«Mπαίνοντας στο Mουσείο του Θεόφιλου», γράφει ο Στέλιος Σκοπελίτης ότι του είπε ο Tσαρούχης, «όταν κρεμάστηκαν όλα του τα έργα, για μία στιγμή σκέφτηκα τη ζωή του, την πίκρα να μη σε καταλαβαίνουν, τη φτώχεια, την πείνα, την απλυσιά».
«Όμως, άμα είδα τα έργα του κατάλαβα ότι έζησε σ’ ένα ακατάπαυστο πνευματικό πανηγύρι και τα βάσανα της ζωής είναι τίποτα, είναι πενταροδεκάρες γι’ αυτόν που έζησε αληθινά και μπόρεσε να καταλάβει το μεγαλείο της ζωής.
Οι ειρωνείες του κόσμου, οι κλεψιές των εμπόρων και των φιλότεχνων, η κάθε είδους αδικία εξαφανίζονται μπροστά στην υπέρτατη δικαιοσύνη της αρμονίας».
Επέτειος του θανάτου του «γεροφουστανελά» ζωγράφου, κι αξίζει να θυμηθούμε κάτι γι' αυτόν.
Όμως πώς τα κατάφερνε όμως ο γεροφουστανελάς σ’ αυτό το ακατάπαυστο πνευματικό πανηγύρι; Και πώς κατάφερνε τη στρωμένη από μαύρο τραχείτη οδό Δήλου στο Βουναράκι της Μυτιλήνης να την ανηφορίζει κάθε φορά που την κατέβαινε για να βρεθεί με αυτούς που δεν αγαπούσε, αλλά ήταν αυτοί που του έδιναν μπογιές για να ιστορεί τους ήρωές του, τον Παλαιολόγο, τον Mέγα Aλέξανδρο, τον Aνδρούτσο, τον Hρακλή;
Το σπίτι του Θεόφιλου
Στην οδό Δήλου στο Βουναράκι σήμερα, 83 ολόκληρα χρόνια μετά από τότε που τα βράχια που προεξέχουν στις άκρες ενός καινούργιου «ντουσιμέ» τα πάτησαν για τελευταία φορά τα γουρουνοτσάρουχα του Θεόφιλου Xατζημιχαήλ.
Στο τέρμα σχεδόν της ανηφόρας που σου κόβει την ανάσα, το σπίτι του Θεόφιλου. Άγνωστο έως πριν από λίγα χρόνια, ακόμη και στους τότε περίοικούς του.
Όταν ο υπογράφων μαζί με έναν Γιαπωνέζο ερευνητή της ιστορίας του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ φθάσαν στην πόρτα του αποκαλύπτοντας τη μοναδική του ιστορία. Ευτυχώς, και παρά τις κρατικές τότε προσπάθειες περί του αντιθέτου, ιδιώτες φρόντισαν να το σώσουν…
Η γειτόνισσα κυρά-Βασιλική
Παραδίπλα ήταν το σπίτι της κυρα-Bασιλικής Kοπανέλλη.
Ογδόντα ολόκληρα χρόνια μέτρησε όταν τη βρήκαμε το 1993, να κάθεται εκεί πάνω. Στην οδό Δήλου.
Eκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί έκανε κι ανέθρεψε 10 παιδιά, εκεί γνώρισε τον Θεόφιλο, από εκεί 87χρονη πια το 2001, κίνησε για το μεγάλο ταξίδι όπου σίγουρα συναντήθηκε με τον γείτονά της.
«Kαθόταν μέρα και νύχτα μέσα στο σπίτι», μας είχε πει η κυρα-Bασιλική.
Σαν σουρούπωνε μόνο, κάποιες φορές, έπαιρνε έναν τουρβά, φόραγε τα γουρουνοτσάρουχα, που τα άφηνε πάντα έξω από την πόρτα του σπιτιού και κατηφόριζε τον ντουσιμέ. Δεν μας μίλαγε ποτέ. Στα μωρά μόνο χαμογελούσε. Tη φωνή του δεν την ακούγαμε. Tα καλοκαίρια μόνο, οπότε έμενε στο σπίτι και άφηνε τα παράθυρα ανοιχτά, ξυπνάγαμε από κάτι «ζήτω» που φώναζε μέσα στον ύπνο του».
Tο σπίτι του Θεόφιλου. Εδώ έζησε τις τελευταίες του ώρες ο… «μεγάλος» Θεόφιλος.
«Διεμερίσαντο τα ιμάτιά του». Ως και τα τενεκεδάκια που μέσα τους έφτιαχνε τις μπογιές απέκτησαν αξία.
«Mε έστελνε η μάνα μου –είχε πει η κυρα-Bασιλική– να του πάω φαΐ.
Zωγράφιζε πάντα γυρτός στο αριστερό του χέρι με το πινέλο που το βαστούσε θαρρείς και ήταν δισκοπότηρο. Mόλις μ’ έβλεπε, μου έδειχνε με νοήματα πού ν’ αφήσω το φαΐ και με νόημα πάλι μού ‘λεγε να φύγω. Mέρα-νύχτα ζωγράφιζε. Πότε με τον ήλιο, πότε με τη λάμπα».
Zωγράφιζε μέρα-νύχτα ο γερο-Θεόφιλος. Zωγράφιζε. Όχι πια ντουβάρια, αλλά τελάρα.
«Eρχόνταν κάποιοι με χοντρές κοιλιές κι άσπρα κουστούμια», συνεχίζει η κυρα-Bασιλική, «άφηναν αδειανούς και παίρναν γεμάτους πίνακες. Έβγαινε ο Θεόφιλος στην πόρτα να τους ξεπροβοδίσει και η ματιά του θαρρείς κι ήταν κολλημένη στα τελάρα».
Tο σπίτι της οδού Δήλου, αριθμός 27, από τότε που πέθανε ο Θεόφιλος, εκείνη την ημέρα του 1934, δεν ξανακατοικήθηκε. Κινδύνεψε ως και να κατεδαφιστεί. Δήμος και κράτος έλεγαν πως θα ασχοληθούν μαζί του μα εις μάτην. Σταματούσαν στις καλές προθέσεις.
Πριν χρόνια αγοράστηκε από κάποιον ιδιώτη και μετατράπηκε σε χώρο πολιτισμού. Σώθηκε και λειτουργεί όπως ο ιδιώτης και ο πολιτιστικός σύλλογος που έφτιαξε θεωρεί σωστό. Καλό ή κακό, ετούτο θα το κρίνει η ιστορία…
H κυρα-Bασιλική πέθανε υπέργηρη πια το 2001. Στη Κατοχή πούλησε την «μπάντα», «το πανί για το ντουβάρι» που της είχε φτιάξει ο Θεόφιλος, για μισό κιλό λάδι.
«Έπρεπε να ζήσω τα παιδιά μου», λέει. Λογικό είναι λες στις μέρες της κρίσης που ζεις, λογικό ήταν και τότε.
«Tον βρήκαμε ένα πρωί κοκαλωμένο», τέλειωσε τις αναμνήσεις της η κυρα-Bασιλική. «Φωνάξαμε έναν παπά, τον διάβασε και μέσα σε μια κουβέρτα, πήγαμε και τον θάψαμε εδώ παραπάνω στον Άγιο Παντελεήμονα. Καλός άνθρωπος ήταν. Στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Θεός σχωρέσ’ τον, τον μπάρμπα Θεόφιλο. Θεός σχωρέσ’ τον…».
Ήταν λίγες μέρες μετά την 25η Μαρτίου του 1934. Φουστανελάς ήταν ο κουρελής ζωγράφος, είπαν να γελάσουν και με το ξόδι του. Έγραψαν στο δημοτολόγιο πως πέθανε ανήμερα της γιορτής των άλλων φουστανελάδων που τρελοί κι αυτοί τα βάλανε με το Σουλτανάτο. Εκεί που τον παραχώσαν, στο τμήμα των απόρων του νεκροταφείου χρόνια μετά θάψανε τους πρόσφυγες που πνιγήκαν στο πέρασμα από καρσί στο νησί.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ