Χθες πέθανε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές, ο Γιάννης Πουλόπουλος και διάφορες ιστορίες από τη ζωή του βλέπουν το «φως» της δημοσιότητας.
Μία από αυτές είναι αυτή στα «Αστέρια» της Γλυφάδας τότε που ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος ετοίμαζε την πρεμιέρα για το μαγαζί του.
Κάποια στιγμή εκείνος εμφανίζεται συνοδευόμενος από έναν φίλο του, όταν η Στέλλα Γεωργιάδου «περνάει» τα τραγούδια της με την ορχήστρα.
Η νεαρή ερμηνεύτρια δεν μπορεί να διακρίνει τον φίλο του επιχειρηματία και εξακολουθεί να τραγουδάει όταν ξαφνικά οι μουσικοί σταματάνε να παίζουν και αρχίζουν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
«Ρε σεις, ο Πουλόπουλος…» είναι η φράση που ακούγεται, η οποία ακολουθείται από μια αμήχανη σιωπή, μπροστά σε έναν ερμηνευτή που μάλλον ένοιωθε άβολα.
Έχοντας ήδη αφήσει τις πίστες πριν από οχτώ χρόνια ο Γιάννης Πουλόπουλος δεν ένιωσε πολύ άνετα μέσα στα «Αστέρια», ίσως επειδή πάντα θεωρούσε την πρόβα «ιερή» και δεν ήθελε να την διακόψει.
Ο μαέστρος του σχήματος αφήνει τις παρτιτούρες και σπεύδει να τον αγκαλιάσει και να τα πουν για λίγο αφού γνωριζόντουσαν από παλιά.
Όταν ανεβαίνει στην σκηνή λέει στην μπάντα «Ντο μινόρε» και αμέσως ακούγεται η εισαγωγή από το «Άγαλμα» μπροστά σε έναν αμήχανο Πουλόπουλο.
Η Στέλλα Γεωργιάδου ξέροντας πολύ καλά ποιον έχει απέναντι της προσφέρει αμέσως το μικρόφωνο στον Πουλόπουλο, όμως αυτός αρνείται ευγενικά να το πάρει.
Θέλοντας να τον κάνει να νιώσει οικεία λέει αυτή το πρώτο κουπλέ, ενώ ο Παπαργυρόπουλος τον τσιγκλάει: «Έλα ρε Γιάννη, μόνο εμείς είμαστε, μεταξύ μας. Κάντο για μας».
Παίρνει το μικρόφωνο, αυτό που είχε αφήσει για πάντα πριν από οχτώ χρόνια, το φέρνει κοντά στο στόμα του αλλά διστάζει ενώ ο επιχειρηματίας του λέει: «Κάντο για μένα ρε Γιάννη…».
Θα το κάνει αφού πρώτα ρίχνει μια βρισιά και θα πει τρεις μόλις στροφές από το τραγούδι που σημάδεψε την διαδρομή του, πριν πετάξει το μικρόφωνο στο τραπέζι όπως αναφέρει το protothema.gr
Το τσιγάρο και η 16ωρη πρόβα
«Πάμε να φύγουμε ρε Αργύρη. Σου είπα δεν θέλω…» είναι οι λέξεις που αφήνει να αιωρούνται στον αέρα, έχοντας κάνει μεταβολή προς την έξοδο.
Κάποιοι τραγουδιστές και μουσικοί βουρκώνουν, όλοι τον χειροκροτούν όρθιοι, αλλά ο Πουλόπουλος έχει ήδη φύγει μαζί με τον φίλο του και δεν γυρίζει πίσω.
Τους ακούει που τον επευφημούν αλλά το τραγούδι γι’ αυτόν είχε τελειώσει από το 1998, όταν πήρε την απόφαση να σταματήσει τόσο την δισκογραφία, όσο και τις εμφανίσεις του σε νυχτερινά κέντρα.
Αυτά που τον παρακαλάγανε να δουλέψει με τους δικούς του όρους, όσο θέλει και με όποια αμοιβή θέλει, γιατί ήταν ο Πουλόπουλος.
Αυτός που γέμιζε την «Πύλη Αξιού» στην Θεσσαλονίκη με 3.000 άτομα που σιγοτραγούδαγαν το «Ξημερώνει Κυριακή», το «Αυτοί που μένουν…», το «Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου» και πολλά, πάρα πολλά τραγούδια του.
Ήταν τα τραγούδια του Γιάννη, που στεκόταν πίσω από τις κουρτίνες κατά την εισαγωγή της ορχήστρας και παρακάλαγε τον μαέστρο του Σπύρο Μπρίφα- που συνεργάστηκε μαζί του 15 χρόνια-να την «τραβήξει λίγο πιο πολύ.
«Έπαιζε ο κιθαρίστας και μου ζήταγε να κρατήσει παραπάνω την εισαγωγή για να καπνίσει ένα τσιγάρο ακόμη πριν βγει να τραγουδήσει» μου λέει συγκινημένος από την απώλεια του Πουλόπουλου, αυτός ο εξαιρετικός μουσικός.
Αυτός που έχει να θυμάται πολλά από την συνεργασία του με αυτόν τον αισθαντικό ερμηνευτή, τον γητευτή των στίχων του Παπαδόπουλου και των μελωδιών του Πλέσσα, ο οποίος δεν ήθελε να εμφανίζεται για μεγάλα διαστήματα, πρωτίστως για να μην αναλώνεται.
«Μπρίφα τέλος. Δουλέψαμε αρκετά, πάμε τώρα να ξεκουραστούμε μου έλεγε όταν τελείωναν οι εμφανίσεις σε ένα κέντρο».
Εκεί που ο Πουλόπουλος ήθελε να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε ό,τι αφορούσε το πρόγραμμα του, αλλά και τον χρόνο εμφάνισής του, ο οποίος τα τελευταία χρόνια της καριέρας του περιοριζόταν σε δύο προγράμματα της μισής ώρας ή ένα των σαράντα πέντε λεπτών.
«Θυμάμαι μια φορά που δεν είχαμε κάνει καθόλου πρόβα γιατί ήταν λίγο άρρωστος» λέει ο Σπύρος Μπρίφας «και όταν ήρθε για πρόβα στο μαγαζί, ξεκινήσαμε στις δώδεκα το μεσημέρι και τελειώσαμε στις τέσσερις το πρωί. Διάλειμμα δεν κάναμε, μόνο σταματάγαμε για να μας πει ο Γιάννης ότι θέλει κάτι άλλο σε κάποια τραγούδια του».
Το βράδυ που δεν μπήκε κανείς στο μαγαζί
Τραγούδια σαν το «Φίλε έλα απόψε που πονάω», «Θα πιω απόψε το φεγγάρι» και «Όλα δικά σου μάτια μου» τα οποία όταν έμπαινε στο στούντιο τα έλεγε συνήθως μια κι έξω.
Το ειδικό του ερμηνευτικό βάρος; Τεράστιο, τόσο ώστε ένα βράδυ που προέκυψε κάτι απρόβλεπτο διαπίστωσαν όλοι στο κέντρο που τραγούδαγε πόσο μέτραγε, όπως θυμάται ο μαέστρος του.
«Δουλεύαμε στο Caramella και εκτός από τον Γιάννη υπήρχαν και άλλοι πολύ καλοί τραγουδιστές στο σχήμα. Μια νύχτα με ειδοποίησε ότι δεν ήταν καλά και δεν θα εμφανιζόταν στο μαγαζί. Όπως ήταν φυσικό, βάλαμε άνθρωπο στην πόρτα να ενημερώνει τον κόσμο ότι ο Πουλόπουλος ήταν άρρωστος και δεν θα τραγουδούσε. Δεν μπήκε μέσα ούτε ένας πελάτης».
Στα χρόνια που ακολούθησαν την αποχώρηση του, ο Γιάννης Πουλόπουλος έγινε αυτός κάποιες φορές «πελάτης» όταν ένας καλός φίλος του, τον έπειθε να πάνε στα μπουζούκια.
Τον Μάιο του 2014 βλέπει το πρόγραμμα στο «ΘΕΑ» και αρχικά η Πέγκυ Ζήνα κατεβαίνει και του δίνει το μικρόφωνο για να πει ό,τι θέλει.
Ο κόσμος φωνάζει «Το άγαλμα, Το άγαλμα…» και ο 73χρονος τότε Πουλόπουλος το λέει μέσα σε αποθέωση καπνίζοντας ένα τσιγάρο.
Λίγο αργότερα θα ερμηνεύσει εκπληκτικά το «Φίλε έλα απόψε που πονάω», όρθιος κουνώντας τα χέρια στην ορχήστρα και με το κορμί του να πάλλεται από ένταση, καθώς ζούσε την στιγμή.
Δεν έβγαινε πολύ πλέον, ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, αφού ταλαιπωριόταν από διάφορα προβλήματα.
Το τσιγάρο και η παγωμένη μπύρα ήταν δύο συνήθειες που δεν θα έκοβε με τίποτε αν δεν είχε ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ με την υγεία του.
Εκτός από την καρδιά του, τα μάτια του, αυτά τα μπλε μάτια που γοήτευαν όποιον τα αντίκριζε, έπασχαν από γλαύκωμα και παρά τις επεμβάσεις που έκανε το πρόβλημα της όρασης του εξακολουθούσε να υπάρχει και να τον ταλαιπωρεί.
«Λες και ο Θεός τα έβαλε μαζί μου» θα πει σε μια τηλεφωνική του συνέντευξη τον περασμένο Απρίλιο, όταν πλέον είχε αποτραβηχτεί για τα καλά.
Την Δευτέρα το βράδυ, στις έντεκα και δέκα ο Γιάννης Πουλόπουλος ταξίδεψε για πάντα με αυτούς που φεύγουν και άφησε πίσω του την οικογένεια του που λάτρευε και τραγούδια που έμειναν.
Έμειναν κουβαλώντας μια «λάμψη» που δεν θα ξεθωριάσει ποτέ από την φωνή που μέθυσε ένα κορίτσι και «ήπιε» το φεγγάρι...