττικού, και στην ιδιωτική, όπως σε μια κατοικία του 2ου – 3ου αιώνα μ.Χ. ανάμεσα στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου και την οδό Καλλισπέρη. Οι ιδιώτες παραγγελιοδότες δεν έχουν πια κανένα πρόβλημα να διακοσμήσουν τις κατοικίες τους ανταγωνιζόμενοι τη δημόσια αρχιτεκτονική και καμιά φορά ξεπερνώντας την σε λεπτότητα. Κάποιες αλλαγές εκδηλώνονται και στο επίπεδο της κατασκευαστικής τεχνικής, αφού διευρύνεται σταδιακά η χρήση των οπτοπλίνθων, σε συνδυασμό και με το λίθο, σύμφωνα με τη συνήθεια που θα διατηρηθεί μέχρι τη Βυζαντινή περίοδο.
Ανάμεσα στον 1ο και τον 3ο αιώνα μ.Χ. αναδεικνύεται λοιπόν μια σαφής τάση με την οποία οι ιδιοκτήτες εκδηλώνουν μια αυξανόμενη απαίτηση χώρου και επίδειξης πλούτου. Αν η έλλειψη σεβασμού της παράδοσης μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει με την προσπάθεια για μεγαλύτερη άνεση, δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι και τα ανώτερα Αθηναϊκά κοινωνικά στρώματα αρχίζουν να αποδίδουν στην κατοικία καθοριστικό ρόλο κοινωνικού ανταγωνισμού, σύμφωνα με μια λογική, μακριά πια από την κλασική συνήθεια, που είναι καθαρά Ρωμαϊκή και στην Αυτοκρατορική περίοδο την ενστερνίζονται όλες οι αριστοκρατίες των πόλεων.
Στην Ανατολή όπως και στη Δύση, πράγματι οι προσωπικότητες που στοχεύουν σε μια σημαντική κοινωνική άνοδο και που έχουν οι- κονομικές δυνατότητες χρειάζονται να μοιραστούν ένα κωδικοποιημένο σύστημα συμβόλων που τους επιτρέπει να πιστοποιήσουν το κύρος τους στους κατώτερους, εκδηλώνοντας την προσχώρηση στη Ρωμακή Αυτοκρατορία και δείχνοντας να συμμετέχουν στη διαχείρισή της, είτε αυτό είναι αλήθεια είτε όχι, σε ευρεία κλίμακα ή σε τοπικό επίπεδο.
Στην ιδιωτική αρχιτεκτονική τα σημάδια αυτά είναι Ελληνικά ως προς τη μορφή, αλλά χρησιμοποιούνται σε μια λογική προβολής που αναπτύσσεται και τονίζεται με την επιρροή της Ρώμης. Η Αθηναϊκή άρχουσα τάξη, λοιπόν, δεν περιορίζεται στο να δεχθεί παθητικά τα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά αντίθετα εκδηλώνει πάντα μια κάποια αυτονομία στην επεξεργασία των προτύπων αναφοράς. Το αποτέλεσμα των ζυμώσεων αυτών είναι μια ιδιωτική αρχιτεκτονική που ξέρει να είναι καινοτόμα χωρίς να απαρνιέται εντελώς την παράδοση.
Αριστοκρατική Κατοικία και Κοινωνικές Αλλαγές στην Αθήνα κατά την Ύστερη Αρχαιότητα
Η πραγματική σοβαρότητα των καταστροφών των Ερούλων το 267 μ.Χ. είναι ένα ιστορικό και αρχαιολογικό πρόβλημα σύνθετο και αμφιλεγόμενο. Το σύνολο των οικιστικών καταλοίπων δεν συνεισφέρει αποφασιστικά, αφού μόνον στις οικίες που βρίσκονται κοντά στην Αγορά αναγνωρίστηκαν φάσεις καταστροφής οι οποίες μπορούν ίσως να αναχθούν στην επιδρομή. Πρόκειται πάντως για λίγες κατοικίες, ανασκαμμένες κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα και σύμφωνα με τη μεθοδολογία της εποχής εκείνης.
Σ’ αυτή τη δυσκολία πρέπει να προστεθεί και μια συνολική μείωση των αρχαιολογικών στοιχείων που έχουμε στη διάθεσή μας, ενώ μόνον κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα γνωρίζει άνθηση και το σενάριο τροποποιείται ριζικά. Η αλλαγή έχει ως αντικείμενο ολόκληρους τομείς της πόλης, όπως τη βόρεια πλαγιά του Αρείου Πάγου, που γίνεται συνοικία προνομιακή πιθανώς και λόγω της θέσης της που δεσπόζει στη δημόσια πλατεία. Εδώ οικοδομούνται μερικές από τις ωραιότερες κατοικίες της πόλης, οι οποίες θεωρούνται γενικώς φιλοσοφικές σχολές. Οι ίδιες οι πηγές αναφέρουν ότι οι φιλόσοφοι έκαναν μαθήματα στις οικίες τους, όπου είχαν στη διάθεσή τους ολόκληρες βιβλιοθήκες, ακόμη και ιδιωτικά θέατρα.
Χωρίς να αρνούνται τη σημασία που είχε και από οικονομική άποψη η διδασκαλία στη ζωή της Αθήνας κατά την ύστερη αρχαιότητα, έγκυροι ερευνητές όπως οι Pierre Gros και Jean Pierre Sodini παρατήρησαν εδώ και καιρό ότι τα κτήρια αυτά δεν ξεχωρίζουν στην πραγματικότητα από τις άλλες αρχοντικές κατοικίες και δεν μπορούν ως εκ τούτου να αναχθούν με απόλυτη βεβαιότητα σε αυτή τη διδακτική λειτουργία. Και το τμήμα νότια της Ακρόπολης δέχεται κατοικίες με υψηλές απαιτήσεις. Ήδη στη δεκαετία του 1950 οι εργασίες για την κατασκευή της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου αποκάλυψαν τα κατάλοιπα της λεγόμενης «Οικίας του Πρόκλου».
Σήμερα, όχι πια ορατή γιατί καταχώστηκε και πάλι, η οικία μπορεί να εντοπιστεί βαδίζοντας κατά μήκος του δρόμου γιατί η νέα πεζοδρόμηση αφήνει να διαγράφεται στην επιφάνεια ο όγκος των τοίχων. Ήταν, όμως, οι πρόσφατες εργασίες για το νέο μουσείο της Ακρόπολης που εμπλούτισαν καθοριστικά τις γνώσεις μας σε αυτόν τον τομέα, αποκαλύπτοντας ένα ευρύ οικιστικό συγκρότημα, με στρώματα από τον 5ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ., η κατάσταση διατήρησης του οποίου και ο εξαιρετικός αριθμός των ευρημάτων μας επιτρέπουν να ερευνήσουμε ακόμη και προσωπικά στοιχεία της καθημερινής ζωής στην αρχαιότητα.
Δίνοντας προσοχή στις οικονομικές δραστηριότητες, τις λατρείες, τον κόσμο της γυναίκας και των παιδιών. Κατά την ύστερη αρχαιότητα οι κατοικίες της Αθηναϊκής αριστοκρατίας αναζητούν επίμονα, ήδη από τη φάση του σχεδιασμού, μια ανανεωμένη μνημειακότητα. Ο αριθμός των δωματίων αυξάνεται υπερβολικά, ενώ η συνολική επιφάνεια φτάνει και συχνά ξεπερνά τα 1.000 τ.μ., ευθυγραμμιζόμενη έτσι με τα στοιχεία που έχουμε από τις κυριότερες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση με τη συγκεντρωτική οργάνωση των χώρων, κυριαρχεί μια νέα, πολυκεντρική τυπολογία.
Σχεδιάζοντας τους οικιακούς χώρους σε ξεχωριστά σύνολα, όπου ο καθένας είναι συγκεντρωμένος γύρω από τη δική του αυλή, είναι δυνατόν όχι μόνον να οικοδομηθεί μεγαλύτερος αριθμός αιθουσών, αλλά και να συντεθούν περισσότερο διαρθρωμένες διαδρομές για την κοινωνική προβολή και να αναπτυχθούν με λιγότερα εμπόδια οι διαφορετικές λειτουργικές ζώνες της κατοικίας. Σε όλα αυτά προστίθεται το μέγιστο προσόν της σχεδιαστικής προσαρμογής του κτηρίου στη μορφολογία του οικοπέδου, μια πιεστική αναγκαιότητα σε περιοχές δύσκολες όπως αυτές όπου το έδαφος παρουσιάζει μεγάλη κλίση. Γενικά, η κατοικία φαίνεται να τείνει προς μια πολυτέλεια προγραμματισμένη να επιδειχθεί.
Τα περιστύλια γίνονται περισσότερα, μεγαλύτερα και κυρίως πιο πολυτελή, διακοσμημένα με πολύτιμα υλικά και αρχιτεκτονικά μέλη αξίας. Οι ανασκαφές στο χώρο του νέου μουσείου της Ακρόπολης έφεραν στο φως εκλεπτυσμένα δείγματα. Σε μια περίπτωση δια- τηρείται ακόμη σε καλή κατάσταση το δάπεδο από πολύχρωμο μάρμαρο αποτελούμενο από πλάκες σε σχήμα ρόμβου. Σημαντικές συλλογές τέχνης, όπως εκείνη που αποκαλύφθηκε στα φρεάτια στην Οικία Γ του Αρείου Πάγου, εμπλούτιζαν το σύνολο επιδεικνύοντας συγχρόνως την καλλιέργεια του ιδιοκτήτη.
Στην ίδια τάση προσχωρούν και οι επίσημοι χώροι: τα στοιχεία που έχουν περισυλλεγεί τεκμηριώνουν το πώς η Αθήνα προσλαμβάνει ευρέως τη μόδα της αψιδωτής αίθουσας, που γίνεται σχεδόν απαραίτητο στοιχείο της αριστοκρατικής κατοικίας. Σε σύγκριση με τον ορθογώνιο επίσημο χώρο, που κυριαρχούσε μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ., η προτίμηση στο νέο σχήμα σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα. Πράγματι, η αψίδα ιεραρχεί το χώρο επιβάλλοντας μια πορεία κατά τον άξονα (δεν είναι τυχαίο που η είσοδος τοποθετείται πάντα στην αντίθετη βραχεία πλευρά) και επιλέγει στο εσωτερικό του χώρου έναν ιδιαίτερο όγκο.
Ο οποίος αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο με την ανύψωση μιας εξέδρας ή με ένα χώρισμα το οποίο σηματοδοτείται απλώς με δύο κίονες ανάμεσα στις παραστάδες. Εκεί όπου τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα σώζονται σε ικανοποιητικό ύψος, για παράδειγμα στα κτήρια στη βόρεια πλαγιά του Αρείου Πάγου, μπορούμε ακόμη και σήμερα να διακρίνουμε κάποιες κόγχες στην τοιχοδομία σε ύψος ενός μέτρου περίπου από το δάπεδο. Η όψη του τοίχου εμφανίζει έτσι ένα ευχάριστο παιχνίδισμα κενού και πλήρους, που πιθανώς εμπλουτιζόταν με την παρουσία μικρών διακοσμητικών γλυπτών.
Είναι πιθανόν οι συγκεκριμένες κόγχες να αντιπροσωπεύουν την έκφραση μιας τοπικής μόδας, αφού τα παράλληλα εκτός Αθηνών είναι σποραδικά και όχι απολύτως όμοια. Ο αριθμός των κογχών είναι συνήθως περιττός: άρα και στις λεπτομέρειες οι κατασκευαστές χρησιμοποιούν τώρα τις αρχές άξονα και συμμετρίας που ήταν τόσο σημαντικές για τη Ρωμαϊκή αισθητική, αλλά που φαίνεται να γίνονται δεκτές μόνον κατά την ύστερη αρχαιότητα στις Ελληνικές κατοικίες υψηλού επιπέδου. Η αψίδα παίζει, εξάλλου, ουσιαστικό ρόλο στις δυναμικές κοινωνικής προβολής απέναντι σε εκείνους που ήταν κοινωνικά κατώτεροι από τον ιδιοκτήτη.
Του οποίου η μεγαλοπρέπεια αυξανόταν όταν παρέμενε καθιστός κατά τη διάρκεια των δεξιώσεων, οι οποίες γίνονται όλο και πιο επίσημες και τελετουργικές. Σε περιπτώσεις περισσότερο απλές, το σχήμα εξυπηρετεί τις νέες συνήθειες του συμποσίου στο οποίο συμμετέχουν λίγοι καλεσμένοι ξαπλωμένοι στο stibadium, την κλίνη γεύματος με ημικυκλικό σχήμα που χρησιμοποιείται από τον 1ο αιώνα π.Χ. για τα υπαίθρια γεύματα αλλά διαδίδεται από τον 3ο αιώνα μ.Χ. και στο εσωτερικό των κατοικιών. Βασισμένη στο χωρίο στο οποίο ο Ευνάπιος περιγράφει το ιδιωτικό θέατρο στην Αθηναϊκή οικία του ρήτορα Ιουλιανού της Καππαδοκίας, η Alison Frantz πίστεψε ότι αναγνώρισε στην αψιδωτή αίθουσα το χώρο τον οποίο αφιέρωναν οι σοφιστές στη διδασκαλία.
Φαίνεται πάντως δύσκολο να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε αυτή την άποψη: όχι μόνον λόγω των διαφορετικών τρόπων χρήσης (στο θέατρο είναι το κοινό που καταλαμβάνει τον ημικυκλικό χώρο, στις αψιδωτές αίθουσες θα ήταν ο διδάσκαλος που παρέδιδε μαθήματα), αλλά κυρίως γιατί τώρα γνωρίζουμε, από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ποια όψη είχαν τα ιδιωτικά θέατρα που προορίζονταν για διδασκαλία. Στο Kom el-Dikka, πράγματι, οι Πολωνοί αρχαιολόγοι έφεραν στο φως ορθογώνια δωμάτια με βαθμίδες σε σχήμα πετάλου, που ταιριάζουν ακριβώς στην περιγραφή του Ευναπίου.
Κατά την ύστερη αρχαιότητα η Αλεξάνδρεια και η Αθήνα μοιράζονταν το ρόλο φημισμένων κέντρων διδασκαλίας. Είναι πιθανόν να υπήρχαν και στην Ελλάδα κατασκευές παρόμοιες με αυτές της Αλεξάνδρειας. Οι αψιδωτές αίθουσες που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι τώρα στην Αθήνα θα μπορούσαν λοιπόν να ερμηνευτούν ως επίσημες αίθουσες που διέθεταν όλα τα μέσα για τον εντυπωσιασμό και την κοινωνική προβολή, παρόμοιες με εκείνες που ήλθαν στο φως στις αριστοκρατικές κατοικίες των άλλων Ελληνικών πόλεων και όλης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Αξίζει να υπογραμμιστεί, τέλος, ένα άλλο στοιχείο ασυνέχειας σε σχέση με την παράδοση, το οποίο συνδέεται με τον πολλαπλασιασμό στο εσωτερικό των οικιών των εγκαταστάσεων υγιεινής. Όχι μόνον αποχωρητήρια, αλλά και πραγματικές ιδιωτικές θέρμες, με σκοπό όχι απλώς να βελτιώσουν την ποιότητα της οικιακής ζωής, αλλά και να προσδώσουν στην όψη της κατοικίας έναν καθαρά αριστοκρατικό χαρακτήρα χάρη στους μεγάλους και πολύμορφους όγκους που διακρίνονταν καλά από έξω. Το πρότυπο κατοικίας που περιγράφηκε εν συντομία είναι κοινό στην υψηλή αριστοκρατία όλης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ενώ οι σπάνιες παραλλαγές κατά περιοχή μαρτυρούν ένα φαινόμενο που οδηγεί σύντομα στην ομοιομορφία του τρόπου διαβίωσης και στις προτιμήσεις των ανώτατων κοινωνικών στρωμάτων και της άρχουσας τάξης, παράλληλα με την αριθμητική μείωση των αριστοκρατορικών οικογενειών, στα χέρια των οποίων, όμως, συγκεντρώνονται τεράστιες περιουσίες και εξουσίες, ενώ μεγαλώνει το χάσμα σε σχέση με τη μάζα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Η αριστοκρατική οικία αντικατοπτρίζει και συγχρόνως ευνοεί την αύξηση των κοινωνικών αποστάσεων.
Οι πόροι που επένδυσαν οι ευγενείς στην ιδιωτική σφαίρα επιτρέπουν την οικοδόμηση τεράστιων οικιών, οι οποίες γίνονται το αποτελεσματικότερο και μακρόχρονο εργαλείο επίδειξης της κοινωνικής θέσης και απόλαυσης κάθε άνεσης, αφομοιώνοντας λειτουργίες και υπηρεσίες που κάποτε ανήκαν μόνο στον δημόσιο χώρο.
Η Πρωτοβυζαντινή Οικία
Για τον 6ο αιώνα μ.Χ. τα στοιχεία είναι και πάλι πενιχρά ως προς τον αριθμό, αλλά δεν φαίνονται λιγότερο σημαντικά, αφού μαρτυρούν μια αποτελεσματική στροφή στις τάσεις. Φαίνεται να διαδίδεται μια ιδιωτική αρχιτεκτονική σαφώς φτωχότερη, που χαρακτηρίζεται από ολιγάριθμες αίθουσες, τα κατάλοιπα των οποίων, πολύ δύσκολα στην ανάγνωση, ήλθαν στο φως στην Αγορά, γύρω από το Κτήριο των Γιγάντων, στους πρόποδες του Αρείου Πάγου και του Κολωνού Αγοραίου. Η κατοικία δίπλα στη Θόλο δίνει μια σαφή εικόνα αυτού του ανανεωμένου τύπου κατοικίας των εύπορων τάξεων.
Με τα δάπεδα από κεραμίδες και τους επιχρισμένους τοίχους, η κατασκευή δείχνει να ανήκει σε μια οικογένεια με καλές οικονομικές δυνατότητες. Η αυλή όμως δεν αποτελεί πλέον το κέντρο του οικιακού χώρου ούτε παρουσιάζει εκλεπτυσμένη μορφή: είναι απλώς μια αυλή γυμνή δίπλα στους άλλους χώρους, σε θέση καθαρά περιθωριακή. Εξαφανίζεται και ο χώρος ο οποίος θα μπορούσε να ταυτιστεί με την επίσημη αίθουσα με ιδιαίτερες διαστάσεις ή διακόσμηση. Κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται μόνον για μια γενικευμένη πτώση του βιοτικού επιπέδου, αλλά ίσως για μια βαθιά αλλαγή των απαιτήσεων κατοίκησης των κυρίαρχων τάξεων, που όχι μόνον δεν ενδιαφέρονται πια να επιδείξουν τον πλούτο τους διαμέσου της κατοικίας,
Αλλά υιοθετούν στην ιδιωτική σφαίρα έναν τρόπο διαβίωσης πιο ταπεινό για να χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα στη θρησκευτική ευεργεσία. Μια οικία απογυμνωμένη από κοινωνικές αξίες, όπως αυτές που ο ιδιοκτήτης απαιτούσε κατά τους προηγούμενους αιώνες, μπορεί πλέον να παρουσιαστεί με τη μορφή λίγων, μικρών δωματίων τα οποία συνδέονται με βάση απαιτήσεις καθαρά λειτουργικές, ενώ στην κατασκευή οι πρακτικές ανάγκες επιβάλλονται στις αισθητικές αναζητήσεις. Εξαφανίζεται έτσι η αρχαία έννοια της οικιακής ζωής, που προορίζεται να εξελιχθεί με άλλο σχήμα κατά τον Βυζαντινό Μεσαίωνα.
Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ
Την εποχή του Αυτοκράτορα Αυγούστου, (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), ο οποίος απέκτησε ισχύ μετά την ναυμαχία του Ακτίου, μια νέα αγορά -αυτή που ονομάζουμε Ρωμαϊκή- χτίζεται μεταξύ 19 – 11 π.Χ. στα Ανατολικά της Αρχαίας, για την εξυπηρέτηση των εμπορικών συναλλαγών. Εδώ συγκεντρώθηκαν όλα τα εμπορικά της πόλης σε έναν χώρο και μάλιστα σε στεγασμένους χώρους. Δημιουργείται δηλαδή για πρώτη φορά ένα «εμπορικό κέντρο» με τη σημερινή έννοια του όρου. Είναι ένα Ρωμαϊκό forum, δηλαδή ένα τετράπλευρο περιστύλιο, που περιβάλλεται από έναν ψηλό τοίχο και τρεις εισόδους: δύο στη δυτική και την ανατολική πλευρά, με μνημειώδη πρόπυλα, και μια απλή είσοδο με σκάλα στη νότια πλευρά, προς την Ακρόπολη.
Οι δύο αγορές, η Αρχαία και η Ρωμαϊκή επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ένα φαρδύ πλακόστρωτο δρόμο, με στοές δεξιά και αριστερά, που ξεκινούσε από την Αρχαία Αγορά και κατέληγε στο δυτικό πρόπυλο της Ρωμαϊκής Αγοράς, στην πύλη που γνωρίζουμε ως Πύλη της Αρχηγέτιδας Αθηνάς. Το εμπορικό κέντρο της Ρωμαϊκής εποχής ή φόρουμ δωρήθηκε από το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. , και ολοκληρώθηκε με την οικονομική ενίσχυση του αυτοκράτορα Αυγούστου, στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. Οι Αθηναίοι αφιέρωσαν το συγκρότημα και την πύλη του στην Αθηνά Αρχηγέτιδα (Αθηνά πρώτη αρχηγό ή ιδρύτρια της πόλης), το 11 – 10 π.Χ.
Το συγκρότημα είχε απλή, ελαφρά ακανόνιστη κάτοψη, με ανοιχτή αυλή και σιντριβάνι στο κέντρο, περιβαλλόμενο από Ιωνικό περιστύλιο, με καταστήματα στην πίσω όψη. Επί Αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.) φαίνεται ότι έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις και επισκευές στο μνημείο και ίσως τότε πλακοστρώθηκε η αυλή του. Στη βόρεια παραστάδα της κεντρικής θύρας του δυτικού προπύλου υπάρχει επιγραφή με ψήφισμα του αυτοκράτορα Αδριανού, που ορίζει τις φορολογικές υποχρεώσεις των εμπόρων λαδιού. Από την επιγραφή αυτή συμπεραίνεται ότι εδώ ήταν η κύρια αγορά λαδιού της πόλης.
Δεν παρέλειψαν επίσης να μαρκάρουν τις θέσεις όπου συγκεκριμένοι έμποροι έστησαν τις πραμάτειες τους ή είχαν το μαγαζί τους στο εσωτερικό του περιστυλίου. Ύστερα από τη λεηλασία της Αθήνας από τους Ερούλους το 267 μ.Χ. το κτίριο καταστράφηκε, αλλά δεν επισκευάστηκε. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η περιοχή ονομαζόταν Σταροπάζαρο, διότι εκεί αποθηκεύονταν και πωλούνταν σιτάρι και άλλα αγροτικά προϊόντα. Η κύρια είσοδος του, η Παζαρόπορτα, ήταν η αρχαία πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος. Στη νότια πλευρά αυτής της πύλης βρισκόταν κάποτε ο Βυζαντινός ναός της Αγίας Σωτήρας της Παζαρόπορτας, που κατεδαφίστηκε μετά το 1834.
Το μνημειώδες δωρικό τετράστυλο πρόπυλο έχει μια μεγάλη κεντρική είσοδο και δύο μικρότερες δεξιά και αριστερά του. Οι εμπορικές λειτουργίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1890, όταν ξεκίνησαν επίσημα οι ανασκαφές.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Κτίσθηκε μεταξύ 19 – 11 π.Χ. από τις δωρεές του Ιουλίου Καίσαρα και του Αυγούστου. Επί Αυτοκράτορος Αδριανού πλακοστρώθηκε η αυλή. Μετά την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.) και τον περιορισμό της Αθήνας μέσα στο Υστερορωμαϊκό τείχος, το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της πόλης μεταφέρθηκε από την Αρχαία Αγορά στη Ρωμαϊκή Αγορά και στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Κατά την Βυζαντινή εποχή και την Τουρκοκρατία ο χώρος καταλήφθηκε από οικίες, εργαστήρια και εκκλησίες καθώς και το Φετιχιέ Τζαμί.
Συστηματικές ανασκαφές έγιναν από την Αρχαιολογική Εταιρεία, αφού προηγήθηκαν οι απαραίτητες απαλλοτριώσεις και κατεδαφίσεις οικιών και άλλων κτηρίων (1837 – 1845, 1890 – 1891, 1910, 1930 – 1931), από τους Ιταλούς αρχαιολόγους (1940 – 1942) από τους Αναστάσιο Ορλάνδο και Παύλο Λαζαρίδη (1963 – 1964) και από την Α’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως (1955, 1965 – 1966, 1968, 1984 – 1985, 1989, 1991).
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Κτήριο, διαστάσεων 111 x 98 μ., με μεγάλη ορθογώνια αυλή που περιβάλλεται από στοές, καταστήματα και αποθήκες. Έχει δύο πρόπυλα, ένα ανατολικό ιωνικό και δυτικό δωρικό, γνωστό ως πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς.
Σημαντικότερα Μνημεία και Αρχιτεκτονικά Σύνολα της Περιοχής
– Η πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς στη δυτική πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς. Μνημειώδης είσοδος με τέσσερις Δωρικούς κίονες και αέτωμα από Πεντελικό μάρμαρο. Κατασκευάσθηκε από τις δωρεές του Ιουλίου Καίσαρα και του Αυγούστου και αφιερώθηκε από τον Δήμο των Αθηναίων στην Αθηνά Αρχηγέτιδα (11 π.Χ.).
– Το Ανατολικό Πρόπυλο με τέσσερις Ιωνικούς κίονες από γκρίζο μάρμαρο Υμηττού (19 – 11 π.Χ.), βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς.
– Το Φετιχιέ Τζαμί ή Τζαμί του Πορθητή (1456 μ.Χ.). Κτίσθηκε στο βόρειο μέρος της Ρωμαϊκής Αγοράς επάνω στα ερείπια Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής.
– Το Αγορανομείο. Ορθογώνιο κτήριο ανατολικά της Ρωμαϊκής Αγοράς. Σώζονται η πρόσοψη με τρεις θύρες που φέρουν τοξωτά υπέρθυρα και πλατύ κλιμακοστάσιο. Στο επιστύλιο επιγραφή αναφέρει ότι είναι αφιερωμένο στους Σεβαστούς θεούς και την Αθηνά Αρχηγέτιδα (1ος αιώνα μ.Χ.). Πιθανώς να ήταν Σεβαστείο, δηλαδή κτήριο για Αυτοκρατορική λατρεία.
– Βεσπασιανές (δημόσια αποχωρητήρια). Ορθογώνιο κτήριο με προθάλαμο και τετράγωνη αίθουσα με πάγκους με οπές στις τέσσερις πλευρές και αποχετευτικό αγωγό από κάτω (1ος αιώνας μ.Χ.).
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Μετά τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., συγκεκριμένα μετά το 146 π.Χ., οι Ρωμαίοι κυριάρχησαν πλήρως σε ολόκληρη την Ελλάδα. Όπως ήταν φυσικό, η Ρωμαϊκή κυριαρχία έφερε στις Ελληνικές πόλεις αλλαγές στη διακυβέρνηση, στην οικονομική ζωή, στους όρους διαβίωσης. Ο 1ος αιώνας π.Χ. είναι για την Αθήνα μια περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Επειδή η πόλη τάχθηκε με το μέρος του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη κατά των Ρωμαίων, για την απιστία της αυτή πολιορκήθηκε και λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα του Ρωμαίου στρατηγού Λεύκιου Κορνηλίου Σύλλα, το 86 π.Χ.
Οι φιλολογικές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν για την καταστροφή μεγάλου τμήματος της πόλης και ιδίως της περιοχής γύρω από την Αρχαία Αγορά. Μνημεία καταστράφηκαν, γλυπτά και άλλα έργα τέχνης διαρπάγησαν. Η ανάρρωση από την καταστροφή ήταν αργή και οδυνηρή. Ωστόσο, την καταθλιπτική αυτή περίοδο η Αθήνα υπήρξε πόλος έλξης επιφανών και πλουσίων Ρωμαίων, φιλοσόφων, συγγραφέων, ποιητών, όπως ο Πομπώνιος Αττικός, ο Κικέρων, ο Οράτιος, ο Οβίδιος, ο Βιργίλιος. Όλοι αυτοί την επισκέφτηκαν, γιατί ήθελαν να θαυμάσουν τα περίφημα μεγαλοπρεπή κτήρια και τα αγάλματα στην Ακρόπολη και την Αγορά.
Να περιδιαβάσουν το άλσος της Ακαδημίας και ιδίως να ακούσουν μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας. Ο σεβασμός και η αγάπη τους για τα αρχαία μνημεία φαίνεται και από την προσπάθειά τους να τα διατηρήσουν και να τα αναστηλώσουν δίνοντας δωρεές. Στο δεύτερο ήμισυ του 1ου αιώνα π.Χ. μια σημαντική αλλαγή που έγινε στην πόλη ήταν ο μετασχηματισμός της Αρχαίας Αγοράς. Συγκεκριμένα, η πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, ο ομφαλός της πολιτικής, πολιτιστικής και εμπορικής ζωής, κατελήφθη από κτήρια. Εδώ μεταφέρθηκαν και στήθηκαν μνημεία από άλλες περιοχές, όπως ο ναός του Άρη από την Παλλήνη -κατά μια πρόσφατη άποψη- και ο βωμός του Διός από την Πνύκα.
Ενώ χτίστηκε και ένα μεγάλο κτήριο, το Ωδείο του Αγρίππα, που πήρε το όνομά του από τον γαμπρό του Αυγούστου. Με την κατάληψη της πλατείας της Αγοράς από κτήρια, οι έμποροι και βιοτέχνες έχασαν μεγάλο ζωτικό χώρο σε μια περίοδο με αυξημένες εμπορικές ανάγκες. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι μετά το 80 π.Χ. συνέρρεαν στην Αθήνα όλο και περισσότεροι έμποροι, γιατί έκλεισε η μεγάλη αγορά της Δήλου που καταστράφηκε στον ΙΒ’ Μιθριδατικό πόλεμο. Έτσι, η εμπορική αγορά που ανθούσε για μισή χιλιετία γύρω από την πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, μεταφέρθηκε σε νέο χώρο, 80 μ. ανατολικά, όπου χτίστηκε και κτήριο νέου τύπου που τώρα εισάγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. μικρά καταστήματα και κατοικίες στη βόρεια πλευρά της Αρχαίας Αγοράς κατεδαφίστηκαν για να εξασφαλισθεί χώρος για άλλα δημόσια κτήρια. Η ενέργεια αυτή συμπίπτει με την ίδρυση της νέας Αγοράς και δείχνει την τάση να συγκεντρωθούν όλα τα εμπορικά της πόλης σε έναν χώρο και μάλιστα σε ένα κλειστό κτήριο. Δημιουργείται δηλαδή για πρώτη φορά ένα εμπορικό κέντρο με τη σημερινή έννοια του όρου. Η ίδρυση της νέας Αγοράς έγινε σαφώς από ανάγκη, με την πρωτοβουλία των Αθηναίων, οι οποίοι διά του πρεσβευτού τους Ηρώδη του Μαραθωνίου πέτυχαν χρηματική ενίσχυση από τον Ιούλιο Καίσαρα το 51 π.Χ.
Όταν το 47 π.Χ. ο Καίσαρ επισκέφθηκε την Αθήνα, φαίνεται ότι είχαν γίνει τα σχέδια και ίσως άρχισε η κατασκευή, η οποία όμως διεκόπη σύντομα λόγω των Ρωμαϊκών εμφυλίων αγώνων και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε. Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου 31 π.Χ. και την επικράτηση του Οκταβιανού – Αυγούστου που νίκησε τον αντίπαλό του Μάρκο Αντώνιο, η Αθήνα μπόρεσε να ορθοποδήσει οικονομικά και να αρχίσει πάλι τις οικοδομικές της δραστηριότητες, αν και όχι αμέσως. Όπως φαίνεται, οι Αθηναίοι, πιστοί στα δημοκρατικά ιδεώδη, αντιδρούσαν συνεχώς στη Ρωμαϊκή κυριαρχία, παρά τις κατά καιρούς ευεργεσίες και τα προνόμια που τους δόθηκαν.
Ακολούθησε μια δεκαετία ψυχρότητας και αντιρωμαϊσμού. Μόλις το 19 π.Χ., ο Αύγουστος συμφιλιώθηκε με τους Αθηναίους κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, μετά τη διπλωματική νίκη του κατά των Πάρθων. Τότε, με τη μεσολάβηση του Ευκλή, ιερέα του Απόλλωνα, έδωσε χρήματα για τη νέα αγορά, η οποία είναι γνωστή ως Αγορά του Καίσαρος και του Αυγούστου ή απλώς ως Ρωμαϊκή Αγορά. Η θέση όπου χτίστηκε το νέο κτήριο ήταν η περιοχή την οποία ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων ονομάζει Ερέτρια. Χρησιμοποιείτο ως υπαίθρια αγορά, όπως τόσοι άλλοι χώροι στην ευρύτερη περιφέρεια της Αρχαίας Αγοράς.
Αυτές οι αγορές δεν είχαν καθορισμένα όρια και ονομάζονταν από το είδος των προϊόντων που πωλούνταν εκεί: ιχθυόπολις, ιματιόπολις, κ.λπ. Αυτή ήταν η κατάσταση πριν από την Ελληνιστική εποχή, πριν χτιστούν οι στοές: η μεσαία και η νότια Στοά II και η Στοά του Αττάλου, οι οποίες αφενός καθόρισαν με ακρίβεια και κανονικότητα τα όρια της Αρχαίας Αγοράς, αφετέρου περιόρισαν τις εμπορικές δραστηριότητες στο νότιο μέρος, στη λεγόμενη νότια Πλατεία, μεταξύ μεσαίας και νότιας Στοάς II, χωρίζοντας τον εμπορικό τομέα από τον υπόλοιπο χώρο με τις άλλες δραστηριότητες -θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές.
Η πλαισίωση – κλείσιμο της Αρχαίας Αγοράς με στοές, μη συνδεόμενες μεταξύ τους, είναι ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε μετά τον 2ο αιώνα π.Χ σε πολλές πόλεις της Ελλάδος -και ιδίως της Μ. Ασίας- και οδήγησε σταδιακά στην κλειστή αγορά με συνεχή περίβολο. Την ίδια εποχή κατασκευάζονται παρόμοια περίστυλα κτήρια στην Ιταλία, τα λεγόμενα fora (αγορές), όπως το Forum Julium του Καίσαρα στη Ρώμη, το οποίο είναι κτήριο ανάλογο με τη Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας. Πρόκειται για δύο οικοδομήματα όμοιας αρχιτεκτονικής κλίμακας και πολεοδομικής εξέλιξης με μόνη διαφορά ότι το Forum Julium ήταν προορισμένο για δημόσιες υποθέσεις, όπως αναφέρει ο Ρωμαίος ιστορικός Αππιανός, ενώ η Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας για το εμπόριο.
Και τα δύο είχαν πλατειές περίστυλες αυλές, δηλαδή με στοές γύρω-γύρω, και υψηλό περίβολο τέτοιου τύπου, που δεν ήταν συνηθισμένος στην αρχιτεκτονική παράδοση κανενός από τους δύο τόπους. Ο Καίσαρ, πριν επισκεφθεί την Αθήνα το 47 π.Χ., είχε εγκαινιάσει στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια δύο παρόμοια κτήρια, τα οποία ήταν Καισαρεία, ήταν δηλαδή αφιερωμένα στη νεοϊδρυθείσα λατρεία των δυναστών. Το Αλεξανδρινό μάλιστα κτήριο, όπως παραδίδεται, εδράστηκε σε προγενέστερο Πτολεμαϊκό ιδίου προορισμού. Όπως φαίνεται, τα Ελληνιστικά οικοδομήματα αυτής της μορφής απετέλεσαν πρότυπο για τα Ρωμαϊκά fora.
Στο Αθηναϊκό κτίριο δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία, αλλά μόνον ενδείξεις για την ύπαρξη ιερού Αυτοκρατορικής λατρείας. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι σώζεται μόνον το μισό κτήριο. Η Ρωμαϊκή Αγορά, αν και ήταν μια πρωτότυπη κατασκευή ανεξάρτητη από την Αρχαία Αγορά, τοποθετήθηκε στον χώρο σε συσχετισμό με αυτήν, καθώς και με τους προϋπάρχοντες δρόμους. Το δυτικό μνημειώδες πρόπυλό της, η λεγόμενη πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, τοποθετήθηκε στη διασταύρωση δύο σημαντικών αρχαίων οδών, και μάλιστα λίγο λοξά, για να βρίσκεται στη γραμμή του δρόμου που ερχόταν από την Ακρόπολη με κατεύθυνση προς Βορρά, και πάνω στην οδό που οδηγούσε από την Αρχαία Αγορά προς τα ανατολικά.
Η Ρωμαϊκή Αγορά ως προς την αρχιτεκτονική μορφή της και τον τρόπο ένταξής της στον πολεοδομικό ιστό της αρχαίας Αθήνας είναι Ρωμαϊκή, ως προς τους ρυθμούς, τις μεθόδους κατασκευής και τα επιμέρους αρχιτεκτονικά μέλη βρίσκεται σαφώς μέσα στην Ελληνική, κλασική παράδοση. Οι αρχαίες φιλολογικές πηγές δεν αναφέρουν το μνημείο. Είναι μυστήριο πώς ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.), που επισκέφθηκε και περιέγραψε με λεπτομέρεια την Αρχαία Αγορά και τη Βιβλιοθήκη Αδριανού σε απόσταση λίγων μόλις μέτρων, παραλείπει τη Ρωμαϊκή Αγορά.
Αυτό ίσως εξηγείται από το ότι κύριος σκοπός του ήταν να περιγράψει παλαιότερα οικοδομήματα σχετιζόμενα με την ιστορία, τις λατρείες και τους μύθους της Αθήνας και όχι κοσμικά κτίρια. Η Ρωμαϊκή Αγορά βρίσκεται μεταξύ των οδών Πελοπίδα, Μάρκου Αυρηλίου, Πολυγνώτου, Διοσκούρων και Επαμεινώνδα και σώζεται κατά το ήμισυ περίπου. Το ΒΔ τμήμα της και το βόρειο περιστύλιο βρίσκονται κάτω από τους γειτονικούς δρόμους και τις οικίες, βόρεια από τον αρχαιολογικό χώρο έως την οδό Δεξίππου. Η ορθογώνια, υπαίθρια αυλή έχει διαστάσεις 111 x 98 μ., Ιωνικό περιστύλιο στις τέσσερις πλευρές, καταστήματα και αποθηκευτικούς χώρους στο πίσω μέρος του περιστυλίου.
Στη νότια πλευρά και πιθανόν και στη βόρεια υπήρχε και εσωτερικό περιστύλιο με Δωρικούς αρράβδωτους κίονες. Δύο πρόπυλα, ένα στη δυτική πλευρά δωρικό -η πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς- και ένα στην ανατολική πλευρά Ιωνικό με αρράβδωτους κίονες, ήταν οι κύριες είσοδοι του κτηρίου. Κανένα πρόπυλο δεν βρίσκεται στον άξονα της αυλής. Το μεν δυτικό τοποθετήθηκε λίγο νοτιότερα, γιατί στο σημείο αυτό κατέληγε ο δρόμος που ερχόταν από την Αρχαία Αγορά, ενώ το ανατολικό πρόπυλο κατασκευάστηκε αρκετά νοτιότερα στην πορεία του ίδιου δρόμου, που πρέπει να είχε μιαν απόκλιση προς ΝΑ.
Όταν αργότερα, λίγα μέτρα ανατολικά χτίστηκε ένα μεγάλο κτήριο, το λεγόμενο Αγορανομείο, το πρόπυλο αυτό αποτελούσε τη μνημειώδη πρόσβαση για τους ερχόμενους από την Αγορά. Στο κέντρο της νότιας πλευράς υπάρχει μια κρήνη με δεξαμενή στο πίσω μέρος της. Ακριβώς δίπλα, ένα κλιμακοστάσιο οδηγούσε στον δρόμο που περνούσε ψηλά, πάνω από τον αρχαίο αναλημματικό τοίχο. Εδώ ίσως υπήρχε και άλλη είσοδος. Ανατολικά από το κλιμακοστάσιο υπάρχουν δύο δωμάτια, άγνωστης χρήσης. Ο περίβολος ήταν χτισμένος από πωρόπλινθους. Σώζονται η νότια πλευρά του, που λειτουργούσε και ως ανάλημμα της πλαγιάς του λόφου, και η ανατολική που μας δίνει και μια ιδέα της εξωτερικής όψης του.
Λείψανα του βόρειου περιστυλίου ανασκάφηκαν και διατηρούνται στον αρχαιολογικό χώρο που περικλείεται από τις οδούς Πελοπίδα, Πάνος και Αδριανού, καθώς και στο υπόγειο του καταστήματος στη γωνία των οδών Πάνος και Δεξίππου, της οποίας η οικοδομική γραμμή βρίσκεται ακριβώς επάνω στον στυλοβάτη του βόρειου περιστυλίου. Άλλο τμήμα του ανασκάφηκε στην πλατεία της Αγίας Γρηγορούσας αλλά επιχώστηκε. Ο στυλοβάτης, οι κίονες των περιστυλίων και το ανατολικό πρόπυλο είναι κατασκευασμένα από γκρίζο μάρμαρο Υμηττού, ενώ οι βάσεις, τα κιονόκρανα και οι σίμες, καθώς και το δυτικό πρόπυλο, από Πεντελικό μάρμαρο.
Χάριν οικονομίας, πολλά αρχιτεκτονικά μέλη ήταν σε δεύτερη χρήση, όπως φαίνεται από την ποικιλία των διαστάσεων των κιονόκρανων και των βάσεων των κιόνων του περιστυλίου, την ποικιλία των ακροκεράμων και τις πωροπλίνθους του περιβόλου με τα διάφορα ύψη. Η όλη κατασκευή του μνημείου, ιδίως η απουσία κονιάματος ως συνδετικού υλικού, οδήγησε στη χρονολόγησή του στους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους. Το μόνο όμως σαφώς χρονολογούμενο τμήμα του είναι το δυτικό πρόπυλο χάρις στην επιγραφή πάνω στο επιστύλιό του, όπου αναφέρεται ότι αυτό κατασκευάστηκε από τις δωρεές του Ιουλίου Καίσαρα και του Αυγούστου και αφιερώθηκε από τον Δήμο των Αθηναίων στην Αθηνά Αρχηγέτιδα επί άρχοντος Νικίου (11 – 10 π.Χ.).
Το κείμενο της επιγραφής είναι το ακόλουθο:
«Ο ΔΗΜΟΣ ΑΠΟ ΤΩΝ ΔΟΘΕΙΣΩΝ ΔΩΡΕΩΝ ΥΠΟ ΓΑΙΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΘΕΟΥ /
ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ /
ΑΘΗΝΑ ΑΡΧΗΓΕΤΙΔΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥΝΤΟΣ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΟΠΛΙΤΑΣ ΕΥΚΛΕΟΥΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΥ /
ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΔΕΞΑΜΕΝΟΥ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΝ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΡΩΔΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΕΥΣΑΝΤΟΣ /
ΕΠΙ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΝΙΚΙΟΥ ΤΟΥ ΣΑΡΑΠΙΩΝΟΣ ΑΘΜΟΝΕΩΣ»
Οι παλαιότερες έρευνες και οι επιμέρους μελέτες δεν είχαν ξεκαθαρίσει την ακριβή χρονολογία της Ρωμαϊκής Αγοράς ούτε τη χρονολογική σχέση του προπύλου της Αρχηγέτιδος με το υπόλοιπο μνημείο. Διάφορες απόψεις είχαν διατυπωθεί σχετικά: ότι αρχικά χτίστηκε μια πώρινη κατασκευή Υστεροελληνιστικών ή πρώιμων Ρωμαϊκών χρόνων στον χώρο και ότι η πύλη κατασκευάστηκε μεταγενέστερα από το κτήριο για να λαμπρύνει μια είσοδο που προϋπήρχε εδώ ή ακόμη ότι η πύλη αρχικά ίσως ήταν μια ανεξάρτητη θριαμβική αψίδα πάνω στον δρόμο που συνέδεε την Αρχαία με τη Ρωμαϊκή Αγορά και ότι το μνημείο χτίστηκε μετά.
Σε πρόσφατη μελέτη του Αμερικανού αρχαιολόγου Michael Hoff, διευκρινίστηκαν ορισμένα χρονολογικά και μορφολογικά προβλήματα του μνημείου. Κατά τον Hoff, ο Ιούλιος Καίσαρ έκανε τη δωρεά του το 51 π.Χ. για να αντισταθμίσει ανάλογη δωρεά του αντιπάλου του Πομπήιου και να κερδίσει την εύνοια των Αθηναίων, οι οποίοι είχαν ταχθεί με το μέρος του τελευταίου. Λόγω όμως των συνεχών εμφυλίων αγώνων, τα περισσότερα χρήματα ξοδεύτηκαν πριν προλάβει να γίνει κάποια κατασκευή στον χώρο. Ο Αύγουστος πρέπει να έκανε τη δωρεά του όταν επισκέφθηκε την Αθήνα το 19 π.Χ. επιστρέφοντας από τη Μ. Ασία, μετά τη διπλωματική νίκη του κατά των Πάρθων.
Τότε άρχισε, όπως φαίνεται, η κατασκευή του μνημείου, το οποίο πρέπει να χτίστηκε ολόκληρο σε μία οικοδομική φάση και ολοκληρώθηκε επί άρχοντος Νικίου, το 11 – 10 π.Χ. Από χαλκογραφίες και σχέδια του 18ου αιώνα, του Le Roy και των Stuart και Revett, ιδίως από την αναπαράσταση των δύο τελευταίων και τις σημειώσεις τους, πληροφορούμεθα ότι στην κορυφή του δυτικού προπύλου είχε στηθεί ως ακρωτήριο ένα άγαλμα, που εικόνιζε έφιππο τον Λούκιο Καίσαρα, εγγονό του Αυγούστου, γιο της κόρης του Ιουλίας. Αυτός είχε υιοθετηθεί από τον Αύγουστο το 12 π.Χ. και έφερε τον τίτλο του Καίσαρα μέχρι το 2 μ.Χ., οπότε πέθανε.
Δυστυχώς τόσο η ενεπίγραφη βάση, την οποία είχαν δει οι περιηγητές, όσο και το άγαλμα έχουν χαθεί. Επίσης αναφέρεται ότι στο αέτωμα του προπύλου κάποιας εισόδου υπήρχε σε μικρότερες διαστάσεις και άγαλμα του Γάιου Καίσαρα, αδελφού του Λουκίου, τον οποίο είχε επίσης υιοθετήσει ο Αύγουστος. Στο δυτικό πρόπυλο και σε άλλα σημεία υπήρχαν και αγάλματα του Αυγούστου και άλλων μελών της Αυτοκρατορικής οικογένειας, όπως συμπεραίνεται από τα ενεπίγραφα βάθρα που είδαν και αναφέρουν διάφοροι περιηγητές. Συγκεκριμένα, οι Stuart και Revett αναφέρουν ενεπίγραφο βάθρο από άγαλμα της συζύγου του Αυγούστου Λιβίας ως Αφροδίτης, το οποίο όμως έχει χαθεί.
Στις ανασκαφές του 1930 – 1931 έχει βρεθεί το πορτραίτο του Αυγούστου που βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο. Στο Εθνικό Μουσείο υπάρχουν επίσης και πορτραίτα του Λουκίου Καίσαρα σε φυσικό μέγεθος και του Γάιου Καίσαρα, από ανάγλυφο μικρότερο του φυσικού, και τα δύο από την Αθήνα. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για τα πορτραίτα της Ρωμαϊκής Αγοράς, αφού, όπως παραδίδεται, στην Αθήνα στήθηκε ένα μόνον άγαλμα του Λουκίου Καίσαρα, ενώ το κεφάλι του Γάιου Καίσαρα από ανάγλυφο θα μπορούσε να είναι αυτό που αναφέρουν οι περιηγητές από το αέτωμα κάποιας εισόδου του μνημείου.
Επί Αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.) φαίνεται ότι έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις και επισκευές στο μνημείο και ίσως τότε πλακοστρώθηκε η αυλή του. Γύρω στο 100 μ.Χ. πλακοστρώθηκε και η οδός που συνέδεε την Αρχαία Αγορά με τη Ρωμαϊκή και πλαισιώθηκε από στοές με καταστήματα στο πίσω μέρος τους. Επειδή η οδός αυτή βρισκόταν 5 μ. περίπου χαμηλότερα από το δυτικό πρόπυλο, στο ανατολικό της άκρο κατασκευάστηκε μια ράμπα που οδηγούσε στο εσωτερικό της Ρωμαϊκής Αγοράς διά της μεσαίας διόδου του προπύλου, όπως διαπιστώθηκε με ανασκαφική έρευνα το 1985.
Στη βόρεια παραστάδα της κεντρικής θύρας του δυτικού προπύλου υπάρχει επιγραφή με ψήφισμα του Αυτοκράτορας Αδριανού, που περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις των εμπόρων λαδιού. Η θέση του ψηφίσματος στην κυρία είσοδο της Ρωμαϊκής Αγοράς είχε σκοπό αφενός να υπενθυμίζει στους ελαιοπαραγωγούς που εμπορεύονταν εδώ τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, οι οποίες έφθαναν μέχρι και το 1/3 της παραγωγής τους, και αφετέρου να εξασφαλισθεί στην πόλη μια ικανή ποσότητα λαδιού προς πώληση. Από την επιγραφή αυτή συμπεραίνεται ότι εδώ ήταν η κύρια αγορά λαδιού της πόλης. Ενδιαφέρουσες είναι οι χαρακτές επιγραφές που εντοπίστηκαν σε ορισμένους κίονες και στο στυλοβάτη του νότιου περιστυλίου, όπως:
«ΑΓΑΘΗ ΤΥΧΗ, ΤΟΠΟΣ ΕΠΙΦΑΝΟΥ»
«ΤΟΠΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗ, ΕΥΤΥΧΕΙΤΩ»
Οι οποίες όπως φαίνεται όριζαν τους «τόπους», τις θέσεις δηλαδή όπου συγκεκριμένοι έμποροι πουλούσαν τα προϊόντα τους ή είχαν μαγαζιά στο εσωτερικό του περιστυλίου. Σήμερα διακρίνεται αμυδρά μια επιγραφή στον στυλοβάτη του νότιου περιστυλίου μεταξύ 11ου και 12ου κίονος απέναντι από την κρήνη. Οι επιγραφές αυτές, το ψήφισμα του Αδριανού στη βόρεια παραστάδα της πύλης της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, καθώς και τα κυκλικά κοιλώματα -που πιθανόν ήταν μέτρα χωρητικότητας- πάνω στον στυλοβάτη του νότιου περιστυλίου, συνέβαλαν στην ταύτιση του μνημείου όταν άρχισε να ανασκάπτεται τον περασμένο αιώνα.
Ανατολικά από το ανατολικό πρόπυλο, μια σκάλα οδηγούσε σε ένα φυσικά υψηλότερο επίπεδο, επάνω στο οποίο βρίσκονταν τρία κτήρια άμεσα συνδεδεμένα με τη Ρωμαϊκή Αγορά: το λεγόμενο Αγορανομείο, οι Βεσπασιανές και ο Πύργος των Ανέμων ή Ωρολόγιο του Κυρρήστου. Το λεγόμενο Αγορανομείο χτίστηκε στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. Σώζονται ένα πλατύ κλιμακοστάσιο, μέρος της πρόσοψής του με τρεις θύρες που έχουν τοξωτά υπέρθυρα από μάρμαρο Υμηττού, καθώς και τμήματα του βόρειου και του νότιου τοίχου του που είναι χτισμένοι από μεγάλες πωροπλίνθους. Δυστυχώς, μεγάλο τμήμα του ανατολικού μέρους του κτηρίου βρίσκεται κάτω από την οδό Μάρκου Αυρηλίου και έτσι δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε την κάτοψή του.
Πάνω στο επιστύλιο της πρόσοψης υπήρχε επιγραφή χαραγμένη σε Πεντελικό μάρμαρο, που ανέφερε ότι το κτήριο αυτό, όπως και το δυτικό πρόπυλο, ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά Αρχηγέτιδα και τους Σεβαστούς Θεούς. Από την επιγραφή αυτή, ένα τμήμα βρίσκεται στη θέση του πάνω στο μνημείο, δύο άλλα διπλού μήκους βρίσκονται μέσα στο μνημείο, ενώ ένα τρίτο επάνω στην Ακρόπολη, δυτικά του Παρθενώνα. Δυστυχώς, λείπει η αρχή της επιγραφής με το όνομα του κτηρίου. Η ταύτισή του με Αγορανομείο οφείλεται στον Γάλλο αρχαιολόγο Paul Graindor, ο οποίος στηρίχτηκε σε μια επιγραφή πάνω σε τοξωτό υπέρθυρο από Υμήττειο μάρμαρο, το οποίο εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με εκείνα των θυρών του Αγορανομείου.
Ωστόσο, είναι πολύ μικρότερων διαστάσεων και προφανώς προέρχεται από άλλο κτήριο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η επιγραφή αυτή, όσο και δυο άλλες που αναφέρουν το Αγορανομείο βρέθηκαν κοντά στο δυτικό πρόπυλο της Ρωμαϊκής Αγοράς, όπου πρέπει να βρισκόταν το Αγορανομείο, κατά πάσα πιθανότητα στον δρόμο που συνέδεε την Αρχαία με τη Ρωμαϊκή Αγορά. Ο Αμερικανός αρχαιολόγος Michael Hoff προτείνει την ταύτιση του κτηρίου με το Σεβαστείο με βάση την επιγραφή της πρόσοψης που αναφέρει «Σεβαστούς Θεούς». Πιστεύει δηλαδή ότι είναι ένα κτήριο, ίσως βασιλική, προορισμένο για την Αυτοκρατορική λατρεία, δηλαδή τη λατρεία των Θεοποιημένων Αυτοκρατόρων και μελών της οικογένειάς τους.
Αυτοκρατορική λατρεία υπήρχε στην Αθήνα από τους πρώιμους ήδη Ρωμαϊκούς χρόνους, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές στην Ακρόπολη και το Διονυσιακό θέατρο, που αναφέρουν ιερείς «ΘΕΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ», «ΘΕΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΕΠ’ ΑΚΡΟΠΟΛΕΙ», ο ναός του Αυγούστου και της Ρώμης στην Ακρόπολη, οι βωμοί προς τιμήν του Αυγούστου που βρέθηκαν στην περιοχή της Πλάκας, όχι μακριά από τη Ρωμαϊκή Αγορά, και τέλος η επιγραφή σε βάθρο κοντά στην πύλη της Αρχηγέτιδος, που αναφέρει τη σύζυγο του Αυγούστου Λιβία ως Αφροδίτη.
Η επιγραφή της πρόσοψης του κτηρίου, που αναφέρει «Σεβαστούς θεούς» στον πληθυντικό, πρέπει να χρονολογηθεί στην εποχή του Κλαυδίου, ο οποίος Θεοποιήθηκε επισήμως μαζί με τη σύζυγό του γύρω στο 60 μ.Χ. Στη χρονολόγηση του κτηρίου στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. οδηγούν και τα μονόλιθο τοξωτά υπέρθυρα, που μοιάζουν με ανάλογα της σκηνής του Διονυσιακού θεάτρου, εποχής Νέρωνα. Κατά τον Hoff, η πρόσοψη αυτή ίσως είναι ύστερη φάση μιας προγενέστερης του κτηρίου, το οποίο, όπως φαίνεται, συνδεόταν ανέκαθεν άμεσα με την αυλή της Ρωμαϊκής Αγοράς και αποτελούσε ένα σύνολο με αυτήν.
Ωστόσο, για την τελική επιβεβαίωση της ταύτισης του λεγομένου Αγορανομείου με το Σεβαστείο, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα προς τα ανατολικά. Βόρεια από τον πύργο των Ανέμων σώζονται τα ερείπια ενός άλλου κτηρίου, το οποίο πρέπει να χτίστηκε επίσης μέσα στον 1ο αιώνα μ.Χ. Τη χρήση του προσδιόρισε το 1940 ο Αναστάσιος Ορλάνδος. Πρόκειται για τις Βεσπασιανές, τα δημόσια αποχωρητήρια της εποχής για την εξυπηρέτηση του πολυπληθούς κοινού που σύχναζε στη Ρωμαϊκή Αγορά. Είναι ένα ορθογώνιο κτήριο με ένα μακρόστενο προθάλαμο και μια τετράγωνη περίπου αίθουσα, που είχε πάγκους με οπές στις τέσσερις πλευρές.
Κάτω από τους πάγκους υπήρχε βαθύ κανάλι με κλίση, για να διοχετεύονται οι ακαθαρσίες στον κεντρικό αγωγό της πόλης, με τη συνεχή ροή του νερού που ερχόταν από τις πηγές της βόρειας κλιτύος της Ακρόπολης. Το κτήριο ήταν στεγασμένο, πλην του κεντρικού ορθογωνίου αιθρίου που χρησίμευε για τον φωτισμό και τον εξαερισμό. Το σπουδαιότερο κτήριο του χώρου είναι το Ωρολόγιο του Κυρρήστου ή Πύργος των Ανέμων ή Αέρηδες, όπως είναι σήμερα γνωστό. Πρόκειται για οκταγωνικό πύργο, με πλευρά μήκους 3,20 μ., από πεντελικό μάρμαρο, πάνω σε βάση με τρεις βαθμίδες. Έχει κωνική στέγη, ένα κυλινδρικό πρόσκτισμα στη νότια πλευρά και δύο πρόπυλα, ένα στη ΒΑ και άλλο στη ΒΔ πλευρά.
Στην κορυφή της στέγης ένας ορειχάλκινος ανεμοδείκτης σε μορφή Τρίτωνα έδειχνε την κατεύθυνση των ανέμων, οι οποίοι εικονίζονται ανάγλυφα στο πάνω μέρος κάθε πλευράς, προσωποποιημένοι, κρατώντας τα σύμβολά τους. Τα ονόματά τους είναι χαραγμένα κάτω από το γείσο: ΒΟΡΕΑΣ, ΚΑΙΚΙΑΣ, ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ, ΕΥΡΟΣ, ΝΟΤΟΣ, ΛΙΨ, ΖΕΦΥΡΟΣ, ΣΚΙΡΩΝ. Κάτω από κάθε άνεμο υπάρχουν χαραγμένες ακτίνες σε διάφορους σχηματισμούς που αποτελούν ένα ηλιακό ρολόι. Οι περισσότεροι μελετητές χρονολογούν το μνημείο στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα π.Χ., ενώ ο Γερμανός αρχαιολόγος Joachim von Freeden σε πρόσφατη μελέτη του το χρονολογεί στο τρίτο τέταρτο του 2ου αιώνα π.Χ.
Γιατί βρίσκει ομοιότητες στο κορυφαίο Κορινθιακό κιονόκρανο της στέγης του μνημείου με ανάλογο από τη Στοά του Αττάλου, καθώς και ομοιότητες μεταξύ των μορφών ορισμένων ανέμων και μορφών του βωμού της Περγάμου. Ωστόσο η χρονολόγηση αυτή δεν έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή. Ο πιθανότερος χρόνος κατασκευής του πρέπει να είναι γύρω στο 47 π.Χ. Κατασκευάστηκε από τον αστρονόμο Ανδρόνικο από την Κύρρο της Μακεδονίας. Το αναφέρουν Ρωμαίοι συγγραφείς όπως ο Ουάρρων (37 π.Χ.) και ο Βιτρούβιος (27 – 14 π.Χ.), ενώ ο Παυσανίας (2ος αιώνα μ.Χ.) το παραλείπει. Με τον τρόπο υπολογισμού της ώρας με βάση το ηλιακό ρολόι ασχολήθηκαν ειδικοί από τον περασμένο ήδη αιώνα.
Πρώτος ο ομογενής Λ. Παλάσκας, αξιωματικός του Γαλλικού ναυτικού, μελέτησε το ηλιακό ρολόι, τοποθέτησε μεταλλικούς γνώμονες στο μνημείο και έκανε σχετικό υπόμνημα στην Αρχαιολογική Εταιρεία, που του είχε αναθέσει τη μελέτη. Μεταξύ 1967 – 1969 ασχολήθηκαν με αυτό ο καθηγητής της αστρονομίας Κ. Κωτσάκης και στη συνέχεια οι αστρονόμοι – μαθηματικοί Γρ. Αντωνακόπουλος και Χ. Φραγκάκης, που έκαναν διάφορους μαθηματικούς υπολογισμούς με τη βοήθεια Η/Υ στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ. Αυτοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι γνώμονες πρέπει να ήταν τοποθετημένοι στο σημείο όπου συγκλίνουν οι ακτίνες και με κατεύθυνση προς το Βόρειο πόλο.
Από το μήκος της σκιάς του γνώμονα πάνω στις χαράξεις οι αρχαίοι υπολόγιζαν, όπως φαίνεται, την ώρα. Για τον υπολογισμό της ώρας τις ανήλιες μέρες και τις νύχτες υπήρχε στο εσωτερικό του πύργου ένα υδραυλικό ρολόι, όπως δείχνουν τα ίχνη καναλιών και οπών τόσο στο εσωτερικό του κυλινδρικού προσκτίσματος, όσο και στο δάπεδο του πύργου. Το 1966, ο Derek de Solla Price, τότε καθηγητής της Ιστορίας των Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και ο Joseph Noble, ιστορικός της Τέχνης, τότε Υποδιευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, προσπάθησαν να αναπαραστήσουν τον τρόπο λειτουργίας του υδραυλικού ρολογιού.
Η αναπαράσταση αυτή βασίστηκε στην περιγραφή της λειτουργίας άλλων αρχαίων υδραυλικών ρολογιών, όπως του Κτησίβιου, του Φίλωνος κ.ά., όπως παραδίδει ο Βιτρούβιος, κυρίως όμως σε τμήματα παρόμοιου ρολογιού που βρέθηκαν σε ρωμαϊκά ερείπια κοντά στο Σάλτζμπουργκ. Σύμφωνα με την αναπαράσταση αυτή, στο κυλινδρικό πρόσκτισμα υπήρχαν δύο δεξαμενές (μία επάνω, που πατούσε σε πατάρι, και μία άλλη κάτω) που λειτουργούσαν σαν ένα είδος κλεψύδρας. Το νερό έφθανε με πίεση στην επάνω δεξαμενή και από εκεί διοχετευόταν στην κάτω, όπου υπήρχε πλωτήρας δεμένος σε μια αλυσίδα.
Όταν αυτός ανέβαινε στην επιφάνεια του νερού κινούσε την αλυσίδα, η οποία με τη σειρά της περιέστρεφε έναν δίσκο ωρολογίου στο κέντρο του πύργου. Πίσω από τον δίσκο υπήρχε ένα άγαλμα του Ποσειδώνα, ενώ δεξιά και αριστερά, πάνω σε κιονόσχημες βάσεις, υπήρχαν αγάλματα του Ηρακλή και του Άτλαντα, οι οποίοι κρατούσαν ένα μεταλλικό πλέγμα με υποδιαιρέσεις που αντιστοιχούσαν στις ώρες. Ένα οριζόντιο σύρμα έδειχνε τη διαίρεση ημέρας και νύχτας, ενώ ένα κατακόρυφο έδειχνε το μεσημέρι και τα μεσάνυχτα. Πάνω στον δίσκο, πίσω από το μεταλλικό πλέγμα, ήταν χαραγμένος ένας στερεογραφικός χάρτης με οπές.
Σε αυτές τις οπές οι Αθηναίοι έβαζαν μια μικρή χρυσή σφαίρα που συμβόλιζε τον ήλιο, ο οποίος περιστρεφόταν γύρω από τη γη, σύμφωνα με τη γεωκεντρική αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων. Κάθε μία ή δύο ημέρες τοποθετούσαν τη χρυσή σφαίρα στην επόμενη οπή για να δείξουν τη διαδρομή του ήλιου, ο οποίος, καθώς κινούταν μαζί με τον ωρολογιακό δίσκο, περνούσε πίσω από το πλέγμα που έδειχνε τις ώρες της νύχτας και της ημέρας. Κάθε 24 ώρες άδειαζαν τη μικρή δεξαμενή και αυτό ισοδυναμούσε με κούρδισμα του ρολογιού. Ένας σωλήνας έφερνε το νερό αυτό σε κρουνούς και σε σιντριβάνια μπροστά από τον μηχανισμό του ρολογιού. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι είχαν και αυτοί 24 ώρες, 12 ημερήσιες και 12 νυχτερινές.
Χώριζαν δηλαδή την ημέρα από την ανατολή έως τη δύση σε δώδεκα ίσα μέρη. Οι ώρες αυτές όμως ήταν άνισης διάρκειας, γιατί ανάλογα με τις εποχές αλλάζει, ως γνωστόν, η διάρκεια ημέρας και νύχτας και αντίστοιχα η διάρκεια των ωρών, χειμερινών και θερινών. Έπρεπε λοιπόν να γίνει τροποποίηση της ροής του νερού της κλεψύδρας, δηλαδή να επιταχύνεται ή να επιβραδύνεται η ροή ανάλογα με τη διάρκεια που είχε η ημέρα στις διάφορες εποχές του έτους. Αυτό επιτυγχανόταν με το άνοιγμα ή κλείσιμο κάποιας βαλβίδας και με τη διαφορά του ύψους του νερού στις δεξαμενές.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Πύργος των Ανέμων ήταν αφενός ρολόι, αφετέρου ένα είδος μετεωρολογικού σταθμού της εποχής που ασφαλώς προκαλούσε τον θαυμασμό του κοινού ως επίτευγμα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ένα μαρμάρινο παραπέτο, ύψους 0,90 μ. περίπου, προστάτευε τον μηχανισμό του ρολογιού, το οποίο ήταν ανοιχτό για το κοινό όλο το εικοσιτετράωρο. Ήταν σημαντικό για τους εμπόρους να γνωρίζουν την ώρα και τους ανέμους για να μπορούν να υπολογίσουν πότε περίπου θα έφθαναν τα προϊόντα τους στον προορισμό τους.
Ο Πύργος των Ανέμων κατά την παλαιοχριστιανική εποχή μετετράπη σε εκκλησία ή σε βαπτιστήριο κάποιας άλλης γειτονικής εκκλησίας, ενώ στον χώρο έξω από την ΒΑ είσοδό του υπήρξε Χριστιανικό κοιμητήριο, όπως έδειξαν οι ανασκαφές. Τον 15ο αιώνα το μνημείο αναφέρεται από τον Κυριακό Αγκωνίτη ως ναός του Αιόλου, ενώ σε ταξιδιωτική περιγραφή ανωνύμου περιηγητή ως εκκλησία. Τον 18ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως τεκές των Δερβίσηδων. Τότε πρέπει να ανοίχτηκαν και τα παράθυρα. Μετά την εξέταση της Ρωμαϊκής Αγοράς και των μνημείων που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον της και συνδέονται με αυτήν προκύπτει ότι το πρώτο κτίσμα στον χώρο ήταν ο Πύργος των Ανέμων (47 π.Χ.).
Στη συνέχεια οικοδομήθηκαν η Ρωμαϊκή Αγορά (19 – 11 π.Χ.), πολύ αργότερα, μέσα στο δεύτερο ήμισυ του 1ου αιώνα μ.Χ. το λεγόμενο Αγορανομείο και ακολούθως οι Βεσπασιανές. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς καταστράφηκε η Ρωμαϊκή Αγορά. Πάντως μετά την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ., οπότε η πόλη περιορίστηκε μέσα στο Υστερορωμαϊκό τείχος που χτίστηκε επειγόντως με οικοδομικό υλικό από τα κατεστραμμένα μνημεία, το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της Αθήνας μεταφέρθηκε από την Αρχαία Αγορά εδώ και στη Βιβλιοθήκη Αδριανού.
Στο τελευταίο μνημείο συνέχισε να βρίσκεται έως τα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ στη Ρωμαϊκή Αγορά πολύ λιγότερο, γιατί με την πάροδο των ετών ο χώρος προσχώθηκε σταδιακά και καταλήφθηκε από διάφορα κτήρια, οικίες, εργαστήρια, εκκλησίες, όπως των Ταξιαρχών (Γρηγορούσα), του Προφήτη Ηλία (12ος αιώνας μ.Χ.), και της Σωτείρας της Παζαρόπορτας, εποχής Τουρκοκρατίας. Οι δύο τελευταίες δεν σώζονται σήμερα. Το 1456 χτίστηκε το Φετιχιέ Τζαμί ή Τζαμί του Πορθητού ΒΑ της Πύλης της Αρχηγέτιδος πάνω στα κατάλοιπα μιας μεγάλης τρίκλιτης μεσοβυζαντινής βασιλικής, τμήματα της οποίας ανέσκαψε το 1964 ο Π. Λαζαρίδης.
Λόγω των αλλεπαλλήλων οικήσεων στον χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς από τη Βυζαντινή εποχή και μετά, δεν ήταν δυνατή η αναγνώριση των λειψάνων του μνημείου έως τον 18ο αιώνα. Τα μόνα ορατά τμήματά του ήταν το Πρόπυλο της Αρχηγέτιδος και η κιονοστοιχία του Ανατολικού περιστυλίου. Οι πρώτοι περιηγητές της Αθήνας, τον 15ο και 16ο αιώνα, δεν μπόρεσαν να συσχετίσουν αυτά τα λείψανα ως ανήκοντα σε ένα μνημείο. Στα τέλη του 17ου αιώνα, ο Άγγλος George Wheler και ο Γάλλος Jacob Spon θεώρησαν την Πύλη της Αρχηγέτιδος ως την πρόσοψη του ναού του Αυγούστου παρερμηνεύοντας την αφιερωματική επιγραφή πάνω στο επιστύλιο της πύλης.
Άλλοι αρκέστηκαν να κάνουν σημειώσεις και μερικά πρόχειρα σκίτσα των μνημείων που είδαν. Οι πρώτοι που μελέτησαν προσεκτικά τη Ρωμαϊκή Αγορά και έκαναν λεπτομερείς μετρήσεις και αρχιτεκτονικά σχέδια ήταν οι Άγγλοι James Stuart και Nicolas Revett. Τα λαμπρά σχέδιά τους συνοδεύονταν από σχόλια, στα οποία οι δύο αρχιτέκτονες ταύτιζαν την Πύλη ως πρόπυλο μιας Αγοράς. Στην ταύτιση οδηγήθηκαν από το ψήφισμα σχετικά με την πώληση του λαδιού, που ήταν χαραγμένο πάνω στη βόρεια παραστάδα της κεντρικής θύρας της πύλης, και από την ενεπίγραφη βάση αγάλματος, το οποίο ήταν αφιέρωμα των αγορανόμων στη σύζυγο του Αυγούστου Λιβία, τιμώμενη ως Αφροδίτη.
Σημειωτέον ότι στην επιγραφή αυτή η Λιβία αναφέρεται ως Ιουλία Αυγούστα, επωνυμία που πήρε το 14 μ.Χ., μετά τον θάνατο του συζύγου της και αποτελεί terminus post quem για τη χρονολόγηση του αφιερώματος. Από χαλκογραφίες του 18ου αιώνα καθώς και από σχέδια και ελαιογραφίες περιηγητών του 19ου αιώνα παίρνουμε μιαν εικόνα της εξέλιξης του χώρου. Μόνο το πρόπυλο της Αρχηγέτιδος ήταν ορατό ενώ ο Πύργος των Ανέμων και το Αγορανομείο ήταν μισοχωμένα. Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές έγιναν από την Αρχαιολογική Εταιρεία αφού έγιναν οι απαραίτητες απαλλοτριώσεις και κατεδαφίσεις οικιών και άλλων κτηρίων.
Οι πρώτες αναστηλωτικές εργασίες έγιναν μεταξύ 1915 – 1919 από τον Αν. Ορλάνδο στην Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς και στον Πύργο των Ανέμων. Το 1942, οι Ιταλοί αναστήλωσαν ορισμένους κίονες του ανατολικού περιστυλίου, ενώ το 1963 ο Ορλάνδος τρεις κίονες του νότιου περιστυλίου με τα επιστύλιά τους. Έτσι δόθηκε και η τρίτη διάσταση του μνημείου. Από τις κατεδαφίσεις των παλαιών οικιών και από τις ανασκαφές προέκυψε, όπως ήταν φυσικό, πολυάριθμο αρχαιολογικό υλικό: γλυπτά, επιγραφές, αρχιτεκτονικά μέλη. Το υλικό αυτό αυξήθηκε με την προσθήκη τυχαίων ευρημάτων από την Πλάκα και άλλες περιοχές.
Μεταξύ 1965 – 1967 έγιναν οι πρώτες τακτοποιήσεις του υλικού αυτού σε λιθοσωρούς. Τα τελευταία χρόνια έγιναν σημαντικές εργασίες διαμόρφωσης του χώρου στο πλαίσιο της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας. Τα περισσότερα γλυπτά και επιγραφές περισυλλέχθηκαν, καταγράφηκαν και φυλάχτηκαν σε αποθήκες αρχαίων της Εφορείας Ακροπόλεως, ενώ τα αρχιτεκτονικά μέλη τακτοποιήθηκαν σε λιθοσωρούς σε διάφορα σημεία του μνημείου. Χάρις στις εργασίες αυτές και την κατάλληλη σήμανση με ενημερωτικές πινακίδες, ο χώρος και τα άλλα μνημεία της Ρωμαϊκής Αγοράς ευπρεπίστηκαν και αναδείχτηκαν, κυρίως όμως έγιναν «αναγνώσιμα».
Οι επισκέπτες μπορούν να δουν καθαρά και να κατανοήσουν ή να αναπαραστήσουν νοερά την αρχική μορφή και λειτουργία του χώρου και των μνημείων του. Το μεγαλοπρεπέστερο και σημαντικότερο από τα Αυγουστιανά μνημεία της Αρχαίας Αγοράς ήταν το Ωδείο του Αγρίππα ή Αγρίππειο, που χτίστηκε το 15 π.Χ. από τον γαμπρό του Αυγούστου Αγρίππα σε επαφή και κάθετα προς το άνδηρο της Μεσαίας Στοάς. Το κτήριο αυτό, που προοριζόταν αρχικά για μουσικές εκδηλώσεις, ήταν υπερβολικά ογκώδες για τον χώρο και την κλίμακα των γύρω μνημείων και παρουσιάζει πρωτόγνωρα στην Αττική χαρακτηριστικά.
Σαφώς Ρωμαϊκά τόσο ως προς τη μορφή του, όσο και ως προς την αξονική τοποθέτησή του στο μέσον της πλατείας της Αγοράς, σε θέση δεσπόζουσα, πάνω στην οδό των Παναθηναίων. Σε πολλά νέα κτήρια παρατηρείται εκτεταμένη χρήση αρχιτεκτονικού υλικού από παλαιούς Κλασικούς ναούς και ιερά, πράγμα που αφενός εξασφάλιζε μείωση τους κόστους κατασκευής, αφετέρου ανταποκρινόταν στις Κλασικίζουσες ή Αρχαϊζουσες προτιμήσεις των Ρωμαίων. Η πρακτική αυτή μαρτυρεί, ότι οι ναοί και τα ιερά της Αττικής βρίσκονταν εγκαταλελειμμένα και σε ερειπιώδη κατάσταση.
Ωστόσο η μεταφορά και ανακατασκευή τους εντασσόταν, προφανώς, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα ανακαίνισης ναών και τεμενών θεών και ηρώων, όπως προκύπτει και από επίσημα ψηφίσματα. Αρχιτεκτονικά μέλη από τους ναούς του Θορικού και της Αθηνάς Σουνιάδος χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμο του ΝΔ και ΝΑ ναού της Αγοράς αντίστοιχα. Στην Ακρόπολη το μόνο οικοδόμημα που χτίστηκε την εποχή αυτή ήταν ο ναός της Ρώμης και του Αυγούστου και έγιναν επισκευές στο Ερέχθειο, που ο ναός είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Οι αρχιτέκτονες που ασχολήθηκαν με το τελευταίο έργο εντυπωσιάστηκαν και μιμήθηκαν τον ρυθμό και τον διάκοσμο του μνημείου όχι μόνον στην Αθήνα, αλλά και στη Ρώμη.
Ο μικρός Ιωνικός ναός της Ρώμης και του Αυγούστου χτίστηκε μετά το 19 π.Χ. Ήταν κυκλικός, διαμ. 8.60μ. περίπου, ολόκληρος από πεντελικό μάρμαρο με εννέα Ιωνικούς κίονες, το ύψος των οποίων δεν έχει υπολογισθεί. Αν και δεν αναφέρεται από τον Παυσανία οι περισσότεροι μελετητές δέχονται, ότι η ακριβής θέση του πρέπει να είναι εκεί, όπου ο Κυριακός ο Αγκωνίτης είδε το ενεπίγραφο επιστύλιο και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, 20μ. περίπου ανατολικά από την πρόσοψη, στον κατά μήκος άξονα του Παρθενώνα. Η αξονική αυτή τοποθέτησή του είναι χαρακτηριστική της Ρωμαϊκής πρακτικής ανάλογης με εκείνη του ναού του Άρη στην Αρχαία Αγορά.
Έχει ρυθμό και διάκοσμο που μιμείται εκείνον του Ερεχθείου, αλλά με σαφείς διαφορές στις αναλογίες και στις λεπτομέρειες. Μετά τον θάνατο του Αυγούστου λίγα ήταν τα έργα που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα. Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Τραϊανού στοές πλαισίωναν τους σημαντικότερους δρόμους μπροστά από τα κτήρια και τα καταστήματα, δημιουργώντας μνημειώδεις προσβάσεις σε σημαντικά μνημεία. Λείψανα τέτοιων στοών έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα τμήματα εκατέρωθεν της Παναθηναϊκής οδού. Η παλαιά όμως λάμψη της πόλης επανήλθε χάρις στο ευρύ οικοδομικό πρόγραμμα του φιλέλληνα Αυτοκράτορα Αδριανού.
Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων αναφέρει χαρακτηριστικά « Αθναι μεν ούτως υπό του πολέμου κακωθεισαι του Ρωμαίων αύθις Αδριανο|υ βασιλεύοντος ήνθσαν». Η πόλη γνώρισε μια περίοδο ειρήνης, οικοδομικής δραστηριότητας και νέας πνευματικής ακμής. Έχει να επιδείξει νέα λαμπρά αρχιτεκτονήματα, γίνεται και πάλι σημαντικό καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο με σπουδαίες φιλοσοφικές σχολές, όπου φοιτούν νέοι από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Την εντυπωσιακή εικόνα της πόλης τον 2ο αιώνα μ.Χ. μας διέσωσε ο Παυσανίας, χάρις στις περιγραφές του οποίου οφείλονται και οι ταυτίσεις των περισσοτέρων μνημείων.
Ο Αδριανός, καταγόμενος από την Italica της Ισπανίας, αγάπησε την Ελλάδα, την Ελληνική παιδεία και τον πολιτισμό. Ιδιαίτερα όμως αγάπησε την Αθήνα, την οποία θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του, πράγμα που απέδειξε έμπρακτα με τα έργα του. Την επισκέφθηκε τρεις φορές και υλοποίησε ένα τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα. Οι Αθηναίοι για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους έστησαν γύρω στους 100 βωμούς και δεκάδες αγάλματα προς τιμή του. Ένα από αυτά βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αρχαίας Αγοράς, κοντά στο Μητρώο. Καταρχάς κατά την πολύμηνη επίσκεψή του το 124 – 125 μ.Χ. επεξέτεινε προς ανατολάς την πόλη, η οποί έφθασε τα 2.200.000 τ.μ.
Η νέα πόλη, που ονομάστηκε Αδριανούπολις ή Νέαι Αθήναι, εκτεινόταν στη σημερινή περιοχή Ζαππείου – Εθνικού Κήπου – Συντάγματος, είχε περίβολο 1.750 μ. και περιελάμβανε το Ολυμπείο και Νότια από αυτό συγκρότημα ιερών και δημοσίων κτηρίων. Ήταν ένα από τα ωραιότερα προάστια της πόλης με γυμνάσια, βαλανεία και πολυτελείς επαύλεις με πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα. Στην παλαιά πόλη εξωραΐστηκαν παλαιά κτήρια, λήφθηκε μέριμνα για την ύδρευση και την αποχέτευση, καθώς και το οδικό δίκτυο, ενώ χτίστηκαν και νέα μεγάλα δημόσια οικοδομήματα. Σημαντικό έργο κοινής ωφελείας ήταν το υδραγωγείο.
Το νερό έφθανε από την Πεντέλη μέσω ενός καναλιού εν μέρει υπέργειου πάνω σε τοξοστοιχία, εν μέρει υπόγειο μέσα σε πολύ βαθειά λαξευμένη τάφρο στη δεξαμενή στους πρόποδες του λόφου του Λυκαβηττού σε ύψος 136 μ., που επισκευάστηκε επανειλημμένα και ήταν σε χρήση έως τα νεότερα χρόνια. Είχε μνημειώδες μαρμάρινο Ιωνικό προστώο, με τέσσερις Ιωνικούς κίονες και ελεύθερο τόξο στο μέσον, που διατηρείτο έως το 1778. Μια μεγαλόπρεπη θριαμβική αψίδα, γνωστή ως Πύλη του Αδριανού, που κτίστηκε γύρω στο 135 μ.Χ. από τους Αθηναίους σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ευεργέτη Αυτοκράτορα, χώριζε την παλαιά από τη νέα πόλη.
Στις δύο πλευρές της οι επιγραφές: «Αιδ’ εισ’ Αθήναι Θησέως η πριν πόλις» και Αιδ’ εισ’ Αδριανού και ουχί Θησέως πόλις. Χτίστηκε στη ΒΔ γωνία του περιβόλου του Ολυμπείου, πάνω σε έναν αρχαίο δρόμο που οδηγούσε από την παλαιά πόλη στο ιερό. Το πιο εντυπωσιακό όμως Αδριάνειο έργο ήταν η ολοκλήρωση το 131 – 132 μ.Χ. του τεράστιου Ναού του Ολυμπίου Διός, με τον οποίο ταυτίστηκε ο Αυτοκράτορας και λατρεύτηκε με την επωνυμία «Ολύμπιος», όπως μαρτυρούν πλήθος ενεπίγραφων βωμών και βάσεων ανδριάντων, αφιερωμένων στον Αδριανό. Το έργο όμως του Αδριανού στην Αθήνα δεν είναι σημαντικό μόνον για τα μεγαλόπρεπα κτήρια, αλλά κυρίως για την προσπάθειά του να αναβιώσει το Ελληνικό πνεύμα.
Να τονώσει την πίστη στους αρχαίους Θεούς και να καταστήσει την Αθήνα κέντρο του Ελληνισμού. Μετά την αποπεράτωση και καθιέρωση του ναού του Ολυμπίου Διός ο Αδριανός σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες ίδρυσε το Πανελλήνιο, συνομοσπονδία όλων των Ελληνικών πόλεων με έδρα την Αθήνα και επίκεντρο το ιερό του Ολυμπίου Διός. Η λειτουργία του θεσμού άρχισε με την ίδρυση των Πανελληνίων αγώνων το 125 μ.Χ. Απομακρυσμένες πόλεις με Ελληνόφωνο πληθυσμό έστειλαν στην Αθήνα πολίτες που ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ως μέλη των τακτικών συνεδριάσεων.
Τόπος των συνελεύσεων των μελών του Πανελληνίου ήταν ίσως το Πανελλήνιο ή ιερό του Διός και της Ήρας Πανελληνίας, που χτίστηκε την ίδια εποχή και ταυτίστηκε από τον Ι. Τραυλό με τα αποκαλυφθέντα λείψανα ανάμεσα στον μεγάλο ναό και την όχθη του Ιλισού. Πρόκειται για έναν περίβολο που περιέκλειε έναν ναό πάνω σε ψηλή κρηπίδα (podium). To σπουδαιότερο Αδριάνειο έργο πολιτιστικού χαρακτήρα είναι η Βιβλιοθήκη Αδριανού. Πρόκειται για κτήριο ιδίου τύπου με την Ρωμαϊκή Αγορά (forum), ιδίου προσανατολισμού και ιδίων περίπου διαστάσεων σε απόσταση 16 μόλις μέτρων βόρεια από αυτήν, πολύ κοντά 80 μ. ανατολικά της Αρχαίας Αγοράς.
Χτίστηκε κατά τη διάρκεια του τρίτου ταξιδιού του Αυτοκράτορα, γύρω στο 132 μ.Χ. για να στεγάσει τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της πόλης. Όπως φαίνεται, δεν περιλάμβανε μόνο βιβλία ιστορικά και φιλολογικά, αλλά και τα αρχεία της πόλης, όπως και η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας. Είναι ορθογώνιο περίκλειστο κτήριο, διαστ. 122 x 82μ., με υψηλό περίβολο και μεγάλη υπαίθρια αυλή, που περιβάλλεται από στοές στις τέσσερις πλευρές της. Ο Παυσανίας το αναφέρει στο βιβλίο του «Αττικά» ως «το κτήριο με τους 100 κίονες από μάρμαρο Φρυγίας, που έχει αίθουσες με πολύχρωμες οροφές, αλαβάστρινους τοίχους και κόγχες με αγάλματα. Μέσα σ’ αυτό φυλάσσονταν τα βιβλία».
Έχει μία μόνον είσοδο με πρόπυλο στη δυτική πλευρά. Από τους τέσσερις κίονες του προπύλου κορινθιακού ρυθμού από Φρύγιο μάρμαρο (λευκό με ιώδεις φλεβώσεις pavonazetto) σώζεται σήμερα στη θέση του ο βόρειος μόνο κίονας. Από την πρόσοψη σώζεται μόνο ο τοίχος της βόρειας πτέρυγας από Πεντελικό μάρμαρο. Μπροστά από τον λευκό αυτό τοίχο υψώνονται αρράβδωτοι Κορινθιακοί κίονες επάνω σε υψηλά βάθρα (postamenta) από πράσινο μάρμαρο Καρύστου (cipollino), που συνδέονται με τον τοίχο με θλαστό θριγκό. Πάνω στον τοίχο αυτό υψωνόταν ένας χαμηλός όροφος, το «αττικό», το οποίο όμως δεν σώζεται.
Η διαμόρφωση της πρόσοψης, παρά τα στοιχεία που θυμίζουν Μικρασιατικά πρότυπα, διακρίνεται για τις καθαρές επιφάνειες χωρίς περιττό διάκοσμο και είναι σαφώς αποτέλεσμα της επίδρασης της κλασικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας. Αντίθετα τα «οικήματα» πρέπει να ήταν πλούσια διακοσμημένα. Ο υψηλός περίβολος είναι χτισμένος από πωροπλίνθους κατά το ψευδοϊσοδομικό σύστημα. Η βιβλιοθήκη στεγαζόταν στο κεντρικό κτήριο της ανατολικής πλευράς που ήταν διώροφο, με εσωτερική περιμετρική γαλαρία (πατάρι) στον 2ο όροφο, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση και στην Τρίτη σειρά κογχών.
Οι ρόλοι των παπύρων φυλάσσονταν σε ξύλινες θήκες ή ντουλάπια με ράφια (armaria), που ήταν τοποθετημένα σε συμμετρικά διατεταγμένες κόγχες των τοίχων. Οι δύο αίθουσες εκατέρωθεν της βιβλιοθήκης πρέπει να ήταν αναγνωστήρια, ενώ οι δύο μεγάλες γωνιακές, που είχαν σειρές εδράνων σε καμπύλη, αμφιθεατρική διάταξη, ήταν αίθουσες διαλέξεων (auditoria). Α σώζονται τα χτιστά υποστηρίγματα των εδωλίων και το μαρμάρινο τοξοειδές κατώφλι της πρώτης σειράς. Σε κάθε μακριά πλευρά του μνημείου (βόρεια και νότια) υπάρχουν τρεις προεξέχουσες κόγχες, δύο ημικυκλικές (εξέδρες) και μία ορθογώνια (οίκος).
Οι κόγχες αυτές, που ήταν στεγασμένες, αλλά ανοιχτές προς το περιστύλιο και την αυλή πρέπει να ήταν χώροι μελέτης, διδασκαλίας και αναπαύσεως, γιατί η Βιβλιοθήκη, όπως φαίνεται, ήταν παράλληλα κέντρο εκπαιδεύσεως όπως μαρτυρούν πορτρέτα ρητόρων ή κοσμητών καθώς και επιγραφές που αναφέρουν σοφιστές, ρήτορες, ιστορικούς. Η κεντρική αυτή του ήταν διαμορφωμένη σε κήπο, με μια μεγάλη στενόμακρη δεξαμενή στο μέσον. Όπως απέδειξαν οι πρόσφατες ανασκαφές δυτικά, μπροστά στο μνημείο απλωνόταν μεγάλη εξωτερική αυλή σε πλάτος 23 μ. τουλάχιστον στρωμένη με μαρμάρινες ορθογώνιες πλάκες.
Το σχήμα του μνημείου παρουσιάζει ομοιότητα με το Trajaneum στην Ιtalica της Ισπανίας και με τον Templum Pacis στη Ρώμη, που πρέπει να αποτέλεσε το πρότυπο στην κατασκευή των δύο πρώτων κτηρίων. Η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στα πιο πάνω κτήρια είναι ότι στη Βιβλιοθήκη της Αθήνας δεν υπάρχει ναός για την Αυτοκρατορική λατρεία. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις, ότι γινόταν τέτοια λατρεία, όπως μαρτυρούν ενεπίγραφα βάθρα αγαλμάτων και βωμοί προς τιμή του Αδριανού, καθώς και ενεπίγραφο βάθρο που αναφέρει αρχιερέα δια βίου των Σεβαστών που βρέθηκε πρόσφατα. Το 267 μ.Χ. κατά την επιδρομή των Ερούλων το κτήριο της Βιβλιοθήκης υπέστη καταστροφή.
Δέκα χρόνια αργότερα ενσωματώθηκε στο λεγόμενο Υστερορωμαϊκό τείχος της πόλης, που χτίστηκε μεταξύ 276 – 286 μ.Χ. με διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη παρμένα από τα κατεστραμμένα μνημεία. Στις αρχές του 5ου αιώνα το εσωτερικό περιστύλιο και οι αίθουσες στην ανατολική πλευρά του μνημείου επισκευάστηκαν από τον Ύπαρχο του Ιλλυρικού Ερκούλιο (402 – 412 μ.Χ.) του οποίου το άγαλμα πρέπει να είχε στηθεί στο πρόπυλο, αριστερά της εισόδου, όπως προκύπτει από την επιγραφή που σώζεται πάνω στον τοίχο. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν, ότι τότε ίσως στα πλαίσια της επισκευής του μνημείου επιχώθηκε και η κεντρική δεξαμενή και στη θέσης της χτίστηκε το μνημειώδες τεράκογχο κτήριο, που ήταν Παλαιοχριστιανική εκκλησία και μάλιστα η πρώτη στην Αθήνα.
Ωστόσο άλλοι μελετητές, ιδίως ιστορικοί, θεωρούν ότι το τετράκογχο πρέπει να χτίστηκε αργότερα, το 2ο τέταρτο ή τα μέσα του 5ου αιώνα από την αυτοκράτειρα Ευδοκία, πρώην Αθηναϊδα, κόρη του Αθηναίου σοφιστή Λεόντιου, σύζυγο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, η οποία βαπτίστηκε Χριστιανή. Τον 6ο αιώνα μ.Χ. το τετράκογχο καταστράφηκε και στα ερείπιά του χρίστηκε τον 7ο αιώνα μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, που ενσωμάτωσε το παλαιότερο οικοδόμημα. Αυτό όμως κάηκε τον 11ο αιώνα. Στην ίδια θέση ανεγέρθη τον 12ο ο αιώνα μια απλή, μονόκλιτη βασιλική, η λεγόμενη Μεγάλη Παναγιά, η οποία ήταν η πρώτη μητρόπολη της Αθήνας.
Μια άλλη εκκλησία ο Αγ. Ασώματος στα σκαλιά χτίστηκε την ίδια εποχή σε επαφή με την πρόσοψη και στο βόρειο τμήμα του προπύλου. Καταστράφηκε το 1566 και ανακαινίστηκε. Από τη 2η φάση σώζεται η τοιχογραφία στον τοίχο της πρόσοψης. Λόγω των αλλεπάλληλων προσθηκών, μετασκευών και οικοδομήσεων κατά τη μεταβυζαντινή εποχή και ιδίως κατά την Τουρκοκρατία η αρχική μορφή της Βιβλιοθήκης είχε αλλοιωθεί τόσο με αποτέλεσμα οι διάφοροι περιηγητές, που την επισκέφθηκαν, να μην αναγνωρίζουν για ποιο μνημείο πρόκειται. Μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα (1816) ταυτίστηκαν τα σωζόμενα κατάλοιπα του μνημείου από τον Άγγλο περιηγητή W.M. Leake ως το οίκημα με τους 100 κίονες από μάρμαρο Φρυγίας, που αναφέρει ο Παυσανίας.
Με τις ανασκαφές των Doerpfeld και Κουμανούδη του 1885 – 1886, εκείνες των μέσων του 20ού αιώνα της Ιταλικής Σχολής, του Ορλάνδου και του Μηλιάδη (1942 – 1950), καθώς και εκείνες του Τραυλού (1970 – 1980) απελευθερώθηκε από μεταγενέστερα κτίσματα και επιχώσεις το κεντρικό και ανατολικό τμήμα του μνημείου, ενώ το Δ-ΝΔ μέρος μέχρι πρόσφατα ήταν γεμάτο από κατάλοιπα μεταγενέστερων κτισμάτων μέσων και Ύστερων Βυζαντινών χρόνων, εποχής Τουρκοκρατίας, αλλά και νεότερων χρόνων. Από το 1987 άρχισαν υπό την εποπτεία μου συστηματικές ανασκαφές, αφού έγιναν αποξηλώσεις καταλοίπων κτηρίων εποχής Τουρκοκρατίας και νεοτέρων χρόνων.
Στις αποξηλώσεις των νεοτέρων κτηρίων μέσα στον χώρο της Β.Α. καθώς και σε τοίχους γειτονικών σύγχρονων οικιών, γύρω από αυτήν και τη Ρωμαϊκή Αγορά βρέθηκαν τμήματα αρχιτεκτονικών μελών του μνημείου, καθώς και θραύσματα γλυπτών, ορισμένα από τα οποία πιθανόν ήταν τοποθετημένα ή στημένα κάπου στο μνημείο, όπως τμήμα από μεγάλο γοργόνειο ανάγλυφο, άνω μέρος κορμού χλαμυδοφόρου νέου, που ίσως εικόνιζε κάποιο Θεό (τον Ερμή) ή κάποιο Θεοποιημένο μέλος αυτοκρατορικής οικογένειας, όπως ανάλογο άγαλμα της Italica.
Ωστόσο το εντυπωσιακότερο όλων ήταν το κολοσικό άγαλμα Νίκης πάνω σε σφαίρα, που βρέθηκε εντοιχισμένο σε δεξαμενή εποχής Τουρκοκρατίας μαζί με θραύσματα άλλων κλασικών αγαλμάτων στα ΝΔ του μνημείου, κοντά στο Υστερορρωμαϊκό τείχος που ενσωμάτωσε όλο το μνημείο. Ήταν μονόλιθο. Ολόκληρο δηλαδή, μαζί με το κεφάλι, τις φτερούγες, τους βραχίονες που λείπουν, και τη σφαίρα λαξεύτηκε σε ένα μεγάλο κομμάτι πεντελικού μαρμάρου και πρέπει να ξεπερνούσε τα 3μ. Είναι ένα εκλεκιστικό δημιούργημα Έλληνα καλλιτέχνη που είχε ως πρότυπο κλασικά έργα του τέλους του 5ου και των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. σε μια περίοδο έντονου κλασικισμού.
Σύμφωνα με τη μελέτη μου πρέπει να χρονολογείται στην προτελευταία ή την τελευταία δεκαετία του 1ου αιώνα π.Χ. και πιθανόν να προέρχεται από κάποιο σύνθετο μνημείο νίκης, που πιθανόν στήθηκε από τον Αύγουστο σε ανάμνηση της Παρθικής νίκης του κάπου στην περιοχή, ίσως στο άνδηρο (terrace) μπροστά στη Ρωμαϊκή Αγορά, αριστερά της Πύλης της Αρχηγέτιδος, όπου ήταν στημένα πολλά αγάλματα μελών της οικογένειας του Αυγούστου. Στη Βιβλιοθήκη Αδριανού πρέπει να μεταφέρθηκε και στήθηκε η Νίκη μπροστά στο Υστερορρωμαϊκό τείχος σε κάποια μεταγενέστερη εποχή, ίσως κατά την επισκευή του μνημείου από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Ερκούλιο (407 – 412 μ.Χ.).
Ίσως τότε το άγαλμα της Νίκης να μεταφέρθηκε στα νοτιοδυτικά της Βιβλιοθήκης και να στήθηκε μπροστά στο Υστερορρωμαϊκό τείχος. Σε κάποια μεταγενέστερη βαρβαρική επιδρομή, ίσως των Σλάβων, πρέπει να καταστράφηκε το άγαλμα και πολύ αργότερα εντοιχίστηκε σε έναν τοίχο βυζαντινής εποχής που ενσωματώθηκε σε μια δεξαμενή εποχής Τουρκοκρατίας. Η εικόνα της Ρωμαϊκής Αθήνας δεν θα ήταν ολοκληρωμένη εάν δεν αναφερθεί και το Ωδείο του Ηρώδη Αττικού, έργο που χρηματοδότησε ο περίφημος σοφιστή, ρήτορας και ευεργέτης της Αθήνας, που είναι λίγο μεταγενέστερος του Αδριανού.
Το Ηρώδειο χτίστηκε μεταξύ μεταξύ 165 – 175 μ.Χ., στο δυτικό μέρος της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης στη μνήμη της συζύγου του Ηρώδη Ρήγιλλας. Ήταν ένα τυπικό Ρωμαϊκό ωδείο, ημικυκλικής κάτοψης, χωρητικότητας 5000 ατόμων. Είχε πρόσοψη διαρθρωμένη σε τρεις ορόφους, πλούσια διακόσμηση με ψηφιδωτά δάπεδα, κόγχες με αγάλματα. Σύμφωνα με τις πηγές η στέγη του ήταν από ξύλο κέδρου χωρίς εσωτερικά υποστυλώματα. Ήταν το τρίτο ωδείο που χτίστηκε για τις ανάγκες της πόλης, αφού το ωδείο του Περικλέους ήταν μικρής χωρητικότητας, το δε Αγρίππειο στην Αγορά επισκευαζόταν εκείνη την περίοδο μετά την κατάρρευση της στέγης του. Καταστράφηκε κατά την επιδρομή των Ερούλων το 267.
Το περίφημο Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού δεσπόζει στο δυτικό άκρο της Νότιας Κλιτύος της Ακρόπολης. Ήταν το τρίτο, που κατασκευάσθηκε στην αρχαία Αθήνα, μετά το ωδείο του Περικλή, επίσης στη Νότια Κλιτύ (5ος αιώνας π.Χ.) και το ωδείο του Αγρίππα στην Αρχαία Αγορά (15 π.Χ.). Οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα μ.Χ., με χρήματα που προσέφερε ο Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης, γνωστός γόνος μεγάλης Αθηναϊκής οικογένειας και ευεργέτης, σε ανάμνηση της συζύγου του Ρήγιλλας, που πέθανε το 160 μ.Χ.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία της κατασκευής του, αλλά είναι σίγουρο ότι αυτό συνέβη ανάμεσα στην χρονολογία θανάτου της Ρήγιλλας και το 174 μ.Χ., χρονολογία της επίσκεψης στην Αθήνα του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος αναφέρεται στο μνημείο με ιδιαίτερο θαυμασμό. Το ωδείο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις, ήταν στεγασμένο και είχε συνολική χωρητικότητα 5.000 ατόμων. Αποτελoύσε στιβαρή κατασκευή, της οποίας, όμως, η τοιχοποιία δεν ήταν συμπαγής. Πωρολιθικές λιθόπλινθοι διαμόρφωναν τις δύο όψεις των τοίχων, ενώ το εσωτερικό ήταν γεμισμένο με ακατέργαστους λίθους. Το κοίλο ήταν ημικυκλικού σχήματος, με διάμετρο 76 μ., και είχε λαξευθεί στο βράχο.
Με έναν ενδιάμεσο διάδρομο, πλάτους 1,20 μ., χωριζόταν σε δύο διαζώματα, τα οποία αριθμούσαν 32 σειρές εδωλίων κατασκευασμένων από μάρμαρο. Ο ανώτερος διάδρομος του κοίλου πιθανότατα διαμορφωνόταν σε περιμετρική στοά. Η ορχήστρα, διαμέτρου 19 μ., είχε επίσης ημικυκλικό σχήμα και ήταν στρωμένη με πλάκες από μάρμαρο. Η σκηνή ήταν υπερυψωμένη και ο τοίχος της, που έχει σωθεί σε ύψος 28 μ., διαρθρωνόταν σε τρεις ορόφους. Στο ανώτερο τμήμα του υπήρχαν αψιδωτά ανοίγματα και στο κατώτερο τρίστυλες προστάσεις και κόγχες, στις οποίες τοποθετούνταν αγάλματα, σύμφωνα με την παράδοση που ακολουθούσαν τα Ρωμαϊκά θέατρα. Εκατέρωθεν της σκηνής υπήρχαν κλίμακες, που οδηγούσαν στο άνω διάζωμα του κοίλου.
Μπροστά από τον εξωτερικό τοίχο της σκηνής διαμορφωνόταν μία στοά, το μετασκήνιο. Ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά και γραμμικά μοτίβα κάλυπταν τις εισόδους των κλιμακοστασίων και του μετασκηνίου. Η κατασκευή του μνημείου ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή, γεγονός που επισημαίνεται και από αρχαίες μαρτυρίες, που κάνουν λόγο κυρίως για το ξύλο κέδρου που είχε χρησιμοποιηθεί για τη στέγη. Η στέγαση του κοίλου του ωδείου, με ακτίνα μήκους 38 μ., φαίνεται ότι δεν έφερε εσωτερικά στηρίγματα, αφού δεν έχουν σωθεί ίχνη τους και αυτή η διαμόρφωση παραμένει, ακόμη και για τη σημερινή εποχή, κατασκευαστικό επίτευγμα.
Στην ανατολική του πλευρά το ωδείο επικοινωνούσε με τη στοά του Ευμένη, στεγασμένο οικοδόμημα που είχε κατασκευασθεί περίπου τρεις αιώνες νωρίτερα, από το βασιλιά της Περγάμου Ευμένη (197 – 159 π.Χ.). Το ωδείο καταστράφηκε το 267 μ.Χ. από την επιδρομή των Ερούλων, οι οποίοι έκαψαν και κατέστρεψαν πολλά οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας, και δεν ανοικοδομήθηκε ποτέ, όπως συνέβη σε άλλα αρχαία κτίσματα που είχαν υποστεί καταστροφές. Στα μεταγενέστερα χρόνια το ωδείο εντάχθηκε στην οχύρωση της πόλης της Αθήνας. Ο νότιος τοίχος του ενσωματώθηκε στο Υστερορρωμαϊκό τείχος, που ανοικοδομήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ., ενώ και κατά το 13ο αιώνα ο ψηλός τοίχος της σκηνής ενσωματώθηκε στο τείχος που περιέβαλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης, το λεγόμενο Ριζόκαστρο.
Το 14ο αιώνα οι επιχώσεις που κάλυπταν το κατώτερο τμήμα του νότιου τοίχου του μνημείου ήταν τέτοιου πάχους ώστε να μη διακρίνονται οι είσοδοι και να χαρακτηρισθεί ως γέφυρα από τον Niccolo da Martini, Ιταλό περιηγητή. Από το ωδείο εισέβαλαν στην Ακρόπολη το 1826 ο Κ. Φαβιέρος, ο Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός, και οι στρατιώτες του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τους Τούρκους, ανεφοδιάζοντας τους πολιορκούμενους Έλληνες με τρόφιμα και πυρίτιδα. Οι ανασκαφές στο χώρο του μνημείου πραγματοποιήθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρεία και τον αρχαιολόγο Κ. Πιττάκη, και απομάκρυναν μεγάλους όγκους χώματος.
Το μνημείο αναστηλώθηκε την περίοδο 1952 – 1953 με μάρμαρο Διονύσου και από το 1957 χρησιμοποιείται για τη διεξαγωγή καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Μετά την αναστήλωσή του το 1954 χρησιμοποιείται κάθε χρόνο για θεατρικές και μουσικές εκδηλώσεις κυρίως του Φεστιβάλ Αθηνών. Γενικά τα μνημεία της εποχής του Αδριανού στην Αθήνα εντάσσονται αρμονικά στον προϋπάρχοντα πολεοδομικό ιστό της πόλης και της προσδίδουν νέα αίγλη και λάμψη σε μια περίοδο που δεν χαρακτηριζόταν ως εποχή δόξας και θριάμβων, αλλά ειρήνης, πολιτιστικής και πνευματικής δραστηριότητας με έντονη προσήλωση στα κλασικά ιδεώδη.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Στη Ρωμαϊκή Αγορά αποκαλύφθηκε το τμήμα του ανατολικού περιστυλίου μεταξύ 14ου και 21ου, από Ν., μετακιόνιου διαστήματος, καθώς και η πρόσοψη των ανατολικών καταστημάτων. Επίσης στο ανατολικό περιστύλιο, εντοπίστηκε και αποκαταστάθηκε τμήμα του Υστερορωμαϊκού αποστραγγιστικού δικτύου. Παράλληλα, αποκαλύφθηκε τμήμα του βόρειου κλίτους της τρίκλιτης βασιλικής, βόρεια του Φετιχιέ Τζαμί, η αψίδα του ιερού της, καθώς και η αψίδα του νότιου κλίτους. Στο οικόπεδο Καλάμια βρέθηκαν η βορειοανατολική γωνία της αυλής της Ρωμαϊκής Αγοράς και τμήματα της υποθεμελίωσης του ανατολικού και του βόρειου περιστυλίου της.
Τμήμα του τελευταίου εντοπίστηκε και στην οδό Δεξίππου. Αποκαλύφθηκαν, επίσης, η υποθεμελίωση του δυτικού και του βόρειου τοίχου του περιστυλίου της Ρωμαϊκής Αγοράς, τμήμα του ανατολικού της περιβόλου εντός του ακινήτου επί των οδών Ταξιαρχών 2 και Δεξίππου, στο υπόγειο του ακινήτου επί των οδών Αιόλου 1 και Πελοπίδα και τέλος, τμήμα του δυτικού περιβόλου του μνημείου στη νότια πλευρά της πύλης της Αθηνάς Αρχηγέτιδας.
ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Το συγκρότημα της Ρωμαϊκής Αγοράς και της Βιβλιοθήκης του Αδριανού βρισκόταν αμέσως ανατολικά της Αγοράς, πίσω από τη Στοά του Αττάλου. Ήταν το κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στα επόμενα χρόνια μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα ο χώρος της Ρωμαϊκής Αγοράς, εν πολλοίς κατειλημμένος από νεώτερα κτίσματα, συνέχιζε να έχει εμπορική χρήση και ήταν γνωστός ως το Παζάρι της Αθήνας. Τη Ρωμαϊκή εποχή χτίστηκαν πολλά καινούργια κτήρια στην Αγορά. Οι Ρωμαίοι τίμησαν την Αθήνα δωρίζοντας στην πόλη μεγαλοπρεπή δημόσια κτήρια.
Ο πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας, ο Αύγουστος μερίμνησε για τον εξωραϊσμό της Αγοράς. Με εντολή του μεταφέρθηκε εκεί ο κλασικής εποχής Ναός του Άρη, ενώ ο γαμπρός και στρατηγός του, Αγρίππας έχτισε στη μέση της ορχήστρας το μεγάλο ομώνυμο Ωδείο.
ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ (19 – 11 π.Χ)
Η ιστορία της Ρωμαϊκής Αγοράς (ή Αγορά του Καίσαρα και του Αυγούστου) ξεκινά με τη δωρεά του Ιουλίου Καίσαρα το 51 π.Χ. για την κατασκευή αγοράς. Το 47 π.Χ. όταν ο Ιούλιος Καίσαρας επισκέφτηκε την Αθήνα φαίνεται ότι ετοιμάστηκαν τα σχέδια και ίσως να ξεκίνησαν κάποιες εργασίες, που όμως διακόπηκαν. Οι κύριες εργασίες όμως ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν από τον Αύγουστο το διάστημα μεταξύ 19 και 11 π.Χ. Η Ρωμαϊκή Αγορά ήταν το πρώτο οργανωμένο εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Εκεί μεταφέρθηκαν όλες οι εμπορικές δραστηριότητες και κυρίως το εμπόριο του λαδιού.
Το κτήριο ήταν σχεδόν τετράγωνο με εσωτερική κιονοστοιχία που στέγαζε τα καταστήματα. Είχε δύο εισόδους: μία ανατολική Ιωνικού ρυθμού και μία δυτική Δωρικού που είναι γνωστή ως »Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς» από την επιγραφή που βρίσκεται στο επιστύλιό της.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΔΡΙΑΝΟΥ (132 μ.Χ.)
Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού κτίστηκε γύρω στο 132 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Αδριανό. Είναι ορθογώνιας κάτοψης με διαστάσεις 122 x 82 μ. Έχει εσωτερική αυλή διαμορφωμένη σε κήπο με μία μακρόστενη δεξαμενή στο κέντρο. Στο ανατολικό μέρος ήταν οι αίθουσες όπου στεγάζονταν οι πάπυροι με τα κείμενα. Οι δύο ακριανές αίθουσες ήταν αμφιθέατρα όπου γίνονταν διαλέξεις, ενώ άλλες μικρότερες χρησίμευαν ως αναγνωστήρια. Το 267 μ.Χ. η Βιβλιοθήκη καταστράφηκε κατά την επίθεση των Ερούλων. Τα υπολείμματα ενσωματώθηκαν στο υστερορωμαϊκό τείχος. Στους Χριστιανικούς χρόνους, τον κεντρικό χώρο κατέλαβαν διαδοχικά τρεις εκκλησίες.
Στο μνημείο και κατά μήκος της βόρειας πτέρυγας της πρόσοψης, αποκαλύφθηκε η χυτή υποδομή της Ρωμαϊκής αυλής και μια τριπλή, υπόγεια και καμαροσκέπαστη κατασκευή κάτω από αυτήν, όπως επίσης λείψανα οικίας Υστεροελληνιστικών – Πρώιμων Ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και κατάλοιπα της μονής του Αγίου Ασωμάτου. Βρέθηκε, επίσης, το βόρειο τμήμα του αετώματος του Προπύλου, αλλά και τμήμα του νότιου Οίκου του μνημείου. Κατά μήκος της νότιας πτέρυγας της Βιβλιοθήκης αποκαλύφθηκαν τμήματα της υποδομής της Ρωμαϊκής αυλής, ενώ το βορειοδυτικό της όριο εντοπίστηκε στην οδό Άρεως.
Παράλληλα, εντοπίστηκε και αποκαταστάθηκε η στάθμη του δυτικού περιστυλίου, όπως και μεγάλο τμήμα του Υστερορωμαϊκού τείχους στο νότιο πτέρωμα της Βιβλιοθήκης. Βόρεια του βόρειου πτερώματός της και σε επαφή με την υποθεμελίωσή του βρέθηκε τμήμα κτηρίου, σύγχρονου με τη Βιβλιοθήκη, με ορθογώνια διακοσμητική δεξαμενή με ημικυκλικές απολήξεις. Εντός του αρχαιολογικού χώρου «Καλάμια» ήρθε στο φως τμήμα της νοτιοανατολικής εξέδρας της Βιβλιοθήκης του Αδριανού. Επί Τουρκοκρατίας στην Βιβλιοθήκη του Αδριανού ήταν η έδρα του Τούρκου Βοεβόδα. Το 1835 κτίσθηκε ο Οθωνικός Στρατώνας στο χώρο του Βοεβοδαλικίου.
ΩΡΟΛΟΓΙΟΝ ΚΥΡΡΗΣΤΟΥ (47 π.Χ.)
Το οκταγωνικό αυτό κτήριο κατασκευάστηκε γύρω στο 47 π.Χ. από τον αστρονόμο Ανδρόνικο Κυρρήστη. Στο πάνω μέρος της κάθε πλευράς υπάρχει ανάγλυφη παράσταση ενός ανέμου. Στην κορυφή της σκεπής υπήρχε ένας μπρούτζινος Τρίτωνας – ανεμοδείκτης που ανάλογα με τη φορά του ανέμου έδειχνε με την τρίαινά του μία από τις παραστάσεις. Έτσι οι έμποροι μπορούσαν να δουν από την παραπλήσια αγορά την κατεύθυνση των ανέμων ώστε να υπολογίσουν τον χρόνο που ήθελαν τα εμπορεύματα να φτάσουν στον Πειραιά. Σε κάθε πλευρά υπήρχε επίσης ηλιακό ρολόι. Στο εσωτερικό λειτουργούσε και ένα υδραυλικό για τις ημέρες που είχε συννεφιά.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε Τεκέ (Μουσουλμανικό μοναστήρι). Αυτό βοήθησε στο να διατηρηθεί μέχρι σήμερα το κτήριο σε σχεδόν ακέραια κατάσταση. Σήμερα είναι γνωστό και με την ονομασία που του έδωσε ο Βιτρούβιος: »Πύργος των ανέμων» ή και απλά »Αέρηδες» όπως και η σύγχρονη ομώνυμη περιοχή της Πλάκας γύρω από αυτό. Tο Ωρολόγιο του Κυρρήστου ή Πύργος των Aνέμων (Aέρηδες), κατασκευάστηκε από τον αστρονόμο Ανδρόνικο από την Κύρρο της Μακεδονίας. Είναι ένας οκταγωνικός πύργος από Πεντελικό μάρμαρο πάνω σε βάση με τρεις βαθμίδες. Έχει κωνική στέγη, ένα κυλινδρικό πρόκτισμα στη νότια πλευρά και δύο πρόπυλα.
Στην κορυφή της στέγης ένας χάλκινος ανεμοδείκτης, που δεν σώζεται, έδειχνε την κατεύθυνση των ανέμων, οι οποίοι, προσωποποιημένοι, εικονίζονται ανάγλυφοι στο επάνω μέρος κάθε πλευράς. Tα ονόματά τους είναι χαραγμένα κάτω από το γείσο: Bορέας, Kαικίας, Aπηλιώτης, Eύρος, Nότος, Λιψ, Zέφυρος, Σκίρων. Σε κάθε πλευρά κάτω από τις παραστάσεις των ανέμων είναι χαραγμένες ακτίνες ηλιακών ωρολογίων, ενώ στο εσωτερικό λειτουργούσε υδραυλικό ρολόι με νερό που κατέβαινε από την Aκρόπολη. Tην Παλαιοχριστιανική εποχή το μνημείο χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησία, ενώ το 18ο αιώνα ως τεκές των Δερβίσηδων.
Το Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου είναι ένας πύργος οκτάγωνος, κατασκευασμένος όλος από πεντελικό μάρμαρο, με πλευρά μήκους 3.30 μ., ύψος 14.00 μ. και διαγώνιο 8.00 μ. περίπου. Πατάει πάνω σε κρηπίδωμα με τρεις βαθμίδες και στεγάζεται από μαρμάρινες πλάκες που σχηματίζουν οκταγωνική πυραμίδα. Το οικοδόμημα είχε δύο εισόδους, αριστερά και δεξιά της Βόρειας πλευράς. Αυτό εξηγείται λόγω της συνεχόμενης κίνησης των ανθρώπων για να πληροφορηθούν την ώρα. Μπροστά από τις εισόδους διαμορφωνόταν αετωματική επίστεψη, η οποία στηριζόταν από ένα μικρό πρόπυλο με δύο Κορινθιάζοντες κίονες.
Η εξωτερική μορφή του μνημείου κατατάσσεται στον κορινθιακό ρυθμό (εκ των κιονόκρανων), ενώ το εσωτερικό του σε δωρικό ρυθμό (βαρύ αυστηρό). Η εντύπωση που προκαλεί σήμερα το μνημείο οφείλεται μάλλον στην καλή διατήρησή του παρά στο αισθητικό αποτέλεσμα που δημιουργεί ως έργο τέχνης. Πρόκειται για τεχνικό έργο που ο δημιουργός του στόχευε σ’ ένα πρακτικό αποτέλεσμα και ίσως απ’ αυτήν την άποψη να είναι άξιο θαυμασμού, γιατί αναμφισβήτητα περικλείει και αρχιτεκτονική και μηχανική γνώση. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε αρχιτεκτονική κατασκευή των κλασικών χρόνων.
Η έλλειψη αισθητικής στο έργο γίνεται περισσότερο φανερή μέσα από τις διαστάσεις της ανάγλυφης ζωφόρου, τον τρόπο απόδοσης των μορφών, αλλά και τους άτεχνους κίονες των προπύλων του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αρχιτέκτονας και ο γλύπτης που εργάστηκαν σ’ αυτό το μνημείο, φαίνεται ότι δεν είχαν γνώση της αττικής παράδοσης. Το μνημείο παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο σχήμα, το οποίο καθιστά τη γεωμετρική τεκμηρίωση σε σχέση με άλλα μνημεία πιο περίπλοκη. Αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας του σχήματος και του ύψους του. Ο περιβάλλον χώρος καλύπτεται από πλήθος αρχαίων αντικειμένων και η πρόσβαση σε υψηλά σημεία δεν είναι δυνατή χωρίς τη χρήση τεχνητών μέσων.
Η ονομασία του μνημείου και ως Πύργο των Ανέμων, οφείλεται στο γεγονός ότι από πρώτη άποψη δίνει την εικόνα μιας πυργοειδούς κατασκευής με ζωφόρο, διακοσμημένη από τις ανάγλυφες μορφές των Ανέμων. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για ρολόι και μετεωρολογικό σταθμό. Συγκεκριμένα, στις οκτώ εξωτερικές πλευρές του, εγχάρακτες γραμμές και μεταλλικοί γνώμονες ανήκαν σε σύστημα ηλιακών ρολογιών, που εξυπηρετούσαν την περιοχή. Για τη μέτρηση των ωρών, όταν οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεπαν τη λειτουργία του ρολογιού, υπήρχε υδραυλικό σύστημα, το οποίο εμπνεύστηκε και κατασκεύασε ο αστρονόμος Ανδρόνικος από την πόλη Κύρρο, της περιοχής Κυρρηστικής της Συρίας.
Στην πίσω πλευρά του πύργου, κυλινδρική δεξαμενή νερού, συνεχόμενη με τον εσωτερικό χώρο του κτίσματος, περιέκλειε μηχανισμό μέτρησης του χρόνου. Η δεξαμενή δεχόταν το νερό από την Κλεψύδρα της Ακρόπολης μέσω σωλήνων. Η λειτουργία του μηχανισμού εντός της δεξαμενής μας είναι άγνωστη. Επίσης, επάνω από τα ηλιακά ρολόγια και κάτω από τη στέγη, οι οκτώ πλευρές του κτιρίου καλύπτονται από ζωφόρο στην οποία αποδίδονται ανάγλυφα οι προσωποποιήσεις των οκτώ κυριότερων ανέμων, οι οποίοι κρατούν τα σύμβολά τους, ενώ τα ονόματά τους αναγράφονται ακριβώς κάτω από τη σίμη της στέγης του κτιρίου.
Κατά τον Βιτρούβιο στην κορυφή της στέγης υπήρχε ορειχάλκινος, περιστρεφόμενος Τρίτωνας που έδειχνε την κατεύθυνση του ανέμου. Το 1967 ο Derek de Solla Price, καθηγητής της Ιστορίας των Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Yale και ο Joseph Noble, ιστορικός της Τέχνης, προσπάθησαν να αναπαραστήσουν την αρχική μορφή του μνημείου και τον τρόπο λειτουργίας του υδραυλικού ρολογιού. Σύμφωνα με την αναπαράσταση αυτή, στο κυλινδρικό πρόσκτισμα υπήρχαν δυο δεξαμενές, η μία ψηλότερα από την άλλη. Το νερό από την πηγή της Κλεψύδρας, έφθανε στην επάνω δεξαμενή και από εκεί στην κάτω, όπου υπήρχε πλωτήρας συνδεδεμένος με μία λεπτή μπρούτζινη αλυσίδα.
Όπως αυτός ανέβαινε, με τη στάθμη του νερού, κινούσε την αλυσίδα, η οποία με τη σειρά της περιέστρεφε ένα δίσκο ωρολογίου που βρισκόταν στο κέντρο του πύργου ανάμεσα σε αγάλματα του Ποσειδώνα, του Ηρακλή και του Άτλαντα. Ένα μαρμάρινο παραπέτο, ύψους 0,90 μ περίπου, προστάτευε το μηχανισμό του ρολογιού, που ήταν ανοιχτό μέρα και νύχτα. Κάθε 24 ώρες άδειαζαν τη μικρή δεξαμενή και αυτό ισοδυναμούσε με κούρδισμα του ρολογιού. Ένας σωλήνας έφερνε το νερό αυτό σε κρουνούς και σε σιντριβάνια μπροστά από το μηχανισμό του ρολογιού.
Λέγεται ότι ο μηχανισμός αυτός καταστράφηκε κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες όταν ο Πύργος των Ανέμων είχε μετατραπεί σε εκκλησία ή σε βαπτιστήριο κάποιας άλλης γειτονικής εκκλησίας. Το Ωρολόγιο του Κυρρήστου τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους μετατράπηκε σε Παλαιοχριστιανική εκκλησία ή σε βαπτιστήριο γειτονικής εκκλησίας, ενώ τον 15ο αιώνα αναφέρεται από τον Κυριακό εξ Αγκώνος, ως ναός του Αιόλου. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, το κτίριο ονομάστηκε τεκές του Μπραΐμη, όταν μετατράπηκε σε Ισλαμικό χώρο προσευχής (τεκές) από Δερβίσηδες, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν μέχρι το 1821.
Το Ωρολόγιο μαζί με τον παρακείμενο Μεντρεσέ (ιεροσπουδαστήριο των Μεβλεβήδων) ήταν, για έναν αιώνα, ο πόλος του πνευματικού Ισλάμ στο κέντρο του Ελληνισμού. Είναι γεγονός ότι η παρουσία και η διαμονή αυτών στο μνημείο, το διέσωσε από ποικίλες καταστροφές, όταν Ευρωπαίοι αρχαιολάτρες αφαιρούσαν και άρπαζαν αρχαιότητες. Απ’ όταν περιήλθε το μνημείο αυτό στα χέρια των Ελλήνων, συμπεριελήφθη στις αρχαιότητες και στους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας. Τέλος, η συνοικία που αναπτύχθηκε γύρω από αυτό ονομάζεται ομοίως, Αέρηδες.
ΒΕΣΠΑΣΙΑΝΕΣ (1ος αιώνας μ.Χ.)
Το τετράγωνο αυτό κτήριο κατασκευάστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και ήταν τα δημόσια αποχωρητήρια της Ρωμαϊκής Αγοράς. Πήραν το όνομά τους από τον Αυτοκράτορα Βεσπασιανό ο οποίος κατασκεύασε πολλά παρόμοια κτίσματα σε όλη την Αυτοκρατορία. Η χρήση τους γινόταν επί πληρωμή. Βρίσκεται βορειοδυτικά του Πύργου των Ανέμων. Πρόκειται για κτίριο με ορθογώνια αίθουσα και θρανία στις πλευρές, και στενό προθάλαμο ανατολικά.
ΑΓΟΡΑΝΟΜΕΙΟΝ (50 μ.Χ.)
Tο λεγόμενο «Αγορανομείο» (1ος αιώνας μ.X.) (η ταύτιση δεν είναι σήμερα αποδεκτή). Σώζονται το πλατύ κλιμακοστάσιο, η πρόσοψή του με τρεις τοξωτές θύρες και τμήματα του βόρειου και του νότιου τοίχου. H επιγραφή στο επιστύλιο της πρόσοψης αναφέρει ότι και αυτό το κτίριο ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά Αρχηγέτιδα και τους σεβαστούς Θεούς. Πρόκειται για ένα αταύτιστο μέχρι στιγμής κτήριο που η σοζώμενη πρόσοψή του περιλαμβάνει τρεις αψίδες από γκρίζο μάρμαρο Υμηττού. Βρίσκεται σε μεγαλύτερο ύψος από τα υπόλοιπα κτήρια και η πρόσβαση σε αυτό γινόταν μέσω μίας μεγάλης κλίμακας.
Η παλαιότερη υπόθεση για ταύτιση του μνημείου με το αναφερόμενο από πηγές Αγορανομείο φαίνεται να μην ευσταθεί. Πιο πιθανό είναι να ήταν αφιερωμένο στην λατρεία της Αυτοκρατορικής οικογένειας (Σεβαστείο). Επίσης, σύμφωνα με νεώτερες έρευνες, οι καμάρες πιθανόν να ήταν η μνημειακή είσοδος σε έναν δρόμο με στοές.
ΠΑΝΘΕΟΝ (130 μ.Χ)
Το Πάνθεον μας είναι γνωστό από διάφορες φιλολογικές πηγές. Ήταν ναός αφιερωμένος στους Θεούς και κτίστηκε από τον Αδριανό γύρω στο 130 μ.Χ. Η θέση του δεν είναι με ακρίβεια γνωστή. Παρόλα αυτά, μεγάλα οικοδομικά λείψανα ανατολικά της βιβλιοθήκης του Αδριανού είναι πολύ πιθανό να ανήκαν σε αυτό.
ΩΔΕΙΟ ΑΓΡΙΠΠΑ (15 π.Χ.)
Το Ωδείο του Αγρίππα χτίστηκε από τον Ρωμαίο Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα κατά την επίσκεψη του στρατηγού στην Αθήνα το 16 – 14 π.Χ. Προοριζόταν για μουσικούς αγώνες και χωρούσε περίπου 1.000 άτομα. Το νότιο άκρο του εφαπτόταν στη Μεσαία Στοά απ’ όπου ήταν και η μία είσοδος. Η κεντρική του αίθουσα είχε μήκος 25 μέτρα και δεν στηριζόταν σε εσωτερικούς κίονες. Αυτό οδήγησε στην κατάρρευση της στέγης 160 χρόνια αργότερα (150 – 175 μ.X.). Αμέσως ακολούθησαν εκτεταμένες επισκευές. Η βόρεια πρόσοψη διακοσμήθηκε με τα αγάλματα Γιγάντων και Τριτώνων που είναι ακόμα ορατά στον χώρο. Η κεντρική αίθουσα έγινε μικρότερη με την προσθήκη ενός τοίχου με αποτέλεσμα η χωρητικότητα να περιοριστεί στα 500 άτομα.
Έτσι ο χώρος χρησιμοποιούνταν μόνο για διαλέξεις φιλοσόφων, ενώ ταυτόχρονα ένα καινούργιο ωδείο χτιζόταν στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης, το Ηρώδειο. Τα ερείπια του Ωδείου του Αγρίππα βρίσκονται πίσω από τους κολοσσιαίους πέτρινους γίγαντες. Επρόκειτο για ένα ψηλό κτήριο, την εντυπωσιακότερη Ρωμαϊκή κατασκευή στην Αγορά, που αποτελούσε δώρο του Μάρκου Βιπσανίου Αγρίππα. Χτίστηκε περί το 15 π.Χ. κατά μήκος της βόρειας πρόσοψης της Μέσης Στοάς για να χρησιμοποιηθεί για τη διεξαγωγή συναυλιών και εκδηλώσεων.
Η αίθουσα θεάτρου, εξαιτίας του σχήματός της πλάτους 25 μέτρων χωρίς επαφές στήριξης στα άκρα, είχε χωρητικότητα περίπου 1.000 θεατών. Η ημικυκλική ορχήστρα ήταν καλυμμένη με μαρμάρινες πλάκες διαφόρων χρωμάτων και η κατώτερη πρόσοψη της σκηνής ήταν διακοσμημένη με μαρμάρινα γλυπτά, κυρίως του Ερμή. Ένα διώροφο πρωστώον περιέκλειε τις τρεις πλευρές (ανατολικά, δυτική και βόρεια) του κύριου κτηρίου. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι στο εξωτερικό με ψηλούς κορινθιακούς κίονες. Το κτήριο είχε μία είσοδο στα βόρεια ή οποία βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος και μία δεύτερη στα νότια, που βρισκόταν σε υψηλότερο επίπεδο εξαιτίας της πεζούλας της Μέσης Στοάς.
Η πλήρης απουσία εσωτερικών στηριγμάτων και τα αρχιτεκτονικά τολμήματα που πραγματοποιήθηκαν είναι μάλλον υπεύθυνα για την κατάρρευση της οροφής τον 20 αιώνα μ.Χ. Το Ωδείο του Αγρίππα επισκευάστηκε γύρω στο 170 μ.Χ. Αλλά υπέστη αρκετές διαφοροποιήσεις και η λειτουργικότητά του μεταβλήθηκε. Σε αυτή την περίπτωση, έξι κολοσσιαίες φιγούρες γιγάντων με ουρές φιδιών και Τριτόνων με ουρές ψαριών προστέθηκαν στη βόρεια πρόσοψη. Από αυτούς μόνο τρεις έχουν διατηρηθεί. Η χωρητικότητα του Ωδείου μειώθηκε περίπου στο μισό εξαιτίας της προσθήκης διαγώνιου τοίχου για αύξηση της σταθερότητας.
Σ’ αυτή τη νέα φάση το Ωδείο της Αρχαίας Αγοράς λειτουργούσε μόνο ως χώρος για εκφώνηση λόγων από φιλοσόφους και σοφιστές, καθώς η Αθήνα είχε αποκτήσει ένα νέο Ωδείο γύρω στο 160 μ.Χ., το Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Το Ωδείο του Αγρίππα κάηκε ολοσχερώς το 267 μ.Χ. Και ένα μεγάλο τμήμα του υλικού του κτηρίου χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του Ύστερου Ρωμαϊκού Τείχους της Αθήνας. Τέσσερις από τις κολοσσιαίες φιγούρες ενσωματώθηκαν στην πρόσοψη ενός γυμνασίου, το οποίο κατασκευάστηκε στην ίδια περιοχή γύρω στο 400 μ.Χ. Το κτήριο αυτό αργότερα ανακατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως κυβερνητικό διοικητήριο μέχρι το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, οπότε και εγκαταλείφθηκε.
ΝΑΟΣ ΑΡΗ (440 π.Χ. – 15 π.Χ)
Ο Ναός του Άρη ήταν ένας κλασικός ναός που οικοδομήθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. μαζί με τους άλλους τρεις σχεδόν πανομοιότυπούς του (Ναός του Ηφαίστου στην Αγορά, Ναός Ποσειδώνα στο Σούνιο και Ναός της Νέμεσης στην Ραμνούντα). Προς το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ., μεταφέρθηκε από κάποιο άλλο σημείο της Αττικής κομμάτι – κομμάτι και συναρμολογήθηκε ξανά μπροστά από το Ωδείο του Αγρίππα. Κατά την εποχή της διακυβέρνησης του Αυγούστου ήταν σύνηθες φαινόμενο η μεταφορά κτηρίων της κλασικής περιόδου στην Αθήνα. Το σημείο απ’ όπου μεταφέρθηκε ο ναός δεν είναι βέβαιο.
Σύμφωνα όμως με τις νεώτερες μελέτες μάλλον βρισκόταν στην αρχαία Παλλήνη (σημερινός Σταυρός) και ήταν αρχικά αφιερωμένος στην Αθηνά. Εκεί βρέθηκαν τα θεμέλια ενός ναού ιδίων διαστάσεων χωρίς όμως ίχνος της ανωδομής του.
ΜΟΝΟΠΤΕΡΟΣ – ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Η τρίκλιτη Βασιλική της Αγοράς χρονολογείται στην εποχή του Αδριανού. Ήταν χαρακτηριστικός τύπος Ρωμαϊκής Βασιλικής και χρησιμοποιούνταν για εμπορικούς λόγους ή συνεδριάσεις διαφόρων σωμάτων. Ο Μονόπτερος είναι ένα κυκλικής κάτοψης κτήριο που χτίστηκε στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. Η χρήση του είναι αβέβαιη. Ίσως να χρησίμευε ως μικρός ναός ή ως κρήνη.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΝΤΑΙΝΟΥ (98 μ.Χ. – 102 μ.Χ.)
Η Βιβλιοθήκη του Πανταίνου κατασκευάστηκε από τον Αθηναίο Τίτο Φλάβιο Πάνταινο ανάμεσα στο 98 και 102 μ.Χ. Ήταν ένα γωνιακό κτήριο το οποίο χρησίμευε ως βιβλιοθήκη όπως μαρτυρούν πολλές επιγραφές που βρέθηκαν στον χώρο. Σύμφωνα με την αναθηματική επιγραφή, ο Πάνταινος μαζί με τον γιο και την κόρη του δώρισαν τα βιβλία, τον εξοπλισμό και αφιέρωσαν το κτήριο στον αυτοκράτορα Τραϊανό. Το πιθανότερο πάντως είναι ότι το κτήριο προϋπήρχε και ότι ο Πάνταινος προσέθεσε τις στοές γύρω από αυτό καθώς και το εσωτερικό περιστύλιο. Μία άλλη επιγραφή αναγράφει τα εξής: »Κανένα βιβλίο δεν θα βγαίνει από τη βιβλιοθήκη γιατί το ορκιστήκαμε. Η βιβλιοθήκη θα είναι ανοιχτή από την πρώτη μέχρι την έκτη ώρα».
Η Βιβλιοθήκη του Πανταίνου σώζεται σήμερα σε πολύ αποσπασματική κατάσταση, εν μέρει καλυμμένη από το Υστερορωμαϊκό τείχος της Αγοράς και ιδιαίτερα από έναν μεγάλο πύργο. Αποτελεί ένα από τα εξέχοντα κτήρια της Ρωμαϊκής Αγοράς, όπου ανθούσε η μελέτη της φιλοσοφίας και η λατρεία των Μουσών. Καταστράφηκε το 267 μ.Χ. από τους Ερούλους και ενσωματώθηκε κατά τον 5ο αιώνα σε ένα μεγάλο περίστυλο οικοδόμημα. Είναι ένα από τα ελάχιστα κτήρια της Αγοράς της Αθήνας για το οποίο είναι επακριβώς γνωστές οι συνθήκες και η χρονολογία κατασκευής του.
Το κτήριο αφιερώθηκε από τον Τίτο Φλάβιο Πάνταινο και τα παιδιά του στην Αθηνά Αρχηγέτιδα, στον Αυτοκράτορα Τραϊανό και στο λαό των Αθηνών, όπως μας πληροφορεί επιγραφή που είχε χαραχθεί στο ανώφλι της κυρίας εισόδου, το οποίο διασώθηκε ενσωματωμένο στο Υστερορωμαϊκό τείχος. Εικάζεται ότι η βιβλιοθήκη ανατέθηκε μεταξύ της χρονολογίας της ανόδου του Αυτοκράτορα στην εξουσία (98 μ.Χ.) και της Δακικής εκστρατείας (102 μ.Χ.), με βάση τα επίθετα που του αποδίδονται μετά την εκστρατεία του κατά των Δακών και τη μετέπειτα κατά των Πάρθων (115 μ.Χ.).
Υπάρχει πάντως η βάσιμη υποψία ότι το κτήριο είχε ανεγερθεί από τον πατέρα του Πανταίνου και ότι στην πραγματικότητα αποτελούσε την έδρα μιας φιλοσοφικής σχολής. Η περιοχή όπου ανεγέρθηκε η στοά, η νοτιοανατολική γωνία της πλατείας της Αγοράς, είχε παραμείνει ως τότε αναξιοποίητη σε μεγάλο βαθμό, τόσο από οικιστική όσο και από μνημειακή άποψη. Η ανασκαφή στο Υστερορωμαϊκό τείχος, από την οποία προέκυψε το σημαντικό επιγραφικό εύρημα για το οποίο έγινε λόγος, πραγματοποιήθηκε το 1933, αλλά η αποκάλυψη των ερειπίων της βιβλιοθήκης έγινε κατά κύριο λόγο το 1935, ενώ το ανατολικό τμήμα του κτηρίου ανασκάφηκε το 1971.
Αν και η ανασκαφή του κτηρίου δεν ολοκληρώθηκε, καθώς το ανατολικό τμήμα του καλύπτεται από το Υστερορωμαϊκό τείχος, εντούτοις υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την ανασύσταση του σχεδίου του με σχετική ακρίβεια. Το σχέδιο του κτηρίου παρουσιάζει πολύ ασυνήθιστη κάτοψη και δεν ομοιάζει με άλλες γνωστές σύγχρονες ρωμαϊκές βιβλιοθήκες (των Θερμών και του φόρουμ του Τραϊανού). Το σχέδιο προέκυψε από την ανάγκη προσαρμογής σε ένα εξαιρετικά ακανόνιστο οικόπεδο, στα νότια της Στοάς του Αττάλου και ανατολικά της Παναθηναϊκής οδού.
Ο πυρήνας του αποτελείται από δύο χώρους, μια μεγάλη υπαίθρια αυλή με διαστάσεις 20 x 13,5 μ., με δάπεδο στρωμένο με μικρές ακανόνιστες ψηφίδες μαρμάρου βυθισμένες σε κονίαμα και ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο, που ανοιγόταν στα ανατολικά και του οποίου το δάπεδο ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες. Σε μεταγενέστερη φάση προστέθηκε στην αυλή ένα περιστύλιο, το κεντρικό μέρος του οποίου επίσης ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες. Η είσοδος του κτηρίου εντοπίστηκε στο χώρο ακριβώς κάτω από το σημείο εύρεσης του ενεπίγραφου ανωφλιού. Η ανασκαφή του 1971 έδειξε ότι η Α-Δ πλευρά του κτηρίου είχε μήκος 35 μ.
Ενώ το κυρίως δωμάτιο που έβλεπε στην ανατολική πλευρά της αυλής ήταν τετράγωνο με διαστάσεις περίπου 15 x 15 μ. Δε σώζονται καθόλου ίχνη εσωτερικών στηριγμάτων για την τοποθέτηση ραφιών όπου θα αποθηκεύονταν τα βιβλία. Οι τοίχοι ήταν εσωτερικά επενδεδυμένοι με μαρμάρινες πλάκες, όπως και το δάπεδο. Το επιστύλιο της βόρειας και της δυτικής πρόσοψη του κτηρίου στηριζόταν σε αρράβδωτους ιωνικούς κίονες από γαλάζιο μάρμαρο. Η τοιχοποιία δεν ήταν ιδιαίτερα προσεγμένη. Γύρω από αυτούς τους δύο χώρους βρίσκονταν τρεις στοές, οι οποίες σχηματίζουν μεταξύ τους ακανόνιστες γωνίες.
Η δυτική στοά ακολουθούσε το ανατολικό κράσπεδο της οδού των Παναθηναίων. Είναι αυτή που σώζεται σε καλύτερη σχετικά κατάσταση, καθώς ο στυλοβάτης της χρησίμευσε ως θεμελίωση για το Υστερορωμαϊκό τείχος. Η μικρή βόρεια στοά έβλεπε στο νότιο άκρο της Στοάς του Αττάλου και διατηρείται και αυτή σε αρκετά καλή κατάσταση. Η μακρά ανατολική στοά ακολουθούσε επί 70 μ. τη νότια πλευρά της οδού που συνέδεε την Αγορά με τη Ρωμαϊκή Αγορά του Αυγούστου. Λίγο αργότερα η οδός αυτή πλακοστρώθηκε με έξοδα του Αθηναϊκού δήμου. Η πλακόστρωση της οδού και η μνημειακή σύνδεση της Παναθηναϊκής οδού, μέσω της βιβλιοθήκης, με τη Ρωμαϊκή Αγορά, οδήγησε στην κατεδάφιση της νότιας κλίμακας της Στοάς του Αττάλου.
Στο νοτιοανατολικό άκρο της στοάς αυτής υπήρχε μνημειακή αψιδωτή πύλη που καθόριζε την είσοδο στην Αγορά. Στο δυτικό τμήμα της νότιας πλευράς της αψιδωτής πύλης ανοιγόταν μια δεξαμενή. Για λόγους ομοιομορφίας, την ίδια περίοδο επενδύθηκε με μάρμαρο και ο εξωτερικός τοίχος της Στοάς του Αττάλου. Στα νότια της βιβλιοθήκης υπήρχε ένα στενό πέρασμα, στο οποίο σώζεται μια κλίμακα από Υμήττιο μάρμαρο και το οποίο πρέπει να χτίστηκε όταν στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. οικοδομήθηκε χτίστηκε η παρακείμενη ΝΑ Στοά. Τα δωμάτια που σχημάτιζαν οι τρεις στοές δεν είχαν σχέση με την κυρίως βιβλιοθήκη.
Οι πόρτες των δωματίων αυτών άνοιγαν μόνο στη δυτική στοά και στην οδό των Παναθηναίων. Σίγουρα θα πρέπει να στέγαζαν καταστήματα και εργαστήρια, όπως τα δύο συνεχόμενα δωμάτια νότια της εισόδου, όπου είχε το εργαστήριό του ένας μαρμαρογλύπτης, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα. Ο Πάνταινος ήταν γιος του Φλαβίου Μενάνδρου, ο οποίος αποκαλείται διάδοχος, δηλαδή ήταν ενδεχομένως ο επικεφαλής φιλοσοφικής σχολής. Όπως αναφέρει και η αναθηματική επιγραφή, αφιέρωσε μαζί με τα παιδιά του, Φλάβιο Μένανδρο και Φλαβία Σεκουνδίλλη, με δικά του έξοδα, τις στοές, το περιστύλιο, τη βιβλιοθήκη με τα βιβλία και τον εξοπλισμό της.
Σε άλλη επιγραφή που βρέθηκε στο κτήριο αναφέρονται οι κανονισμοί λειτουργίας της βιβλιοθήκης: «Κανένα βιβλίο δε θα βγει από τη βιβλιοθήκη, γιατί το ορκιστήκαμε. Η βιβλιοθήκη θα είναι ανοικτή από την πρώτη ως την έκτη ώρα». Ο Πάνταινος αυτοπροσδιορίζεται ιερέας των Φιλοσοφικών Μουσών. Εκτός λοιπόν από τη βιβλιοθήκη και τις εμπορικές χρήσεις που στεγάζονταν στα καταστήματα, το κτήριο χρησίμευε επίσης για τη λατρεία των Μουσών και προφανώς για τη λατρεία του αυτοκράτορα Τραϊανού, όπως μαρτυρά η εύρεση των ποδιών αγάλματός του, με έναν Δάκα αιχμάλωτο στα πόδια του (οπότε χρονολογείται μετά το 102 μ.Χ.), καθώς και η βάση ενός ακόμη αγάλματός του, αφιερωμένου από τον ιερέα του, τον Ηρώδη Αττικό Μαραθώνιο.
Άλλα ευρήματα συνιστούν το σύμπλεγμα δύο γυναικείων μορφών που φορούν πανοπλία και αποτελούν προσωποποίηση της Οδύσσειας, με την υπογραφή του γλύπτη Ιάσονα, και της Ιλιάδας, αντίστοιχα. Το βάθρο και το πόδι της δεύτερης μορφής βρέθηκαν το 1953. Υποτίθεται ότι τα δύο αγάλματα πλαισίωναν τον καθήμενο Όμηρο.
ΩΔΕΙΟ ΗΡΩΔΟΥ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ (2ος αιώνας μ.Χ.)
Το περίφημο Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού δεσπόζει στο δυτικό άκρο της Νότιας Κλιτύος της Ακρόπολης. Ήταν το τρίτο, που κατασκευάσθηκε στην αρχαία Αθήνα, μετά το ωδείο του Περικλή, επίσης στη Νότια Κλιτύ (5ος αιώνα π.Χ.) και το ωδείο του Αγρίππα στην Αρχαία Αγορά (15 π.Χ.). Οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα μ.Χ., με χρήματα που προσέφερε ο Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης, γνωστός γόνος μεγάλης Αθηναϊκής οικογένειας και ευεργέτης, σε ανάμνηση της συζύγου του Ρήγιλλας, που πέθανε το 160 μ.Χ.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία της κατασκευής του, αλλά είναι σίγουρο ότι αυτό συνέβη ανάμεσα στην χρονολογία θανάτου της Ρήγιλλας και το 174 μ.Χ., χρονολογία της επίσκεψης στην Αθήνα του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος αναφέρεται στο μνημείο με ιδιαίτερο θαυμασμό. Το ωδείο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις, ήταν στεγασμένο και είχε συνολική χωρητικότητα 5.000 ατόμων. Αποτελoύσε στιβαρή κατασκευή, της οποίας, όμως, η τοιχοποιία δεν ήταν συμπαγής. Πωρολιθικές λιθόπλινθοι διαμόρφωναν τις δύο όψεις των τοίχων, ενώ το εσωτερικό ήταν γεμισμένο με ακατέργαστους λίθους.
Το κοίλο ήταν ημικυκλικού σχήματος, με διάμετρο 76 μ., και είχε λαξευθεί στο βράχο. Με έναν ενδιάμεσο διάδρομο, πλάτους 1,20 μ., χωριζόταν σε δύο διαζώματα, τα οποία αριθμούσαν 32 σειρές εδωλίων κατασκευασμένων από μάρμαρο. Ο ανώτερος διάδρομος του κοίλου πιθανότατα διαμορφωνόταν σε περιμετρική στοά. Η ορχήστρα, διαμέτρου 19 μ., είχε επίσης ημικυκλικό σχήμα και ήταν στρωμένη με πλάκες από μάρμαρο. Η σκηνή ήταν υπερυψωμένη και ο τοίχος της, που έχει σωθεί σε ύψος 28 μ., διαρθρωνόταν σε τρεις ορόφους. Στο ανώτερο τμήμα του υπήρχαν αψιδωτά ανοίγματα και στο κατώτερο τρίστυλες προστάσεις και κόγχες, στις οποίες τοποθετούνταν αγάλματα, σύμφωνα με την παράδοση που ακολουθούσαν τα Ρωμαϊκά θέατρα.
Εκατέρωθεν της σκηνής υπήρχαν κλίμακες, που οδηγούσαν στο άνω διάζωμα του κοίλου. Μπροστά από τον εξωτερικό τοίχο της σκηνής διαμορφωνόταν μία στοά, το μετασκήνιο. Ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά και γραμμικά μοτίβα κάλυπταν τις εισόδους των κλιμακοστασίων και του μετασκηνίου. Η κατασκευή του μνημείου ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή, γεγονός που επισημαίνεται και από αρχαίες μαρτυρίες, που κάνουν λόγο κυρίως για το ξύλο κέδρου που είχε χρησιμοποιηθεί για τη στέγη. Η στέγαση του κοίλου του ωδείου, με ακτίνα μήκους 38 μ., φαίνεται ότι δεν έφερε εσωτερικά στηρίγματα, αφού δεν έχουν σωθεί ίχνη τους και αυτή η διαμόρφωση παραμένει, ακόμη και για τη σημερινή εποχή, κατασκευαστικό επίτευγμα.
Στην ανατολική του πλευρά το ωδείο επικοινωνούσε με τη στοά του Ευμένη, στεγασμένο οικοδόμημα που είχε κατασκευασθεί περίπου τρεις αιώνες νωρίτερα, από το βασιλιά της Περγάμου Ευμένη (197 – 159 π.Χ.). Το ωδείο καταστράφηκε το 267 μ.Χ. από την επιδρομή των Ερούλων, οι οποίοι έκαψαν και κατέστρεψαν πολλά οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας, και δεν ανοικοδομήθηκε ποτέ, όπως συνέβη σε άλλα αρχαία κτίσματα που είχαν υποστεί καταστροφές. Στα μεταγενέστερα χρόνια το ωδείο εντάχθηκε στην οχύρωση της πόλης της Αθήνας. Ο νότιος τοίχος του ενσωματώθηκε στο Υστερορρωμαϊκό τείχος, που ανοικοδομήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Ενώ και κατά το 13ο αιώνα ο ψηλός τοίχος της σκηνής ενσωματώθηκε στο τείχος που περιέβαλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης, το λεγόμενο Ριζόκαστρο. Το 14ο αιώνα οι επιχώσεις που κάλυπταν το κατώτερο τμήμα του νότιου τοίχου του μνημείου ήταν τέτοιου πάχους ώστε να μη διακρίνονται οι είσοδοι και να χαρακτηρισθεί ως γέφυρα από τον Niccolo da Martini, Ιταλό περιηγητή. Από το ωδείο εισέβαλαν στην Ακρόπολη το 1826 ο Κ. Φαβιέρος, ο Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός, και οι στρατιώτες του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τους Τούρκους, ανεφοδιάζοντας τους πολιορκούμενους Έλληνες με τρόφιμα και πυρίτιδα.
Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι λειτούργησε μόνο 105 χρόνια, δεδομένου ότι τον 3ο αιώνα, δηλαδή το 267 μ.Χ., πολλά οικοδομήματα της Αθήνας, όπως και αυτό, καταστράφηκαν από τους Έρουλους επιδρομείς. Επίσης, αυτό το διάστημα από τα διάφορα ευρήματα των ανασκαφών, όπως κρανία ανθρώπων και ταύρων, πιθανολογείται ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες και ταυρομαχίες. Φαίνεται όμως πως και οι τοίχοι του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως οχυρωματικό έργο, εντασσόμενο στο τείχος που περιέβαλλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης. Εκτός από τα ερείπια οικίσκων που βρέθηκαν μέσα στο Ωδείο, βρέθηκαν και ερείπια μικρής εκκλησίας.
Στο μέσον της σκηνής και ακριβώς αντίκρυ της λεγόμενης «Βασιλείου Πύλης» ανακαλύφθηκε υπόγειο που εκτείνεται σε όλο το μήκος της έκτασης της σκηνής. Οι επιχώσεις που επήλθαν στους επόμενους αιώνες σχεδόν το εξαφάνισαν, με μόνο ορατό σημείο τον ψηλό τοίχο της σκηνής, με την όλη κατασκευή να μοιάζει περισσότερο με γέφυρα. Οι ανασκαφές στο χώρο του μνημείου πραγματοποιήθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρεία και τον αρχαιολόγο Κ. Πιττάκη, και απομάκρυναν μεγάλους όγκους χώματος.
Το μνημείο αναστηλώθηκε την περίοδο 1952-1953 με μάρμαρο Διονύσου και από το 1957 χρησιμοποιείται για τη διεξαγωγή καλλιτεχνικών εκδηλώσεων (συναυλίες, παραστάσεις αρχαίου δράματος κ.τ.λ.) κυρίως στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Χαρακτηρίζεται ως το καλύτερο παράδειγμα αυθεντικού Ελληνικού αμφιθεάτρου και περιγράφεται ως «η τέλεια τοποθεσία όπου συναντάται η μοντέρνα μουσική με την αρχαία ατμόσφαιρα».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΠΗΓΗ: theancientwebgreece.wordpress.com