Σταθερά υπέρ του δανεισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα και μάλιστα με αντάλλαγμα πολύτιμες αρχαιότητες από ελληνικά μουσεία, πρόταση την οποία η ελληνική πλευρά έχει αποκλείσει με δημόσιες δηλώσεις της – τάσσονται τα ανώτατα στελέχη του Βρετανικού Μουσείου. Μετά τις επανειλημμένες αναφορές στο συγκεκριμένο θέμα του Προέδρου του μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, και ο προσωρινός διευθυντής του, χαρακτήρισε ως πιθανό και υλοποιήσιμο το ενδεχόμενο του δανεισμού.
Βρετανικό Μουσείο για Γλυπτά Παρθενώνα: «Εποικοδομητικές οι συζητήσεις με την Ελλάδα – Θα μπορέσουμε να τα μοιραστούμε» (Βίντεο)
«Θα μπορούσα εύκολα να φανταστώ μια σχέση μεταξύ ημών και του Μουσείου Ακρόπολης που θα περιλάμβανε αμοιβαία δάνεια. Γιατί όχι; Έχουν κι αυτοί κάποια αρκετά υπέροχα αντικείμενα» δήλωσε μεταξύ άλλων, στην πρώτη του συνέντευξη στους βρετανικούς «Times» ο Μαρκ Τζόουνς ο οποίος επιστρατεύθηκε, τον περασμένο Σεπτέμβριο, για να αναλάβει προσωρινά τη διεύθυνση προκειμένου να σώσει την κατάσταση μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των κλοπών περίπου 2000 αντικειμένων που γίνονταν επί σειρά ετών, με την βοήθεια πρώην εργαζόμενου, χωρίς κανείς υπεύθυνος να αντιληφθεί το παραμικρό. Ξεκαθάρισε, ωστόσο, πως δεν πρόκειται να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στη θέση του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου.
Όσον αφορά στην γενικότερη διεθνή πίεση που ασκείται τα τελευταία χρόνια για τον επαναπατρισμό πολύτιμων αντικειμένων στις χώρες προέλευσής τους αλλά και στα σχόλια που θέλουν το Βρετανικό Μουσείο ως τον μεγαλύτερο αποδέκτη κλεμμένων αρχαιοτήτων από όλο τον κόσμο, ο Μαρκ Τζόυνς εμφανίστηκε επικριτικός: «Αυτό, είναι πλήρης ανοησία. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που έχουμε είναι νόμιμα αρχαιολογικά ευρήματα ή έχουν διαπραγματευτεί νόμιμα. Η ιδέα ότι τα πάντα στο Bρετανικό έχουν κατά κάποιο τρόπο ένα κατακριτέο παρελθόν είναι εντελώς αναληθής» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Παραδέχτηκε, βέβαια, πως η διαχείριση της πρόσφατης αποκάλυψης των κλοπών που γίνονταν στο Βρετανικό Μουσείο, επί 20 ολόκληρα χρόνια, ήταν μια απαιτητική υπόθεση και αποτελεί προτεραιότητά του, και απέδωσε το δυσάρεστο αυτό γεγονός στην έλλειψη καταγραφής του συνόλου των φιλοξθενούμενων εκθεμάτων του μουσείου, κάτι το οποίο πρόκειται να αλλάξει καθώς ως βασικός στόχος έχει τεθεί η πλήρης ηλεκτρονική καταγραφή μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.