Σύμφωνα με τον Guardian, ο «αρχιτέκτονας» του Brexit, κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή των Λόρδων σημείωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να κάνει μια μεγάλη χειρονομία για τη δημιουργία στενότερων διπλωματικών και πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Ο Ντέιβιντ Φροστ, επικεφαλής διαπραγματευτής του Brexit, ζήτησε μια συμφωνία μεταξύ της Βρετανίας και της Ελλάδας που θα έθετε στο αρχείο τη μακροχρόνια διαμάχη, με τα γλυπτά να επιστρέφουν στην Ελλάδα για πρώτη φορά από τις αρχές του 1800, όταν τα πήρε ο λόρδος Έλγιν. Προς το παρόν βρίσκονται στη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου.
Σύμφωνα με τον Φροστ, η συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ευρύτερη εκστρατεία για να ενθαρρύνει και άλλες χώρες, όπως η Δανία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Γαλλία, οι οποίες έχουν επίσης μέρη των Γλυπτών, να τα επιστρέψουν στην Ελλάδα.
«Η προσωπική μου άποψη για το θέμα είναι ότι ήρθε η ώρα για μια μεγαλειώδη χειρονομία και μόνο η κυβέρνηση μπορεί να την κάνει. Να επιστρέψει τα Γλυπτά ως ένα εφάπαξ δώρο στην Ελλάδα, υπό τον όρο μιας νέας, ευρύτερης αγγλοελληνικής πολιτιστικής συνεργασίας» συμπλήρωσε. «Για την Ελλάδα αποτελούν μέρος της εθνικής ταυτότητας, είναι εθνική πολιτιστική υπόθεση» πρόσθεσε.
Ο Λόρδος Φροστ υποστηρίχθηκε από τον πρώην υπουργό Πολιτισμού Λόρδο Βέιζι του Didcot, ο οποίος δήλωσε: Δεν πρέπει να κοιτάξουμε πίσω, αλλά να κοιτάξουμε μπροστά σε μια εξαιρετική ευκαιρία».
Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Πολιτισμού Λόρδος Πάρκινσον που εκπροσώπησε την κυβέρνηση, επέμεινε στις επίσημες θέσεις του Λονδίνου αναφορικά με το ζήτημα. Δήλωσε ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν νομίμως στους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο είναι ανεξάρτητο από την κυβέρνηση.
«Η θέση των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου είναι ότι υπάρχει πλεονέκτημα και δημόσιο όφελος από το γεγονός ότι τα γλυπτά είναι μοιρασμένα μεταξύ μεγάλων μουσείων - του Μουσείου της Ακρόπολης στην Αθήνα και του Βρετανικού Μουσείου στο Λονδίνο - το καθένα από τα οποία αφηγείται μια συμπληρωματική αλλά διαφορετική ιστορία» υπογράμμισε ο Λόρδος Πάρκινσον.
«Ενώ πρόκειται πράγματι για μια μακροχρόνια συζήτηση, δεν εμποδίζει τη μεγάλη φιλία και συνεργασία μεταξύ του ελληνικού και του βρετανικού λαού, ούτε και των κυβερνήσεων των δύο χωρών» πρόσθεσε ο ίδιος.