Ὅταν ἔβλεπα καλόγερο στὸν δρόμο, τὸν ἀκολουθοῦσα ἀπὸ πίσω. Κάτι μὲ τραβοῦσε.
Ἔτσι κι ἕνα βράδυ πῆρα ἀπὸ πίσω ἕνα καλόγερο καὶ βράδιασε.
Σκοτείνιασε καὶ μαζεύτηκα σ’ ἕνα παγκάκι. Ἐκεῖ μὲ βρῆκε ἕνας χωροφύλακας, μὲ πῆρε γι’ ἀλητάκο καὶ μοῦ εἶπε νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὴν Ἀστυνομία. Πέρασα τὴν νύχτα στὸ κρατητήριο.
Εἶχα πάντα μιὰ φυλλάδα μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου. Στὸ κρατητήριο ἦταν κάτι μεθυσμένοι καὶ μιὰ γυναίκα. Ἀνέβηκα κάπου κι ἔφτασα ἕνα παραθυράκι. Ἐκεῖ ἄνοιξα τὴν φυλλάδα κι ἄρχισα πάλι νὰ διαβάζω τὸν βίο. Δὲν ἤξερα ἄλλες προσευχὲς ἀπὸ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω». Ἔλεγα λοιπόν αὐτὲς συνέχεια.
Τὸ πρωὶ μὲ φώναξε ὁ ἀστυνόμος στὸ γραφεῖο, μὲ συμβούλεψε καὶ μ’ ἔδιωξε.