Η κυβέρνηση της Αυστραλίας είναι «ανοικτή» και «θα μελετήσει» την πρόταση να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και να μεταφέρει στην ιερή πόλη την πρεσβεία της από το Τελ Αβίβ, δήλωσε σήμερα ο αυστραλός πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον.
Το τελικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ είναι ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν για να επιτευχθεί συμφωνία ειρήνης ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους — οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των οποίων παραμένουν από το 2014 κλινικά νεκρές. Η ισραηλινή κυβέρνηση χαρακτηρίζει την πόλη, συμπεριλαμβανομένου του ανατολικού της τομέα, τον οποίο κατέλαβε στον πόλεμο του 1967 και προσάρτησε αργότερα, «αιώνια και αδιαίρετη» πρωτεύουσά της. Η διεθνής κοινότητα, πλην εξαιρέσεων, δεν αναγνωρίζει την προσάρτηση.
Όμως τον Δεκέμβριο του 2017, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ μετέβαλε άρδην την αμερικανική πολιτική που εφαρμοζόταν για δεκαετίες, αναγνωρίζοντας την Ιερουσαλήμ ως ισραηλινή πρωτεύουσα, εξοργίζοντας τους Παλαιστινίους και φέρνοντας προ τετελεσμένων και σε δύσκολη θέση τον αραβικό κόσμο, όπως και πολλούς συμμάχους της Ουάσινγκτον στη Δύση.
Η Αυστραλία είχε τότε πάρει αποστάσεις, όμως ο νέος πρωθυπουργός Μόρισον τόνισε σε δημοσιογράφους στο κοινοβούλιο ότι είναι πλέον «διατεθειμένος» να εξετάσει το ενδεχόμενο να αλλάξει προσέγγιση, αν και διαβεβαίωσε πως «τίποτα δεν έχει αλλάξει» ως προς την υποστήριξη της «λύσης των δύο κρατών» από μέρους της χώρας.
«Έχουμε δεσμευτεί στη λύση των δύο κρατών, αλλά ειλικρινά το πράγμα δεν πάει πολύ καλά, δεν σημειώνεται και πολλή πρόοδος», εξήγησε ο Μόρισον. «Δεν κάνεις το ίδιο πράγμα συνέχεια περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα», πρόσθεσε.
«Η ορθοδοξία σε αυτόν τον διάλογο ορίζει πως ζητήματα όπως αυτό της πρωτεύουσας είναι ταμπού. Νομίζω πρέπει να το αμφισβητήσουμε αυτό», συνέχισε ο Μόρισον, χαρακτηρίζοντας «λογικά» και «πειστικά» τα επιχειρήματα υπέρ της μεταφοράς της διπλωματικής αντιπροσωπείας της χώρας του στο Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ και σημειώνοντας πως για το ζήτημα αυτό έχει γίνει συζήτηση με την Ουάσινγκτον.
«Η ουσία της λύσης των δύο κρατών είναι (να υπάρξουν) δύο αναγνωρισμένα κράτη που θα ζουν πλάι-πλάι», έκρινε ακόμη ο Μόρισον και διαβεβαίωσε ότι θα μπορούσε να εξεταστεί επίσης μια άλλη πρόταση που έχει κάνει ο Ντέιβ Σάρμα, πρώην πρεσβευτής της Αυστραλίας στο Ισραήλ, δηλαδή η κυβέρνηση της χώρας να αναγνωρίσει τη Δυτική Ιερουσαλήμ ως ισραηλινή πρωτεύουσα και την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του μελλοντικά ανεξάρτητου, κυρίαρχου Παλαιστινιακού Κράτους.
Αν και «δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση όσον αφορά την αναγνώριση της πρωτεύουσας ή τη μετακίνηση της πρεσβείας», επέμεινε, «είμαστε ανοικτοί στην πρόταση».
Η πρεσβεία των ΗΠΑ έγινε η πρώτη — για μικρό χρονικό διάστημα ήταν η μόνη — ξένη πρεσβεία που μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ, τον Μάιο. Λίγες ημέρες αργότερα, ακολούθησαν οι πρεσβείες της Γουατεμάλας και της Παραγουάης. Η Παραγουάη όμως αντέστρεψε αυτήν την απόφαση και η πρεσβεία της μετακινήθηκε ξανά πίσω στο Τελ Αβίβ τον περασμένο μήνα. Σε αντίποινα, η κυβέρνηση του Ισραήλ έκλεισε την πρεσβεία της χώρας στην Ασουνσιόν.
Οι δηλώσεις του Μόρισον καταγράφονται ενόψει μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης το Σάββατο για την πλήρωση της βουλευτικής έδρας του προκατόχου του, του Μάλκολμ Τέρνμπουλ, σε μια πλούσια περιφέρεια του Σίδνεϊ. Σε αυτή την εκλογική περιφέρεια ζουν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι Εβραίοι ψηφοφόροι σε όλη την Αυστραλία. Το κυβερνών κόμμα προφανώς επιδιώκει να κερδίσει για να διατηρήσει την οριακή πλειοψηφία του στο κοινοβούλιο — μία έδρα, ακριβώς. Ο Σάρμα, υποψήφιος του κυβερνώντος Φιλελεύθερου Κόμματος για την έδρα, κινδυνεύει να ηττηθεί από έναν ανεξάρτητο, κατά δημοσκοπήσεις.
Εκπρόσωπος των Εργατικών (αντιπολίτευση) κατήγγειλε ότι ο συντηρητικός πρωθυπουργός της Αυστραλίας εγείρει ζήτημα αλλαγής της πολιτικής που η χώρα εφαρμόζει εδώ και δεκατίες ως προς το ζήτημα της Ιερουσαλήμ απλά και μόνο για μικροκομματικές σκοπιμότητες, προς άγραν των ψήφων της ισραηλιτικής κοινότητας του Σίδνεϊ.
Ο Σκοτ Μόρισον ανήγγειλε εξάλλου ότι η Αυστραλία θα ψηφίσει εναντίον της αναγνώρισης ευρύτερων δικαιωμάτων που ζητεί η Παλαιστινιακή Αρχή από τα Ηνωμένα Έθνη στο πλαίσιο της προσπάθειας η Παλαιστίνη ως κράτος να αναλάβει την προεδρία της Ομάδας των Εβδομήντα Επτά (G77) αναπτυσσόμενων οικονομιών.