Σύμβολο αρρενωπότητας και ενσάρκωση αυτού που λέμε κοινώς «παλικάρι», ο Γιώργος Φούντας είπε τη μαγική ατάκα «Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι» και πέρασε στην κινηματογραφική αθανασία!
Η αρρενωπή ψηλόλιγνη φιγούρα του στην τελευταία συγκλονιστική σκηνή της «Στέλλας» του Κακογιάννη, λίγο πριν μαχαιρώσει δηλαδή την ατίθαση Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη), σφράγισε το ελληνικό σινεμά και γράφτηκε ανεξίτηλα στις μνήμες μας.
Παρά το αγέρωχο παράστημά του ωστόσο στο μεγάλο πανί και τη λεβεντιά που έβγαζε αβίαστα, ο Φούντας ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος και χαμηλών τόνων ηθοποιός, αφήνοντας παρακαταθήκη μια πραγματικά αρρενωπή μορφή γεμάτη μπέσα και ελληνική ψυχή.
Σκληρός, γοητευτικός και επιβλητικός στη μεγάλη οθόνη, ο Φούντας έκαιγε καρδιές αλλά αυτός παρέμεινε 56 χρόνια δίπλα στον μεγάλο του έρωτα, τη σύζυγό του Χρυσούλα Ζώκα, ζώντας μια ήρεμη οικογενειακή ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Εκφραστικός ακόμα και όταν παρέμενε βουβός και με μια συναισθηματική σιωπή που δονούσε τη σκοτεινή αίθουσα, ο Φούντας μας χάρισε μεγάλες ερμηνείες σε μια σειρά ελληνικών ταινιών που βγήκαν από τα στενά όρια της εθνικής μας περιχαράκωσης, όπως η «Στέλλα» (1955) του Κακογιάννη, το «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ντασέν, «Τα κόκκινα φανάρια» (1961) του Γεωργιάδη, τη «Μαγική Πόλη» του Κούνδουρου και το «Αμέρικα, Αμέρικα» του Καζάν (1963), όταν άρχισε να δέχεται προτάσεις-βροχή από ξένες παραγωγές.
«Ρε Γιώργο», του λέγανε οι συνάδελφοι, «μάθε επιτέλους αγγλικά να κάνεις καριέρα στην Αμερική». Αν και αυτός τα μόνα που επιθυμούσε ήταν η ευτυχισμένη του οικογένεια, οι φίλοι του, άντε και κάνα κρασάκι σε κάποια ταβέρνα της γειτονιάς. Κι έτσι όταν ήρθε η σχεδόν απίστευτη επαγγελματική πρόταση το 1967 από το Λονδίνο, όταν η παραγωγή του «Τζέιμς Μποντ» έψαχνε τον διάδοχο του Σον Κόνερι, ο Φούντας αρνείται χωρίς δεύτερη σκέψη! Τρελαμένος ο Φίνος, τον πείθει τελικά να μπει στο αεροπλάνο (που έτρεμε ο Φούντας) και να περάσει τα δοκιμαστικά, φτάνοντας μάλιστα στη διαδικασία της τελικής επιλογής.
Ήταν ή αυτός ή ο Τζορτζ Λάζενμπι να πάρουν τον ρόλο του υπερκατάσκοπου και ο Φούντας κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει την υποψηφιότητά του δηλώνοντας εμφατικά πως δεν προλαβαίνει να μάθει αγγλικά για να ενσαρκώσει τον Τζέιμς Μποντ!
Και βέβαια δεν το μετάνιωσε ποτέ, γιατί απλά έπαιρνε τη ζωή όπως ερχόταν, σπάζοντας πλάκα με τη φιλοδοξία των συναδέλφων του. Ή κάνοντας καλαμπούρια ακόμα και στον βασιλιά! Πράγματι, το καλοκαίρι του 1967, όταν ο Φούντας υποδυόταν έναν αρχιφύλακα της Αμέσου Δράσεως στα γυρίσματα του «Πυρετού στην άσφαλτο», συνάντησε ως κινηματογραφικός αστυνομικός την αυτοκινητοπομπή του βασιλιά Κωνσταντίνου σε κάποια γέφυρα της Αθήνας, περασμένα μεσάνυχτα.
Ο βασιλιάς βγήκε από το πολυτελές αυτοκίνητο ζητώντας να μάθει για το γύρισμα και ο Φούντας τον προϋπαντεί απλώνοντας το χέρι του για χειραψία και λέγοντάς του: «Γεια σου Κώτσο! Τι κάνει η κυρά; Τι κάνουν τα κουτσούβελα;»! Σοκ ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος. Την ώρα που η βασιλική πομπή έφευγε με ταχύτητα, ο Δημόπουλος τον ρωτά: «-Aλήθεια, βρε Γιώργο, δεν μου είπες, είσαστε γνωστοί με τον βασιλιά; -Όχι, πρώτη φορά τον είδα από κοντά. -Και πώς τον είπες Κώτσο; -Πώς να τον πω; Εμείς στο χωριό τους Κωνσταντίνους, Κώτσους τους φωνάζουμε».
Αυτός ήταν ο Φούντας, ένας γνήσιος λαϊκός άνθρωπος που ντόμπρα και σταράτα αντιμετώπισε το θηρίο που λέμε ζωή…
Πρώτα χρόνια
Ο Γιώργος Φούντας γεννιέται στις 3 Ιουνίου 1924 στο χωριό Μαυρολιθάρι της Φωκίδας αλλά μεγάλωσε με την πολυμελή του φαμίλια στο διπλανό χωριό του πατέρα του, την Καστριώτισσα Φωκίδας.
Οι γονείς παίρνουν κάποια στιγμή τα πέντε παιδιά τους και μετακομίζουν στην Αθήνα, όπου ο μικρός Γιώργος βοηθά καθημερινά τον γαλατά πατέρα του στο μαγαζάκι που διατηρούσε στου Ψυρρή.
Όλοι ήξεραν και αγαπούσαν στη γειτονιά τον πιτσιρικά γαλατά που όργωνε με το ποδήλατό του την Αθήνα μοιράζοντας το γάλα της ημέρας ως το Κορωπί. Ταυτοχρόνως, ο μικρός Γιώργος είναι τρομερός μπαλαδόρος και θα φτάσει να παίξει ακόμα και στην ΑΕΚ!
Ολοκληρώνοντας με τα χίλια ζόρια το σχολείο, καθώς η δουλειά ήταν σκληρή και χρονοβόρα, ο Φούντας είχε ήδη κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής, κι έτσι έβαλε να γίνει ηθοποιός. Δειλά δειλά δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και γίνεται δεκτός με τιμές, έχοντας δάσκαλο τον μεγάλο Αιμίλιο Βεάκη…
Υποκριτική καριέρα
Το άπλετο ταλέντο του θα του εξασφαλίσει μάλιστα δουλειά με το που πάρει το χαρτί του ηθοποιού το 1949, παίρνοντας αμέσως μέρος στους θιάσους του Μουσούρη και της κυρίας Κατερίνας. Σύντομα θα συνεργαστεί με τις μεγαλύτερες θεατρικές εταιρίες της εποχής και θα αφήσει το στίγμα του στο ελληνικό θέατρο, αν και ήταν ο κινηματογράφος αυτός που θα τον αναδείκνυε σε λαϊκό ήρωα.
Το ντεμπούτο του στο σινεμά θα λάβει χώρα ήδη από το 1944, ως 20χρονος κομπάρσος στα «Χειροκροτήματα» του Τζαβέλλα, ο πρώτος του κανονικός ρόλος θα έρθει όμως το 1951, στη «Νεκρή Πολιτεία» του Ηλιάδη (αλλά και στην «Καταδρομή στο Αιγαίο»), αναγκάζοντας την Ελένη Βλάχου να προβλέψει: «Θα τον ξαναδούμε αυτόν τον νεαρό!»…
Και είχε δίκιο, καθώς ο Φούντας συνεχίζει απερίσπαστος την κινηματογραφική του πορεία στις ταινίες «Πικρό ψωμί» του Γρηγορίου και «Μαύρη γη» του Τατασόπουλου, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις. Η χρονιά του θα έρθει το 1954, όταν το σύμβολο της αρρενωπότητας θα πρωταγωνιστήσει σε τέσσερις ταινίες του ελληνικού σινεμά, μεταξύ αυτών και η σπουδαία «Μαγική πόλη» του Νίκου Κούνδουρου, που τον αναδεικνύει σε κορυφαίο εκπρόσωπο του ελληνικού νεορεαλισμού.
Κατά τα διάρκεια των γυρισμάτων, ο Κακογιάννης τον καλεί στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη για να δει τη χημεία τους, καθώς είχε τους δικούς του λόγους: «Όταν τους είδα μαζί, ήξερα πως θα ζωντάνευε ιδανικά τον Μίλτο, το θηρίο που της έπρεπε στην κορμοστασιά, τη λεβεντιά και το μαχαίρι», είπε ο σκηνοθέτης για την εποχή που σκάρωνε τη φοβερή και τρομερή «Στέλλα».
Όσο για τη Μερκούρη, εξομολογήθηκε στην αυτοβιογραφία της ότι ήταν «εντυπωσιασμένη από το παίξιμο του συμπρωταγωνιστή» της, που ήταν εξάλλου «καλύτερο από το δικό μου». Η κλασική «Στέλλα» θα γυριστεί την επόμενη χρονιά (1955) στέλνοντας τον Φούντα στο ελληνικό κινηματογραφικό πάνθεο.
Στον μισό αιώνα της λαμπρής κινηματογραφικής σταδιοδρομίας του ο Φούντας θα πάρει μέρος σε 50 περίπου ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν φυσικά τα φιλμ «Ποτέ την Κυριακή», «Τα Κόκκινα Φανάρια», «Το Κάθαρμα», «Αλέξης Ζορμπάς», «Τρούμπα ’67» και η διεθνούς βεληνεκούς «Αμέρικα Αμέρικα».
Στη δεκαετία του ’60 θα συνεχίσει την πρωταγωνιστική του πορεία σε γνωστές ταινίες της εποχής, όπως το αστυνομικό «Πανικός στους δρόμους» του Δημόπουλου και το κατοχικό δράμα «Με τη λάμψη στα μάτια» του Πάνου Γλυκοφρύδη.
Τόσο το 1966 όσο και το 1967 θα βραβευτεί για τις ερμηνείες του στα φιλμ «Με τη λάμψη στα μάτια» και «Πυρετός στην άσφαλτο» από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η μεγάλη κινηματογραφική διαδρομή του θα ολοκληρωθεί 53 ολόκληρα χρόνια μετά το ντεμπούτο του, στην ταινία της Πεζίρη «Λεβέντες της θάλασσας».
Το πέρασμά του στη μικρή οθόνη θα γίνει σχετικά όψιμα, αν και όχι χωρίς τυμπανοκρουσίες: ο Φούντας εμφανίζεται το 1975 στην τηλεοπτική μεταφορά του καζαντζακικού «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και δρέπει νέες δάφνες.
Συνεχίζοντας τις ποιοτικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων, θα πάρει μέρος στην τηλεοπτική «Γαλήνη» του Βενέζη το 1976 κ.λπ. Μια από τις τελευταίες εμφανίσεις του στην τηλεόραση θα έρθει το 1993, στο «Γόβα στιλέτο»…
Προσωπική ζωή και τζεϊμσμποντιλίκι
Ο Γιώργος Φούντας είχε ήδη έναν γάμο στο ενεργητικό του (με την Ελένη Επισκόπου) και δύο παιδιά όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα τη Χρυσούλα Ζώκα, τη «χορεύτρια με το αγαλματένιο κορμί», όπως την έλεγαν χαρακτηριστικά. Η μοιραία συνάντηση θα λάβει μάλιστα χώρα τη μεγάλη χρονιά του Φούντα, το 1954, όταν τη βλέπει σε παράσταση και εξομολογείται αμέσως στον κολλητό του: «Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου». Και ήταν!
Το ζευγάρι θα αποκτήσει έναν γιο και θα περάσει όλη του τη ζωή μαζί, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος του Φούντα το 2010. Ο σκληρός προαγωγός των «Κόκκινων Φαναριών» του Γεωργιάδη ήταν πάντα περιζήτητος στο ωραίο φύλο, αυτός παρέμεινε ωστόσο ταγμένος στην οικογενειακή ζωή και τα μάτια της συζύγου του. Απέφευγε πάντα τα φώτα της δημοσιότητας και δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις, ένα μοτίβο που θα τηρήσει απαρέγκλιτα ο περήφανος Φούντας στο σύνολο του βίου του.
Έχοντας στις πλάτες του ρόλους σε ελληνικές παραγωγές που βρήκαν διανομή στο εξωτερικό, όπως το «Κορίτσι με τα μαύρα» και τον «Αλέξη Ζορμπά» του Κακογιάννη, το «Ποτέ την Κυριακή» του Ντασέν, τα «Κόκκινα Φανάρια» του Γεωργιάδη και το αριστούργημα του Καζάν «Αμέρικα Αμέρικα», ο Φούντας κρατούσε στα χέρια του το πολυπόθητο διαβατήριο για διεθνή καριέρα, το οποίο ωστόσο ποτέ δεν θέλησε να εξαργυρώσει.
Η πρώτη μάλιστα μεγάλη πρόταση ήρθε από το Χόλιγουντ και τον ίδιο τον Μπίλι Γουάιλντερ, τον οποίο «αδειάζει» ο Φούντας προφασιζόμενος ότι δεν μπαίνει σε αεροπλάνο! Σειρά είχαν μετά οι παραγωγοί του «Πράκτορα 007» που αναζητούσαν τον αντικαταστάτη του Σον Κόνερι και έβαλαν στο στόχαστρο τον αρρενωπό Έλληνα, ο οποίος θα αφήσει πίσω δεκάδες ηθοποιούς φτάνοντας στην τελική δυάδα με τον Τζορτζ Λάζενμπι. Κι όλα αυτά έπειτα από τις κοπιώδεις προσπάθειες του Φίνου (με την εταιρία παραγωγής του οποίου επικοινωνούσαν οι βρετανοί παραγωγοί) να τον μπάσει στο αεροπλάνο. Ο Φούντας ισχυρίζεται αδιάφορα στην τελική οντισιόν ότι δεν προλαβαίνει να γίνει ξεφτέρι στα εγγλέζικα και αφήνει σύξυλη την παραγωγή!
Στα χρόνια της Χούντας απείχε ηθελημένα από τη μεγάλη του αγάπη, τον κινηματογράφο, και επέστρεψε στη δράση μόνο στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, βρίσκοντας πια θέση στην τηλεόραση. Αν και πλέον αποσύρεται ολοένα και περισσότερο από τη showbiz, παραμένοντας ένας από τους πιο μετριόφρονες και σεμνούς ηθοποιούς της γενιάς του. Η παροιμιώδης ταπεινότητά του θα τον κάνει να πει εκεί στον κολοφώνα της ακμής του πως «κάνω μια δουλειά σαν όλες τις άλλες».
Ο ντόμπρος και σταράτος, τόσο κινηματογραφικά όσο και στην πραγματική ζωή, λαϊκός ήρωας Γιώργος Φούντας πέρασε τα τελευταία του χρόνια νικημένος από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Όταν έφυγε από τον κόσμο στις 28 Νοεμβρίου 2010, στο πλάι του ήταν η γυναίκα της ζωής του και τα παιδιά του.