Ο ισχυρισμός του δρος Τζόναθαν Γουίλιαμς, αναπληρωτή διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, ότι ο λόρδος Ελγιν «μάζεψε από τα χαλάσματα» τα γλυπτά του Παρθενώνα, καίτοι ανήκουστος από ιστορικής άποψης, ακούστηκε κατά τη διάρκεια της 23ης Συνόδου της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσής τους.
Η συγκεκριμένη ετήσια σύνοδος συνήλθε στο Παρίσι μεταξύ 18-20 Μαΐου και αμέσως η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έσπευσε να αντικρούσει με δήλωσή της την προκλητικά ανιστόρητη εκδοχή που αποπειράθηκε να παρουσιάσει ο δρ Γουίλιαμς. Μεταξύ άλλων, η κυρία Μενδώνη, ως αρχαιολόγος η ίδια, επικαλέστηκε ένα ιστορικό τεκμήριο γύρω από το τι ακριβώς συνέβη στην Ακρόπολη των Αθηνών πριν από περίπου 220 χρόνια. Ετσι, το ούτως ή άλλως έωλο πλην εμπρηστικό επιχείρημα του δρος Γουίλιαμς αποδείχθηκε ότι έχει καταρριφθεί ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1801.
Τότε ο Ναπολιτάνος Τζοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, ένας ελάσσων ζωγράφος ο οποίος βρισκόταν στη δούλεψη του λόρδου Ελγιν, έγραφε σε επιστολή προς τον εργοδότη του: «Ο κ. Χαντ έγραψε στην Εξοχότητά σας εκ μέρους μου παρακαλώντας να μας αποστείλετε εις τας Αθήνας το ταχύτερο δυνατόν μία ντουζίνα πριόνια μαρμάρου διαφορετικών μεγεθών. Θα χρειαζόμουν 3-4 τέτοια, μήκους 6 μέτρων, προκειμένου να πριονίσω ένα πελώριο ανάγλυφο (σ.σ.: το κεντρικό τμήμα της ανατολικής ζωφόρου του Παρθενώνα). Δεν θα μπορέσουμε να το μεταφέρουμε, παρεκτός εάν ελαττώσουμε το βάρος του».
Πριν από τη συγκεκριμένη επιστολή, ο Λουζιέρι είχε κιόλας αφαιρέσει το πρώτο τμήμα από τη μετόπη του μνημείου. Ο λόρδος Ελγιν διαβεβαίωσε τον υποτακτικό του ότι θα αποστείλει τάχιστα τα μαρμαροπρίονα, ο Λουζιέρι όμως προχωρούσε ακόμη και χωρίς αυτά. Εναν μήνα μετά την ως άνω επιστολή, στις 26 Οκτωβρίου 1801, ενημέρωσε τον Ελγιν ότι «με ένα πριόνι που βρήκα, οι εργάτες μας εδώ έκοψαν ένα πολύτιμο τεμάχιο από το γείσο του Ερεχθείου. Με το ίδιο πριόνι τώρα κόβουν ένα ανάγλυφο από τη ζωφόρο του Παρθενώνα».
Η σωζόμενη -και μηδαμώς αμφισβητούμενη ως προς την αυθεντικότητά της- αλληλογραφία ανάμεσα στον Ελγιν και τον Λουζιέρι είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική. Οσο και μακάβρια, βέβαια, εφόσον στις επιστολές αποτυπώνεται ο βάναυσος ακρωτηριασμός της Ακρόπολης. Αναφερόμενος σε κάποιο αριστουργηματικό γλυπτό από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, ο Λουζιέρι περιέγραφε το 1802 ότι «δεν το πριονίσαμε σωστά, καθώς δεν διαθέταμε αρκούντως λεπτά πριόνια, κι επειδή ήταν κάπως λεπτό στο μέσον, έσπασε στα δύο κατά τη μεταφορά, παρ’ όλες τις προφυλάξεις που λάβαμε. Ευτυχώς, όμως, έσπασε ακριβώς στη μέση και σε ευθεία γραμμή, σε σημείο όπου δεν υπήρχε κάποια γλυπτή μορφή, επομένως το ατύχημα μας βοήθησε να το μεταφέρουμε γρήγορα και να το φορτώσουμε στο πλοίο».
Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, ο Τζοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι ήταν αυτός που ώθησε τον Ελγιν να προχωρήσει στην καθαυτό λεηλασία των αρχαιοτήτων, παρότι το έργο που είχε κληθεί να εκτελέσει, κατ’ αρχάς, ήταν μόνο η σχεδιαστική αποτύπωση και η δημιουργία εκμαγείων. Οπως και να ’χει, ο Λουζιέρι βρισκόταν σε πλήρη εναρμόνιση με την πλεονεξία του εντολέα του. Στον οποίο έγραφε, φέρ’ ειπείν, «θα πάρω ένα κιονόκρανο και από τον Παρθενώνα, αλλά θα πρέπει να το κόψω στη μέση. Εκείνο που πήρα από τα Προπύλαια είναι αρκετά μεγάλο, αυτό όμως είναι τεράστιο. Δεν χωρά από τις πύλες του οικισμού».
Η Σικελία επιστρέφει κομμάτι από τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στην Ελλάδα
Η έγκριση του σουλτάνου
Πέρα από τις ανατριχιαστικές αναφορές για την πρόοδο της αρπαγής, τα γράμματα του Λουζιέρι περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τους χειρισμούς του λόρδου Ελγιν. Σε κάποια από τις επιστολές του, με ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου 1802, ο Ιταλός παρακαλά τον Σκώτο ευγενή να φροντίσει για το φιρμάνι, δηλαδή το έγγραφο με τη σφραγίδα του σουλτάνου, το οποίο υποτίθεται πως εξουσιοδοτούσε τον Ελγιν να αποσπάσει τμήματα των αρχαιοελληνικών μνημείων. Ο Λουζιέρι πιεζόταν από τον Τούρκο φρούραρχο της Ακρόπολης, ο οποίος στο μεταξύ είχε επιτρέψει τη λεηλασία, βασιζόμενος σε μια προφορική διαβεβαίωση που του είχε παράσχει ο λόρδος όταν ο ίδιος βρισκόταν στην Αθήνα. Τώρα όμως απαιτούσε να δει το φιρμάνι με τα μάτια του, ώστε να είναι καλυμμένος σε περίπτωση που του ζητηθούν ευθύνες.
Διότι ακόμη και αυτός είχε φρίξει με το όργιο βανδαλισμού και κλοπής που εξελισσόταν στον πάλαι ποτέ Ιερό Βράχο των Αθηναίων. Απαντώντας στην παράκληση του Λουζιέρι για το περιβόητο αλλά άφαντο φιρμάνι, ο Ελγιν ήταν καθησυχαστικός. «Οσο ο φρούραρχος απολαμβάνει τις υλικές αποδείξεις της φιλίας μας, δεν θα υπάρχει κανένα πρόβλημα», έγραψε ο Ελγιν, υπενθυμίζοντας στον Λουζιέρι ότι ο φρούραρχος δωροδοκούνταν. Το στοιχείο αυτό είναι κρίσιμης σημασίας για όλη την υπόθεση των κλοπιμαίων Γλυπτών του Παρθενώνα. Πολύ απλά διότι ο λόρδος Ελγιν πιθανότατα δεν είχε λάβει ποτέ καμία γραπτή εξουσιοδότηση από την Υψηλή Πύλη, δηλαδή την ανώτατη ηγεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για αφαίρεση αρχαίου υλικού.
Ο Μαρκ Στίβενς, διαπρεπής Βρετανός δικηγόρος, συνήγορος σε πολύκροτες υποθέσεις όπως αυτή του Τζούλιαν Ασάνζ (WikiLeaks) και αυτός που προσκάλεσε την Αμάλ Αλαμουντίν-Κλούνεϊ να αναμειχθεί στη νομική προπαρασκευή της ελληνικής θέσης για τη διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, έχει εντρυφήσει ειδικά στη μυστηριώδη ιστορία του φιρμανιού. Με την ευκαιρία της επίσκεψής του στη Αθήνα τον Οκτώβριο του 2019, ο Μαρκ Στίβενς παρουσίασε στο «ΘΕΜΑ» εν περιλήψει τα συμπεράσματα της πολυετούς έρευνάς του για το φιρμάνι ως εξής: «Το πρωτότυπο κείμενο αυτού του φιρμανιού δεν βρέθηκε ποτέ.
Περιέργως, υπάρχει μόνο μία ιταλική μετάφραση και φυλάσσεται στα αρχεία του Βρετανικού Κοινοβουλίου. Ακόμη όμως και σε αυτή τη μετάφραση πουθενά δεν αναφέρεται ότι η Πύλη παραχωρεί στον Ελγιν την άδεια να αποσπάσει και να απομακρύνει τμήματα του Παρθενώνα. Τρεις Τούρκοι πανεπιστημιακοί έχουν ερευνήσει τα αρχεία στη χώρα τους γι’ αυτό το φιρμάνι που επικαλείται ο Ελγιν, χωρίς ποτέ να το εντοπίσουν. Σημειωτέον ότι τα φιρμάνια του σουλτάνου από εκείνη την περίοδο συντάσσονταν με έναν πολύ συγκεκριμένο, πομπώδη, τρόπο, με στερεότυπες εκφράσεις κ.λπ.
Τίποτα τέτοιο δεν φαίνεται στην ιταλική μετάφραση του υποτιθέμενου φιρμανιού στο οποίο βάσιζε ο Ελγιν το άλλοθί του. Επίσης, τα σουλτανικά φιρμάνια σώζονται όλα, ταξινομημένα με αύξοντα αριθμό, δεν λείπει ούτε ένα. Σε κανένα δεν αναφέρεται ο λόρδος Ελγιν. Αρα, εγώ συμπεραίνω ότι ο Ελγιν είπε ψέματα για το φιρμάνι. Ομως ακόμη κι αν το έγγραφο υπήρχε, επ’ ουδενί επέτρεπε στον λόρδο Ελγιν να κάνει ό,τι έκανε».
Telegraph: «Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα θα μπορούσαν να επιστραφούν»
Ο άσωτος λόρδος
Οποιο κι αν ήταν το κίνητρο του λόρδου Ελγιν, όποια κι αν ήταν η εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων απόπειρα ηθικής νομιμοποίησης των πράξεών του, το αποτέλεσμα παραμένει απαράλλαχτο: η Ακρόπολη κακοποιήθηκε άγρια όπως ποτέ πριν ή έκτοτε στα 2.500 χρόνια ύπαρξής της. Ο Ελγιν λεηλατούσε τα μνημεία επί σχεδόν τέσσερα χρόνια. Για τη μεταφορά των μαρμάρινων όγκων διά θαλάσσης από την Ελλάδα στη Βρετανία απαιτήθηκε περίοδος 11 ετών. Μετά από τρομακτικές κακουχίες κατά τη μεταφορά των αρχαιοτήτων, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου ναυαγίου, ο απολογισμός για τα κλοπιμαία αναφέρει ότι από τους 97 σωζόμενους λίθους της ζωφόρου του Παρθενώνα οι 56 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 40 στην Αθήνα. Από τις 64 σωζόμενες μετόπες οι 48 βρίσκονται στην Αθήνα και οι 15 στο Λονδίνο. Από τις 28 σωζόμενες μορφές των αετωμάτων οι 19 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 9 στην Αθήνα
Δηλαδή, ο Ελγιν κυριολεκτικά διαμέλισε την Ακρόπολη. Εν τω μεταξύ, σε ό,τι αφορά τον ίδιο, εξαιτίας ακριβώς της απληστίας, αλλά και του ελευθεριάζοντος βίου του καταστράφηκε οικονομικά, κοινωνικά και προσωπικά. Κατά μία εκδοχή, η εμμονή του με τον ακρωτηριασμό των Γλυπτών από τον φυσικό τους χώρο οφειλόταν στο ότι, ως συφιλιδικός, έχασε τη μύτη του και μεταμορφώθηκε σε αποκρουστικό τέρας. Κατόπιν αυτού, η σύζυγός του, την οποία λέγεται πως προσπαθούσε να εξευμενίσει προσπαθώντας να ανεγείρει έναν νέο Παρθενώνα στη Σκωτία, τον εγκατέλειψε. Η υπόθεση αυτή ήταν ένα σκάνδαλο από μόνη της για τη βρετανική κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα.
Επίσης, ο Ελγιν, όσο επίμονα κι αν το επεδίωκε σε όλη του τη ζωή, δεν κατάφερε ποτέ να ενταχθεί στη βρετανική αριστοκρατία και παρέμεινε για πάντα ένας παρακατιανός ευγενής, όπως θεωρούνταν τότε οι επιφανείς Σκωτσέζοι. Επιπλέον, δε, ο Ελγιν ήταν χρεοκοπημένος, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε το Βρετανικό Μουσείο ώστε να αποκτήσει τη λεία του Παρθενώνα. Ο λόγος και πάλι στον Μαρκ Στίβενς: «Ο Ελγιν ξόδεψε περίπου 70.000 λίρες (σ.σ.: περίπου 5.600.000 με αναγωγή σε σημερινή αξία χρήματος) για να αρπάξει τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Οταν όμως επέστρεψε στη Βρετανία, η πράξη του θεωρήθηκε τεράστιο σκάνδαλο και το Κοινοβούλιο όρισε μια ειδική επιτροπή για να διερευνήσει όχι μόνο την απόκτηση των Γλυπτών, αλλά και τα πεπραγμένα του Ελγιν ως πρεσβευτή της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη από το 1799 έως το 1803. Ενώ γινόταν ο έλεγχος, ο λόρδος προσπάθησε να πουλήσει τη συλλογή των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο αντί 350.000 λιρών. Ωστόσο, το βρετανικό κράτος όρισε ότι ο Ελγιν δεν θα μπορούσε να αποκομίσει κέρδος, εξ ου και του προσέφεραν μόλις το 1/10 όσων ζητούσε, δηλαδή 35.000 λίρες, ένα ποσό το οποίο ήταν αναγκασμένος να δεχτεί προκειμένου να αποφύγει τη φυλάκιση λόγω των χρεών του. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι οι Βρετανοί απαγορεύοντας στον Ελγιν να κερδίσει έστω και μία λίρα, παραδέχονταν σιωπηρά ότι τα αρχαιοελληνικά θραύσματα είχαν αποκτηθεί παρανόμως».
Ελπίδα για επανένωση
Μενδώνη εναντίον Μπόρις Τζόνσον για τα μάρμαρα του Παρθενώνα
Είναι, λοιπόν, πασίδηλο και ιστορικά τεκμηριωμένο ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν προϊόν κλοπής. Από πολύ νωρίς, ήδη από τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να προσδώσουν μια νομιμόφρονα κάλυψη στην κατοχή των Γλυπτών. Γι’ αυτό και το αίτημα για την επιστροφή και την επανένωσή τους στην Ακρόπολη, όπως διατυπώνεται διαχρονικά από ελληνικής πλευράς, αποκλείει εκ προοιμίου τον δανεισμό, εφόσον κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με de facto αναγνώριση της ιδιοκτησίας τους από το Βρετανικό Μουσείο. Εντούτοις, τον Σεπτέμβριο του 2021 η UNESCO απηύθηνε σύσταση προς τα δύο μέρη προκειμένου να αρχίσουν διάλογος, διαπραγμάτευση και, ιδανικά, διευθέτηση του ζητήματος.
Υστερα και από επανειλημμένες διεθνείς παραστάσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βρετανία, στις ΗΠΑ κ.α., η τύχη των Γλυπτών του Παρθενώνα έχει αναχθεί σε θέμα διεθνούς επικαιρότητας. Παράλληλα, τον περασμένο Νοέμβριο, σε σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης στη Βρετανία από τον κρατικό οργανισμό δημοσκοπήσεων YouGov, αποτυπώθηκε η θέληση της πλειοψηφίας: το 59% των Βρετανών θεωρεί ότι τα Γλυπτά ανήκουν στην Ελλάδα. Πλέον, αφού ξεκαθαρίζει ότι δεν συζητά με το Βρετανικό Μουσείο, αλλά, όπως συστήνει η UNESCO, με το ομόλογο θεσμικό όργανο, το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού αναμένει την επιβεβαίωση της ημερομηνίας για το πρώτο ιστορικό ραντεβού με τη βρετανική πλευρά για την έναρξη της πιο σημαντικής, ενδεχομένως, διαπραγμάτευσης στη μακραίωνη περιπέτεια των κλεμμένων Γλυπτών του Παρθενώνα.
Είναι δε χαρακτηριστική η φράση της κυρίας Μενδώνη σε πρόσφατη συνέντευξή της ότι «χρονοδιάγραμμα κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει. Ωστόσο, όλοι μας πιστεύουμε ότι η στιγμή που τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα γυρίσουν στην Ελλάδα ολοένα και πλησιάζει».