Με απόλυτη ασφάλεια και μυστικότητα προσπάθησαν οι αρχές να μεταφέρουν τον Έλληνα στο εσωτερικό της χώρας, πρώτα στο Orlat [Ρουμανία] και μετά στο Temesvar [Τιμισοάρα – Ρουμανία]. Με την πρόφαση, ότι θα έπρεπε να αναμείνουν νέες διαταγές από τη Βιέννη ο στρατάρχης Μπελεγκάρντε, τους μετέφερε στο Arad [Αράντ – Πόλη στη Ρουμανία].
Η νέα διαταγή, που έλαβε ο Μπελεγκάρντε από τον Μέτερνιχ, έλεγε, πως ο Υψηλάντης και οι συνοδοί του θα πρέπει να μεταφερθούν υπό αυστηρή μυστικότητα στην πόλη Munkács [Μουκάτσεβο – Ουκρανία] και θα πρέπει να κρατηθούν εκεί ως αιχμάλωτοι του κράτους και όχι ως εγκληματίες εναντίον του κράτους. Ο διοικητής του Banat στρατηγός Schneller ζήτησε από τον Υψηλάντη απόλυτη σιωπή για τον τόπο, στον οποίο βρισκόταν. Σε διαφορετική περίπτωση τον απείλησε με έκδοση στην Τουρκία. Στους τρεις αδερφούς εδωσαν το όνομα Βαρώνοι Schönwarth [Σένβαρτ]. Άλλαξαν επίσης και τα ονόματα των υπηρετών τους.
Μόλις ο Υψηλάντης έδωσε τις αντίστοιχες εγγυήσεις, που του είχαν απαιτηθεί, το ταξίδι συνεχίστηκε εκ νέου με απόλυτη μυστικότητα. Όμως παρόλα τα ληφθέντα μέτρα ασφαλείας ο στρατηγός του Banat στρατηγός Schneller, δήλωσε, όπως προκύπτει από τα κρατικά αρχεία, πως τελικά διέρρευσε προς τον κόσμο η ταυτότητα του Έλληνα. Όλοι ήταν ενημερωμένοι για την επανάσταση στην γειτονική Βλαχία. Ήταν επίσης ενήμεροι σχετικά με την απώλεια του ενός χεριού του Υψηλάντη πράγμα, που δυσχέραινε ακόμη περισσότερο το έργο των αρχών.
Η αναζήτηση
Το κίνημα του Υψηλάντη, το οποίο προφανώς δεν άφησε αδιάφορους τους ξένους λαούς, φαίνεται να είχε τραβήξει και την συμπάθεια πολλών που ενδιαφέρθηκαν για την τύχη αυτού.
Για την τύχη του Πρίγκιπα και των συνοδών του ενδιαφερόταν όχι μόνο η κοινή γνώμη στο εσωτερικό, αλλά και οι χώρες του εξωτερικού ενδιαφέρονταν. Στις 5 Ιουλίου του 1821 ο Μέτερνιχ ειδοποίησε για την Άφιξη του Υψηλάντη τους αυστριακούς διπλωμάτες στην Ρωσία και την Τουρκία.
Αμέσως μετά ο πρόξενος της Αυστρίας έλαβε διαταγή να πει, πως παρ’ όλα τα μέτρα που λήφθηκαν, ο Έλληνας κατάφερε να μπει σε αυστριακό έδαφος. Ο Αυτοκράτορας έκανε χρήση του άρθρου 18 της συμφωνίας του Βελιγραδίου του 1739. Σε αυτό το άρθρο προέβλεπε τη μη έκδοση ατόμων, που καταζητούνται για εσχάτη προδοσία, αλλά την κράτηση αυτών σε έναν σταθμό απομακρυσμένο από τα κοινά σύνορα. Ο υπό κράτηση Υψηλάντης βρίσκεται κάτω από αυστηρή επιτήρηση.
Η αντίδραση της Υψηλής Πύλης
Ήταν φυσικό και επόμενο η Υψηλή Πύλη να αναζητά τον Υψηλάντη. Επίσης ο σουλτάνος Μαχμούτ είχε κάθε λόγο, να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με αυτόν, που τόλμησε να σηκώσει κεφάλι. Φυσικά οι πράκτορες του, θα τον έψαχναν παντού.
Οι Τούρκοι είχαν ήδη πληροφορηθεί μέσω του πρακτορείου της Craiova [Κραϊόβα είναι η 6η μεγαλύτερη πόλη της Ρουμανίας] για τη φυγή, την άφιξη και την παραμονή του Υψηλάντη στην Αυστρία, πολύ πριν φτάσει η δεύτερη εντολή στον αυστριακό πρόξενο στην Κωνσταντινούπολη Λίτσοβ.
Γνώριζαν, ότι η Αυστρία δέχτηκε τον «προδότη». Ο Ρεΐς Εφέντη διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πρόξενο Λίτσοβ. Ο Λίτσοβ απάντησε, πως το μόνο, που γνώριζε είναι, ότι η πρόταση παραμονής του Υψηλάντη δεν έγινε δεκτή, πράγμα το οποίο αργότερα ανακάλεσε.
Η Μάχη του Λάλα: Από τις πρώτες νικηφόρες μάχες το 1821 στην Πελοπόννησο
Η πολιτική του Μέτερνιχ απέναντι στη Ρωσία
Σαφώς για τον Μέτερνιχ ο Υψηλάντης ή ο Έλληνας ή ο Πρίγκιπας, όπως τον αναφέρει πολλές φορές ανάλογα με την περίσταση ήταν ένας ενοχλητικός επισκέπτης, που αν ήθελε να μείνει πιστός στην Ιερή Συμμαχία, θα έπρεπε να παίξει το δικό του παιχνίδι.
Ο Μέτερνιχ έγραψε προς τη Ρωσία για την άφιξη του Έλληνα στην Αυστρία. Έστειλε μια σειρά από σημειώσεις προς τον Τσάρο για την επικινδυνότητα της επανάστασης στην Τουρκία. Ζήτησε από τον πρέσβη Lebzeltern, να μάθει από τον Τσάρο Αλέξανδρο τη γνώμη του για την τύχη του Υψηλάντη. Αρχικά ο Τσάρος άφησε να εννοηθεί, ότι ήταν σύμφωνος με τη γνώμη του Μέτερνιχ και ότι δεν επιθυμούσε την έκδοση του Υψηλάντη στην Τουρκία. Αυτό όμως δεν αρκούσε στον πρέσβη Lebzeltern. Έτσι ζήτησε επισταμένως, να συζητήσει το θέμα με τον πρωθυπουργό Nesselrode. Στην συζήτηση, που ακολούθησε ο πρέσβης Lebzeltern άφησε να εννοηθεί, πως η Αυστρία είναι διατεθειμένη, να κρατήσει τον Έλληνα φυλακισμένο στο Munkács. Από την άλλη πλευρά βέβαια θα έπρεπε κάποιος να τρίξει τα δόντια στην Τουρκία.
Η Αυστρία πάνω στο θέμα αυτό ήθελε, να κρατήσει μια τίμια στάση. Δεν θα ήθελε όμως σε καμία περίπτωση να χαλάσει τους καλούς δεσμούς της με την Υψηλή Πύλη. Μιας όμως και η Αυστρία ήθελε να απεγκλωβιστεί από τη δέσμευσή της με το πρόσωπο του Υψηλάντη, ο Μέτερνιχ ευχαρίστως θα ήθελε, να γνωρίσει τις προθέσεις του Τσάρου. Ο Nesselrode υποσχέθηκε, ότι θα διαβιβάσει στον Τσάρο, όλα όσα ειπώθηκαν. Είπε ακόμη στον πρέσβη Lebzeltern, πως ο Καποδίστριας έκανε πρόταση στον Τσάρο, να ζητήσει την έκδοση του Υψηλάντη στη Ρωσία προκειμένου να περάσει εκεί από δίκη. Αν όντως ο Καποδίστριας έκανε αυτή την πρόταση γιατί γνώριζε, ότι ο τσάρος δεν θα την αποδέχονταν, ο Nesselrode το άφησε στον αέρα. Στην συνέχεια ο Nesselrode αρνήθηκε τις θεωρίες σχετικά με τον Υψηλάντη, ότι αυτός βρίσκονταν πίσω από άλλα επαναστατικά κινήματα στα Βαλκάνια. Η αναμενόμενη απάντηση από τον Τσάρο Αλέξανδρο δεν έφτασε ποτέ, όπως αφήνουν να εννοηθεί κάποια έγγραφα του Μέτερνιχ. Μόνο ο πρόξενος Tatistschew ζήτησε από τον Μέτερνιχ, να κάνουν σαφές στον Υψηλάντη, ότι η Ρωσία δε θέλει να τον δει ελεύθερο. Ήταν μια φρούδα ελπίδα στα μάτια του Υψηλάντη. Για τα επόμενα δύο χρόνια το θέμα Υψηλάντη έσβησε από την διπλωματική επικοινωνία.
Η αιχμαλωσία στον πύργο του Munkács
Είναι σαφές, ότι ο Υψηλάντης δεν ήταν για τους Αυστριακούς ένας απλός αιχμάλωτος. Αυτό καταφαίνεται στη συμπεριφορά τους απέναντι του. Όντας πρίγκιπες ο Υψηλάντης και οι αδερφοί του υπήρχε μια δυσχέρεια στη συμπεριφορά απέναντί τους. Από τη μία έπρεπε να κρατηθεί η αυστηρότητα της πολιτικής και από την άλλη τα κοινωνικά προσχήματα.
Ο Υψηλάντης παρέμενε στον Πύργο του Munkács [Μουκάτσεβο – Ουκρανία]. Σύντομα τα πράγματα έγιναν κάπως πιο άνετα και παρ’ όλη την αυστηρή περιφρούρηση που είχε, αντιμετώπιζε κάποια ήπια μεταχείριση. Στον αιχμάλωτο επιτράπηκε ο περίπατος στους χώρους του πύργου και σύντομα παρ’ όλες τις αμφιβολίες του Μπελεγκάρντε του επιτράπηκε, να διαβάζει την εφημερίδα Wiener Beobachter. Λάμβανε ιδιαίτερη τροφή. Ο Μέτερνιχ ο ίδιος του έστειλε 45 βιβλία. Οι Έλληνες όμως είχαν λίγα χρήματα μαζί τους. Παρακάλεσαν έτσι το Υπουργείο Εσωτερικών να στείλουν επιστολή στους συγγενείς τους προκειμένου, να ζητήσουν χρήματα.
Μεταξύ του 1821 και 1822 η πριγκίπισσα Υψηλάντη έστειλε δύο φορές χρήματα γύρω στα 4.000 φιορίνα. Μέχρι το τέλος του 1822 είχαν σχεδόν τελειώσει. Επιπλέον η πριγκίπισσα παρακάλεσε τον Μέτερνιχ, να μπορούσε, να έχει απεριόριστη αλληλογραφία με τους γιους της. Επιθυμία που ο Μέτερνιχ την έκανε δεχτή. Το 1822 η υγεία των κρατουμένων παρουσίαζε ήδη αρκετά προβλήματα. Ειδικότερα ο Αλέξανδρος, έπασχε από κράμπες στομάχου, πυρετό, αναπηρία του χεριού και γι’ αυτό οι γιατροί του συνέστησαν αλλαγή κλίματος. Θα έπρεπε να κάνει ιαματικά λουτρά και να απομακρυνθεί από το ελώδες κλίμα του
Munkács. Τα συμπτώματα αυτά ανέφερε ο αναπληρωτής διοικητής της Ουγγαρίας. Ο Μπελεγκάρντε τα ήλεγξε μέσω ενός υποστράτηγού του. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν μια ατέλειωτη αλληλογραφία μεταξύ Μέτερνιχ, Μπελεγκάρντε και αρχιδούκα Φερδινάρδου. Τελικά ο Μέτερνιχ, έπεισε τον αυτοκράτορα, να μεταφερθούν οι κρατούμενοι σε έναν τόπο με πιο υγιές κλίμα, στην Theresienstadt.
Με αυστηρά μέτρα προστασίας τον Ιούνιο του 1823 μεταφέρθηκαν οι αδερφοί Υψηλάντη από το Munkács στην Theresienstadt. Βρέθηκαν εκεί υπό την εποπτεία του στρατηγού Chiesa. Σύντομα σε αναφορά του ο στρατηγός αναφέρει, πως μέλη του σώματος Wellington, αλλά και άλλοι επισκέπτες που βρίσκονταν εκεί για ανάρρωση, αναγνώρισαν στο Franzensbrunn τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Οι διαμαρτυρίες του πρίγκιπα άρχισαν εκ νέου. Ήθελε να συνομιλεί με ξένους, να απομακρυνθεί η φρουρά έξω από την πόρτα του και να βγαίνει περίπατο με συνοδεία ενός αξιωματικού. Μετά από πολλές εκκλήσεις το τελευταίο του εγκρίθηκε.
Το χρηματικό κόστος των κρατουμένων
Τι έγιναν οι μουσουλμάνοι στην Ελλάδα μετά το 1821;
Η διαμονή του στα ιαματικά λουτρά, οι συνεχείς μετακινήσεις, οι απαιτήσεις του ίδιου του Υψηλάντη και των αδερφών του είχαν κόστος. Κάποια στιγμή τέθηκε το θέμα, με ποιο τρόπο θα καλυφθούν αυτά τα έξοδα συντήρησης. H Αυστρία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πιέσει τη Ρωσία να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου το κόστος ή μέρος αυτού.
Μέχρι το Νοέμβρη του 1823 το κόστος κράτησης των αδερφών Υψηλάντη είχε ανέλθει στα 13.797 φιορίνια. Το θέμα απασχόλησε τόσο τη Βιέννη, όσο και την Πετρούπολη, καθώς το χρέος ήταν δυσβάσταχτο. Σε μια συνάντηση, που είχε ο Μέτερνιχ τον Οκτώβριο του 1823 στο Lemberg με το Ρώσο ομόλογό του, πρότεινε να δοθεί στον Έλληνα διαβατήριο, ώστε να μεταβεί στην Αμερική. Σε άλλη συζήτηση, που είχε ο Nesselrod με τον πρέσβη της Αυστρίας Lebzeltern, εξέφρασε την άποψη, πως αν ο Έλληνας φύγει στις Η.Π.Α. υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει διάσημος, καθώς θα θεωρούνταν «θύμα της τυραννίας». Υπήρξε και η άποψη να μεταφερθεί ο κρατούμενος σε κάποια πόλη της Ιταλίας. Όμως ο Lebzeltern την απέρριψε με το αιτιολογικό, ότι οι ακτές είναι κοντά, οπότε και θα μπορούσε να δραπετεύσει.
Τελικά ο Nesselrode πρότεινε στον Lebzeltern να εισπράξει τα χρήματα από την οικογένεια Υψηλάντη. Μάλιστα του υποσχέθηκε τη βοήθεια του στην είσπραξη αυτών. Η ίδια η πριγκίπισσα Υψηλάντη ήταν υπερχρεωμένη οπότε τα ποσά, που διέθετε, δεν ήταν αρκετά. Όταν τελικά η Αυστρία ενόχλησε απ’ ευθείας τον Τσάρο Αλέξανδρο γι’ αυτό το θέμα, εκείνος στάθηκε παντελώς αδιάφορος. Απάντησε, πως είναι σύμφωνος με όλες τις αποφάσεις της Βιέννης, εκτός από μια: να μη δοθεί άδεια στον Υψηλάντη να πάει στις Η.Π.Α., καθώς θα ήταν εύκολο, να επιστρέψει ξανά στην Ελλάδα. Ο Nesselrode επιπλέον συμβούλευσε τους Αυστριακούς, να ενισχύσουν την αστυνομική περιφρούρηση του Έλληνα στη Βοημία και να ελέγχουν την αλληλογραφία του. Ο Μέτερνιχ συμφώνησε με αυτές τις προτάσεις. Όμως, θα έπρεπε να λυθεί το θέμα με τα έξοδα κράτησης. Πρότεινε εκ νέου να αναλάβει η οικογένεια Υψηλάντη το κόστος των κρατουμένων. Εν τω μεταξύ ο διοικητής της Βοημίας στρατηγός Gyulai έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στη Βιέννη, πως λόγω των εξόδων φύλαξης του Υψηλάντη υπήρχε έλλειψη σε στρατιωτικό υλικό. Έτσι ο Μέτερνιχ αναγκάστηκε να καλύψει τα έξοδα από τον προϋπολογισμό της δικής του υπηρεσίας. Από την άλλη πλευρά ο Nesselrode, παρότι η Αυστρία πίεζε, δεν ήθελε να πιέσει την πριγκίπισσα Υψηλάντη για πληρωμή. Άρχισε λοιπόν μια συνεχόμενη κυβερνητική διαμάχη. Η Αυστρία έθεσε το ερώτημα μήπως τελικά ο Υψηλάντης είχε πάρει κάποια διαταγή, για να ξεσηκώσει την επανάσταση. Εάν υπήρχαν κάποια αποδεικτικά έγγραφα, θα όφειλε η Ρωσία, να καλύψει όλα τα έξοδα. Ο Nasselrode απέκρουσε όλες τις αμφισβητήσεις.
Η περαιτέρω τύχη
Το 1826 φαίνεται, ότι τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Η υγεία του αρχίζει και πάλι να κλονίζεται. Εν τω μεταξύ κάποιοι από τους συναγωνιστές του, ανακτούν την ελευθερία τους. Εν τω μεταξύ η τύχη του Έλληνα αλλάζει εις βάρος του. Κατ’ αρχάς ο σύντροφός του Wenzeslaus Hornowsky καταφέρνει να κερδίσει την ελευθερία του. Η επιθυμία του Υψηλάντη να μεταφερθεί για κούρα στην πόλη Teplitz δεν εκπληρώνεται. Τα έξοδα παραμονής του είχαν υπερβεί το αναμενόμενο κόστος. Στην πορεία τελικά περιορίστηκαν αρχικά στα 500 φιορίνια και αργότερα στα 300 φιορίνια. Όταν όμως τον Απρίλιο του 1826 οι γιατροί διέγνωσαν, ότι ο Υψηλάντης πάσχει από ρευματισμούς και ποδάγρα, συνέστησαν να μεταφερθεί στο Marienbad ή στο Pistyán για κούρα. Την πιθανότητα αυτής της διαμονής τη συζήτησαν ο Μέτερνιχ και ο διοικητής της Αστυνομίας Sedlnitzky. Τελικά ο Υψηλάντης με την συνοδεία ενός αξιωματικού μεταβιβάστηκε τον Αύγουστο του 1826 στο Pistyán για κούρα. Αμέσως λίγο μετά την επιστροφή του, άλλοι τρεις σύντροφοι του, οι Gerasimo Orffani, Constantin Kavaletopulos και ο Georg Lassaret κατάφεραν να ανακτήσουν την ελευθερία τους.
Εξακολουθούσε, να υπάρχει ακόμη η συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Αυστρίας, ώστε να μη δημιουργηθεί ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος. Ο Μέτερνιχ επίσης είχε καταφέρει, να αποτρέψει την Ρωσία από μια επέμβαση στα Βαλκάνια. Αυτοί είναι κάποιοι από τους λόγους, που εξηγούν, γιατί κανένας δεν σκέφτονταν πια την απελευθέρωση του Υψηλάντη.
Δυστυχώς κατάντησε, να είναι ένας αβοήθητος πολιτικός αιχμάλωτος, του οποίου η ύπαρξη ήταν ενοχλητική και για τις δύο χώρες. Υπήρχε ένας διάχυτος θυμός, που άρχιζε να αισθάνεται. Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες με μια ζωή περιορισμένη σε στενό χώρο. Άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες έριδες μεταξύ των αδερφών. Ο Υψηλάντης άρχισε, να γίνεται μέθυσος. Η προσπάθειά του να επιδοθεί σε συγγραφικό έργο, προκειμένου, να αλλάξει λίγο την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει και την τροπή που οδηγούνταν η ζωή του, του δεν απέφερε καρπούς.
Το ενδιαφέρον του Πρώσου Βασιλιά
Στην Πρωσία ο βασιλιάς Friedrich Wilhelm III εξακολουθούσε με ένα άτυπο κοινοβούλιο (καμαρίλα), να κρατά ουδετερότητα προς όλους. Ο Υψηλάντης του ήταν γνωστός από τους ναπολεόντειους πολέμους. Κάποιοι συναγωνιστές του Υψηλάντη, που ήταν πλέον ελεύθεροι, προσπάθησαν μέσω της καμαρίλας, να κερδίσουν το ενδιαφέρον του Πρώσου βασιλιά Friedrich Wilhelm III, ώστε να αποκτήσει ο Υψηλάντης την ελευθερία του.
Στα 1827 άρχισε να ενδιαφέρεται ο βασιλιάς της Πρωσίας Friedrich Wilhelm III για την τύχη του Έλληνα. Ο Αυστριακός πρέσβης στην Πρωσία Zichy ζήτησε επίσημες πληροφορίες από το Μέτερνιχ. Εκείνος απάντησε, πως ο Έλληνας βρίσκεται φυλακισμένος στην Αυστρία κατ’ επιθυμία της Ρωσίας. Η Πετρούπολη έπρεπε, να αναλάβει την πρωτοβουλία για την ελευθερία του. Σε επόμενη επιστολή του ο Μέτερνιχ τονίζει, ότι δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο, να εκδοθεί ο Έλληνας στην Τουρκία και ότι η Ρωσία δεν είχε απαντήσει ακόμη στις προτάσεις του, που είχε υποβάλει πριν ένα χρόνο. Ο δε Υψηλάντης απολαμβάνει καλή μεταχείριση.
Μετά από αυτά ο Friedrich Wilhelm III απάντησε στον Zichy, πως δεν υπήρχε λόγος να παρέμβει. Παρ’ όλα αυτά ο πρώτος σύντροφος του Υψηλάντη ο Ορφάνι έστειλε στις 14 Ιουλίου 1827 επιστολή στον βασιλιά της Πρωσίας, που του παρουσίαζε την άθλια οικονομική κατάσταση, που είχε περιέλθει ο Έλληνας, την κατεστραμμένη υγεία του και την έλλειψη ιατρικής περίθαλψης. Ο πρόξενος Zichy, έκανε πάλι χρήση των παραπάνω επιστολών του Μέτερνιχ. Όντως, όπως δείχνουν τα ιατρικά αρχεία, η κατάσταση της υγείας του Υψηλάντη τον Ιούνιο το 1827 είχε χειροτερέψει ραγδαία. Πνευμονικό άσθμα, καταρράκτης, ποδάγρα και θρομβώσεις στα δύο πόδια συν την συνεχόμενη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών. Η ανάρρωση ήταν αμφίβολη. Και πάλι ο Μέτρνιχ μετά από έκκληση του Υψηλάντη του επέτρεψε μια κούρα στο Pistyán. Αυτή τη φορά ασχολήθηκαν με το θέμα Υψηλάντη και ενόχλησαν τον Μέτερνιχ η κόμισσα Lulu von Thürheim και η αδερφή της πριγκίπισσα Konstantine Rasumofsky, οι οποίες διέθεσαν για την ανάρρωση του Υψηλάντη 800 φιορίνια.
Η κοινή γνώμη και οι πολιτικές εξελίξεις
1821: H άγνωστη καπετάνισσα της Κασσάνδρας στην Επανάσταση
Όπως δείχνουν τα πράγματα, η κοινή γνώμη δεν είχε ξεχάσει τον Υψηλάντη. Τα πολιτικά γεγονότα όμως, είχαν πάρει άλλη τροπή. Μέσα σε αυτό το κλίμα ήταν φυσικό, να αλλάξει και η στάση του Μέτερνιχ απέναντι στο θέμα του Υψηλάντη. Η έκθεση του Μέτερνιχ προς τον Αυτοκράτορα, δείχνει έναν Μέτερνιχ, που, ότι και αν έκανε, το έκανε για το καλό της Αυστρίας.
Στο μεταξύ η διεθνής κοινή γνώμη αρχίζει πάλι να ενδιαφέρεται για την τύχη του Υψηλάντη. Μετά το θάνατο του Τσάρου Αλέξανδρου, ο νέος Τσάρος Νικόλαος ο Πρώτος σε συνάντηση με τον Άγγλο πρωθυπουργό Κάνιγκ αποφάσισαν στις 04.04.1826, να έχει η Ελλάδα ένα status υποτέλειας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Φυσικά οι Τούρκοι, δε δέχτηκαν την πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι οδηγηθήκαμε στις 24.10.1827 στην καταστροφή του Τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο.
Στη Ρωσία αρχίζουν να θυμούνται πάλι, τον Ρώσο αξιωματικό, που πέρασε πρώτος στο Οθωμανικό έδαφος πολεμώντας. Έτσι ο Τσάρος επενέβη τώρα για την απελευθέρωση του Έλληνα και υποσχέθηκε να καλύψει τα μισά έξοδα της αιχμαλωσίας του.
Πάνω σε αυτό ο Μέτερνιχ έστειλε μια έκθεση στον Αυτοκράτορα με τίτλο «Η περίπτωση Υψηλάντη από αυστριακής πλευράς» στην οποία έγραφε: Ο Υψηλάντης, όταν προετοίμαζε την επανάσταση, κατοικούσε σε ρωσικό έδαφος. Ο Τσάρος έβλεπε τον πρίγκιπα, ως έναν εγκληματία και όργανο των σκοτεινών δυνάμεων. Η Αυστρία με τη σειρά της δεν επιθυμούσε, ούτε να τον παραδώσει στην εκδίκηση της Υψηλής Πύλης, ούτε να αισθανθεί την αυστηρότητα της ρωσικής δικαιοσύνης. Όμως δεν επιθυμούσε ούτε και να αφεθεί ελεύθερος. Γι’ αυτό το λόγο παρέμενε κρατούμενος στην Αυστρία. Αν πάλι θα θέλαμε να δούμε τον Υψηλάντη ως Ρώσο κρατούμενο, αυτό πάλι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Αυστρίας. Γιατί η Αυστρία είχε λόγους από τη μία να κρατάει ήρεμη την Υψηλή Πύλη και από την άλλη να δώσει τέλος στις ενέργειες του πρίγκιπα. Η Ρωσία όμως, νομικά δεν μπορούσε να εξαναγκαστεί, να αναλάβει τον πρίγκιπα, μιας και αυτή τον είχε διαγράψει οριστικά από τους στρατιωτικούς της καταλόγους. Άρα λοιπόν η Ρωσία, έπρεπε να αποδεχτεί την πρόταση της Αυστρίας, να αναλάβει στο μέλλον τα συνολικά έξοδα κράτησης – παραμονής του Έλληνα πρίγκιπα.
Η απελευθέρωση και το τέλος
Η μέρα της πολυπόθητης ελευθερίας έφτασε το Νοέμβρη του 1827. Όμως ήταν πλέον αργά για τον Υψηλάντη. Δύο μήνες αργότερα θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο ξενοδοχείο «Zur goldenen Birne» της Βιέννης.
Ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος ο δεύτερος συμφώνησε για την απελευθέρωση του Υψηλάντη. Ο Έλληνας θα μπορούσε, να παραμείνει σε μια πόλη της Μοναρχίας της Αυστρίας. Του απαγορευόταν να εγκαταλείψει τη χώρα χωρίς την έγκριση του διοικητή της Αστυνομίας. Ο Υψηλάντης, του οποίου είχε επιτραπεί η μετάβασή του εκ νέου στο Teplitz για κούρα, εκδήλωσε την επιθυμία να εγκατασταθεί στη Βενετία. Ενάντια σε αυτή του την επιθυμία εκφράστηκε ο διοικητής της Αστυνομίας Sedlnitzky. Δήλωσε, πως στη Βενετία κατοικούν πολλοί Έλληνες και η θέση της πόλης στη θάλασσα, θα μπορούσε να ευνοήσει μια επικείμενη φυγή του προς την Ελλάδα. Ο Μέτερνιχ επέλεξε τη Βερόνα ή τη Βιτσέντζα. Τελικά αφού αποδέχτηκε τους όρους του Υπουργείου Εσωτερικών ο Υψηλάντης και οι σύντροφοι του ξεκίνησαν στις 28.11.1827 από την Τερεζίενσταντ και έφτασαν αρχές Ιανουαρίου στην Βιέννη.
Σύμφωνα με την ιατρική διάγνωση ο Υψηλάντης στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, απέκτησε επιπλέον και ένα καρδιακό πρόβλημα.
Τελικά ο Υψηλάντης απεβίωσε στο πανδοχείο «Zur goldenen Birne» Landstraßer Hauptstraße 31 [σημαντικός εμπορικός δρόμος στη Βιέννη] στις 31 Ιανουαρίου 1828. Οι φροντίδες των συντρόφων του και των αδελφών Thürheim und Rasumofsky δεν κατάφεραν να τον κρατήσουν στη ζωή. Αρχικά ενταφιάσθηκε στο ανατολικό τμήμα του νεκροταφείου St. Marxer Friedhof [νεκροταφείο του Αγ. Μάρκου της Βιέννης], ενώ την 1 Αυγούστου του 1828 μεταφέρθηκε στο ελληνικό τμήμα του νεκροταφείου. Στις 18 Φεβρουαρίου του 1903 μεταφέρθηκε η σορός του στον οικογενειακό τάφο των Υψηλάντηδων στην Rappoltenkirchen της Αυστρίας… [H τελευταία μεταφορά του έγινε τον Αύγουστο του 1964, όταν τελικά μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του].
Επίλογος
1821: Η πολιορκία της Λιβαδειάς και η ηρωική έξοδος των Λιβαδειτών από το Κάστρο
Όπως και οι σύγχρονοι του επαναστάτες Federico Confalonieri και Silvio Pellico, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη φήμη, έτσι και ο Υψηλάντης πέρασε αρκετά χρόνια από τη ζωή υπό την αυστριακή αιχμαλωσία. Η διαφορά με τους δύο προηγούμενους είναι, ότι ο Υψηλάντης δεν κρατήθηκε ως «εγκληματίας εναντίον του κράτους» (Staatsverbrecher), αλλά «ως αιχμάλωτος του κράτους», (Staatsgefangener) όπως είχε τονίσει αρκετές φορές ο Μέτερνιχ. Δεν μπορούσε να τιμωρηθεί για ενέργειες, που έθεταν σε κίνδυνο το ίδιο το κράτος, αλλά ήταν το θύμα της maximum εξωτερικής πολιτικής του Μέτερνιχ.
Από τη μία στο πρόσωπο του Υψηλάντη έβλεπε έναν τρόπο, που θα μπορούσε έμμεσα να πιέσει και να επηρεάσει τη Ρωσία σχετικά με τη στάση της στην Βαλκανική χερσόνησο. Από την άλλη πλευρά με τη δράση του ως επαναστάτης, ήταν ένα «αντικείμενο», που έφερνε αταξία σε όλη την Ευρώπη. Όφειλε να τον εξουδετερώσει, να τον εξαφανίσει. Όταν προέκυψαν οι νέες πολιτικές συνθήκες καθώς και η επιδείνωση της υγείας του.