Σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στα «Παραπολιτικά 90,1 FM». Ενώ στο άλλο θέμα της επικαιρότητας, τη δίκη της Χρυσής Αυγής, προανήγγειλε νέες νομοθετικές παρεμβάσεις εκ μέρους της κυβέρνησης.
«Είναι δύσκολο να ανασυνθέσει κανείς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης του Προέδρου της Τουρκίας, εκείνο το οποίο αρχίζει να διαφαίνεται και είναι το σημαντικό, είναι ότι οι ηγέτες της Ευρώπης και ανά τον κόσμο κατανοούν πλέον ότι υπάρχει μια προσχηματική πολιτική εκ μέρους της Τουρκίας». Η οποία (πολιτική) κατατείνει «στο να μην υπάρξουν διερευνητικές επαφές, δηλαδή να μην καθίσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», ήταν το εισαγωγικό σχόλιο του υπουργού Επικρατείας ξεκαθαρίζοντας συγχρόνως ότι «εκείνος που επιδιώκει την επίλυση του θέματος των θαλασσίων ζωνών επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου είναι η Ελλάδα, κι εκείνος ο οποίος προσπαθεί να διασφαλίσει ένα status quo δια της βίας και της απειλής είναι η Τουρκία».
Στο σημείο αυτό ο Γ. Γεραπετρίτης παρουσίασε το τρίπτυχο των ενεργειών της Αθήνας, που είναι:
Πρώτον, «η Ελληνική Δημοκρατία δεν πρόκειται να καθίσει σε τραπέζι διερευνητικών επαφών». Εξάλλου, «ενόσω βρίσκονται έξω το ‘Ορούτς Ρέις’ και συνοδά πολεμικά πλοία δεν υπάρχει καμία περίπτωση η Ελλάδα να ξεκινήσει διερευνητικές επαφές. Υπό καθεστώς έμμεσης βίας και εκβίασης, η Ελλάδα δεν συζητά».
Δεύτερον, «το θέμα θα τεθεί με μεγάλη έμφαση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την Πέμπτη και την Παρασκευή».
Τρίτον, «η Ελλάδα παραμένει πιστή στο βασικό της δόγμα, επίλυση επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Θα κινήσει όλους τους μηχανισμούς εκείνους, οι οποίοι θα διασφαλίσουν τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε όλα τα fora και τους διεθνείς μηχανισμούς. Όλες οι ενέργειες της Τουρκίας, κατ’ αποτέλεσμα το μόνο που επιτυγχάνουν είναι μια περαιτέρω απομόνωση της Τουρκίας, ενώ αποδεικνύεται ποιος είναι ο ταραχοποιός στην ευρύτερη περιοχή».
Επικεντρώνοντας στη νέα επιχείρηση του «Ορούτς Ρέις», ο υπουργός Επικρατείας σημείωσε ότι «υπάρχει προφανής κλιμάκωση στο μέτρο που δεσμεύεται μια περιοχή που προσεγγίζει όλο και περισσότερο ελληνικά χωρικά ύδατα, εκ των πραγμάτων έχουμε μια σημαντική αναβάθμιση. Όσον αφορά τη στρατιωτική εμπλοκή η εκτίμησή μου είναι ότι δεν διατρέχουμε άμεσο κίνδυνο, είναι αυτονόητο ότι είμαστε στην ύψιστη δυνατή εγρήγορση και έχουμε αποδείξει ότι έχουμε πολύ μεγάλη επιχειρησιακή ισχύ. Είμαστε έτοιμοι, απευχόμαστε να χρησιμοποιήσουμε την όποια επιχειρησιακή ισχύ αλλά είμαστε σε απόλυτη ετοιμότητα για να πράξουμε το ο,τιδήποτε. Θα κάνουμε ό,τι πρέπει για να διασφαλίσουμε τα δικαιώματά μας», ήταν το σαφές μήνυμα του υπουργού Επικρατείας.
Στη συνέχεια και για τη διεθνοποίηση της τουρκικής προκλητικότητας, «ήδη η ελληνική διπλωματία έχει καταφέρει να αναγάγει το ζήτημα αυτό σε απολύτως ευρωπαϊκό, μια απλή ανάγνωση των Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου αρκεί για να το καταδείξει. Με σαφέστατο τρόπο το ζήτημα χαρακτηρίζεται ευρωπαϊκό, αναβαθμίζεται το επίπεδο των επιβαλλόμενων κυρώσεων», σύμφωνα με την κυβερνητική επιχειρηματολογία. Ενώ ρητά ανέφερε ότι «η ελληνική διπλωματία δεν πρόκειται να δεχθεί να συζητηθούν θέματα τα οποία δεν ανάγονται στον προσδιορισμό των θαλασσίων ζωνών (υφαλοκρηπίδας και αποκλειστικής οικονομικής ζώνης). Καμία συζήτηση υπό πίεση, καμία διεύρυνση της ατζέντας», συμπέρανε.
Απαντώντας στις επί του θέματος αιτιάσεις του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, ο Γ. Γεραπετρίτης υποστήριξε ότι «η επιχειρηματολογία που κατά καιρούς έχει χρησιμοποιηθεί από την αξιωματική αντιπολίτευση είναι η επιχειρηματολογία που έχει αναπαράγεται στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης (…) Αν θεωρεί η αξιωματική αντιπολίτευση ότι οι διπλωματικές μας νίκες και η επιχειρησιακή μας ισχύς είναι λόγος να απολογούμαστε, φοβούμαι ότι είναι αιθεροβάμονες».
«Ο διάλογος δεν είναι κλινικά νεκρός», διευκρίνισε εξάλλου και προχώρησε σε μια ανάλυση της κατάστασης της γείτονος: «Η Τουρκία είναι σε δεινή διπλωματική θέση, έχει μείνει χωρίς συμμάχους στη διπλωματική αρένα». Επιπλέον, «η επιχειρησιακή υπεροπλία της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας που θεωρείτο θέσφατο, δεν ισχύει. Ενώ βρίσκεται σε καθεστώς οικονομικής πίεσης που όμοιό του δεν έχει γνωρίσει στη σύγχρονη ιστορία της». Συμπερασματικά, «αυτό το μείγμα δημιουργεί συνθήκες μεγάλης πίεσης για την Τουρκία» και εκτός από την ανάγκη για αποσυμπίεση, «θα πρέπει να υπάρχει και ένα αφήγημα για το εσωτερικό ακροατήριο».
Εκτιμώντας δε, ότι «θα υπάρξει μεγάλη διπλωματική πίεση από όλους» προς την ‘Αγκυρα, επεσήμανε στο σημείο αυτό «τον υψηλό συμβολισμό της ακύρωσης της επίσκεψης του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών στην Τουρκία, θα επισκεφθεί τελικώς μόνον την Ελλάδα και την Κύπρο. Αισθάνομαι ότι η διεθνής απομόνωση θα οδηγήσει την Τουρκία, εκούσα άκουσα, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Ερωτηθείς για τις ευρωπαϊκές κυρώσεις ειδικότερα, σημείωσε με έμφαση ότι «η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν αναφέρει ότι θα επιβληθούν κυρώσεις τον Δεκέμβριο, αλλά ότι θα επιβληθούν ΕΩΣ τον Δεκέμβριο, εάν έχει υπάρξει κλιμάκωση. Εν δυνάμει βρισκόμαστε στο τραπέζι των κυρώσεων ανά πάσα στιγμή», και, τελικώς, «εάν εξαιτίας της τουρκικής προκλητικότητας διαφαίνεται ένα απόλυτο αδιέξοδο στην προοπτική διερευνητικών επαφών βεβαίως και θα ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός».
Συγχρόνως όμως ο υπουργός Επικρατείας άνοιξε και θέμα εμπάργκο όπλων: «Όταν σύσσωμη η οικουμένη βρίσκεται επί θύραις απαγορεύσεων έναντι της Τουρκίας για τη μεταφορά οπλικών συστημάτων, όπως ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, είναι αυτονόητο ότι και η Ευρώπη θα πρέπει να συνταχθεί με τη στάση αυτή και να εμποδίσει την Τουρκία από την αξιοποίηση οπλικών συστημάτων διασπείροντας ακόμη μεγαλύτερες απειλές ανά την υφήλιο», ανέφερε απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
Στο άλλο θέμα της συνέντευξης, αυτό της δίκης της Χρυσής Αυγής, κατ’ αρχήν συνέστησε «σε ζητήματα διασφάλισης της Δημοκρατίας καλό είναι να μην υπάρχει ευκαιριακή αντιπολίτευση. Σε αυτό πρέπει να είμαστε όλοι συντεταγμένοι -η Δημοκρατία είναι μια καθημερινή μάχη κι όχι μάχη μιας στιγμής- κατά των φασιστικών μορφωμάτων. Ο μισαλλόδοξος και εχθροπαθής λόγος, από όποιον και αν προέχεται, είναι η αρχή του ολοκληρωτισμού. Είναι αδιανόητο σε καιρό Δημοκρατίας από δημοκρατικές πτέρυγες να χρησιμοποιείται λόγος που διχάζει και οδηγεί σε ολοκληρωτισμό».
Εξάλλου, «η δίκη της Χρυσής Αυγής έχει πολύ υψηλή σημασία τόσο από την άποψη του ποινικού κολασμού όσο κι από εκείνη του συμβολισμού», αλλά «εξίσου, αν όχι πιο σημαντικό, το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή καταδικάστηκε στις εκλογές και βρίσκεται πλέον στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής».
Στο σημείο αυτό όμως, παράλληλα με τις ενέργειες που είχαν γίνει για τη νομική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής το 2013, ο υπουργός υπογράμμισε ότι «η τότε κυβέρνηση εισήγαγε μια κρίσιμη ρύθμιση που είχε να κάνει με την αναστολή της χρηματοδότησης των κομμάτων, τα μέλη των οποίων παραπέμπονται σε δικαστήριο για ποινικά κολάσιμες πράξεις. Με τον τρόπο αυτό από το 2013 δημιουργήθηκε μια οικονομική δυστοκία στη Χρυσή Αυγή, απομονώθηκε από την κοινωνία».
Στη συνέχεια πάντως αναφέρθηκε και σε «σχετικώς φαιδρά επιχειρήματα», όπως είπε, φερ’ ειπείν, συνέχισε, «το ότι δεν ήρθε ο αντιρατσιστικός νόμος στη Βουλή. Ο αντιρατσιστικός νόμος δεν έχει καμία σχέση με την εγκληματική οργάνωση, η οποία είναι σοβαρό κακούργημα κατά της Δημοκρατίας. Ο ρατσιστικός λόγος είναι ένα ζήτημα που ανάγεται στην έκφραση, άρα ποιοτικά τεράστια διαφορά». Εν κατακλείδι, «όλοι πρέπει να είμαστε σε αυτή τη μάχη μαζί».
Στο ερώτημα αν θα μπορούσε το Δημόσιο να αξιώσει την επιστροφή χρηματοδοτήσεων προηγούμενων ετών, ο υπουργός απάντησε πως «θα μπορούσε ενδεχομένως να αναζητηθούν από το ελληνικό Δημόσιο τα χρήματα εκείνα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για εγκληματικές ενέργειες -και αυτό θα το αναζητήσουμε, να δούμε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να υπάρξει ανάκτηση».
Ωστόσο, τόνισε κλείνοντας, «το πιο σημαντικό είναι να υψώσουμε ένα περαιτέρω τείχος προστασίας για το μέλλον, κι αυτό θα γίνει. Ήδη αυτή τη στιγμή συναρμόδια υπουργεία και η Προεδρία της Κυβέρνησης εργαζόμαστε πάνω στον τρόπο με τον οποίο θα απομονωθεί ακόμη περισσότερο η Χρυσή Αυγή και θα προστατευθεί η Δημοκρατία. Να περιμένετε νομοθετικές παρεμβάσεις, η μάχη της Δημοκρατίας κατά του ολοκληρωτισμού είναι ένας πόλεμος που δεν τελειώνει».