Οι Φυλακές Καραντίρου στο Σάο Πάολο. Υπήρξαν οι χειρότερες του κόσμου και μέχρι σήμερα διατηρούν τον τίτλο του πιο «ματωμένου» σωφρονιστικού ιδρύματος που σε μία και μόνο εξέγερση «έθαψε» 111 κρατούμενους.
Ήταν 2 Οκτωβρίου του 1992 όταν γράφτηκε η πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία των πιο σκληροπυρηνικών φυλακών της Βραζιλίας που τότε κρατούσε στα κελιά της περισσότερους από 10.000 εγκληματίες. Αφορμή στάθηκε μία λογομαχία μεταξύ των κατάδικων, η οποία σύντομα εξελίχθηκε σε «προσωπική υπόθεση» αντίπαλων συμμοριών. Η κατάσταση δεν άργησε να φτάσει στα άκρα.
Η εξέγερση εκείνη έμελλε να πληρωθεί με αίμα. Το δικό τους αίμα.
Η σφαγή που ακολούθησε, έμεινε στην ιστορία ως η χειρότερη που έλαβε ποτέ χώρα σε φυλακή της Λατινικής Αμερικής, με 111 –άλλοι λένε 102- βαρυποινίτες να πέφτουν νεκροί και 25 αστυνομικούς να καταδικάζονται -άλλοι σε 156 και άλλοι σε 624 χρόνια φυλάκισης- για την ωμή, θανατηφόρα βία κατά των κρατούμενων.
Φυλακές Καραντίρου: Η ομαδική σφαγή και η γυναίκα που ζούσε κρυφά ανάμεσα σε 8.000 κρατούμενους
Πράγματι, το «ισόβια» ήταν λίγο. Οι ένστολοι, όμως, υποστήριξαν πως η βία κρίθηκε απαραίτητη για να βάλουν το εξαγριωμένο πλήθος σε τάξη και πως βρίσκονταν σε αυτοάμυνα, αφού πολλοί κρατούμενοι ήταν οπλισμένοι. Από τα θύματα της ημέρας εκείνης, μόνο τα 9 έχασαν τη ζωή τους από συγκρατούμενους, με τους υπόλοιπους 102 νεκρούς να πέφτουν νεκροί από το χέρι των αστυνομικών.
Πρόκειται για ένα περιστατικό που μπορεί μέχρι σήμερα να μνημονεύεται για τη φρίκη που έζησαν θύματα και τραυματίες, στην πραγματικότητα, όμως, δεν ξάφνιασε ούτε σόκαρε κανέναν. Όλοι γνώριζαν τι επικρατούσε στο ίδρυμα εκείνο, την εξαθλίωση, τους βασανισμούς και την ψυχολογική βία που οι τρόφιμοι δέχονταν καθημερινά. Ακόμα και από τους συγκρατούμενούς τους.
Η Καραντίρου, βλέπεις, η οποία χτίστηκε το 1920, φιλοξένησε τους πιο διαβόητους κακοποιούς της Λατινικής Αμερικής με τη φήμη της πλέον μεσαιωνικής φυλακής του κόσμου να την ακολουθεί μέχρι σήμερα.
Ο χαρακτηρισμός «μεσαιωνική», όμως, μοιάζει να ωραιοποιεί την κατάσταση. Ίσως η λέξη «απάνθρωπη» να της ταίριαζε λιγάκι περισσότερο. Ο έλεγχος είχε χαθεί σχεδόν από τους πρώτους μήνες λειτουργίας της, με τους κατάδικους να μετατρέπουν την Καραντίρου σε «δικό τους μαγαζί».
Φυλακές Καραντίρου: Η ομαδική σφαγή και η γυναίκα που ζούσε κρυφά ανάμεσα σε 8.000 κρατούμενους
Στην πλειοψηφία τους ήταν νέοι Βραζιλιάνοι μεγαλωμένοι σε φτωχογειτονιές και εκπαιδευμένοι στα καρτέλ, οι οποίοι φορτώθηκαν πληθώρα κατηγοριών από μικροκλοπές και ληστείες, μέχρι εμπόριο ναρκωτικών, πορνεία και απαγωγές. Τα «καλά παιδιά» δεν είχαν θέση εκεί. Ο έλεγχος δεν άργησε να χαθεί όταν τα «μεγάλα κεφάλια» ξεκίνησαν να ελέγχουν την εσωτερική ζωή των φυλακών.
Στην ουσία, οι κρατούμενοι εξακολουθούσαν να δρουν με τον ίδιο τρόπο που συνήθιζαν και στον έξω κόσμο, με τη μόνη διαφορά πως στον μικρόκοσμο της Καραντίρου ελάχιστοι μπορούσαν να τους απειλήσουν.
Και σε αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονταν σαφώς φρουροί και υπεύθυνοι της φυλακής, οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί πως σε πολλές περιπτώσεις όχι απλά έκαναν τα στραβά μάτια, μα επιπλέον έδιναν το ελεύθερο στους επαγγελματίες δολοφόνους να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους!
Πόσο εύκολο ήταν να επιβιώσεις στις φυλακές Καραντίρου;
Χωρίς το παραμικρό ίχνος υπερβολής, επρόκειτο για πραγματικό άθλο. Ακόμα και αν οι κατάδικοι δεν καλούνταν να αντιμετωπίσουν την ωμή βία, την πείνα και την έλλειψη ύπνου, το να ζουν σε ένα κελί φτιαγμένο για τέσσερις μαζί με άλλα 19 – 20 άτομα απαιτούσε τεράστιες αντοχές και γερά νεύρα.
Φυλακές Καραντίρου: Η ομαδική σφαγή και η γυναίκα που ζούσε κρυφά ανάμεσα σε 8.000 κρατούμενους
Όπως έχει γίνει γνωστό, το εν λόγω ίδρυμα είχε φτάσει να φιλοξενεί (;) στα κελιά του 8.000 κατάδικους σε χώρο που προορίζονταν για μόλις 3.000 τροφίμους. Αποτέλεσμα; Οι ίδιοι δεν μπορούσαν ούτε να κοιμηθούν, αφού για να χωρέσουν αναγκάζονταν να ξαπλώσουν ο ένας πάνω στον άλλο.
Το μαρτύριο της αϋπνίας, όμως, δεν ήταν τίποτα μπροστά στους ξυλοδαρμούς και τους βιασμούς που λάμβαναν χώρα καθημερινά. Κάθε ώρα και κάθε λεπτό. Ενδεικτικό της όλης κατάστασης είναι το γεγονός πως ένας στους πέντε είχε καταγραφεί ως φορέας του AIDS…
Και υπήρχαν και χειρότερα.
«Κίτρινο κελί»: Εφιάλτης ή λύτρωση;
Ή αλλιώς της «κίτρινης πτέρυγας» ή του κελιού της απομόνωσης, που πήρε το όνομά του από το χλωμό δέρμα όσων κατέφευγαν ή κατέληγαν παρά τη θέλησή τους σε αυτό. Εκεί δεν έφτανε ούτε υποψία ήλιου.
Ήταν ένας χώρος στον οποίο πολλές φορές οι κρατούμενοι ζητούσαν να απομονωθούν όταν ένιωθαν πως κινδύνευαν να κακοποιηθούν ή ακόμα και να δολοφονηθούν ως «αντίποινα» της παραβατικής τους συμπεριφοράς εντός ή και εκτός φυλακής. Εκεί κανείς δεν ξεχνούσε. Τα «κεφάλια» που είχαν στον έλεγχό τους τη φυλακή αποφάσιζαν ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.
Η κίτρινη πτέρυγα βρισκόταν στον τέταρτο όροφο του 5ου τμήματος που θεωρούνταν το «Τμήμα Ασφαλείας». Όσο ασφαλής μπορούσε να νιώσει κανείς σε ένα μέρος σαν κι εκείνο. Εκεί κρατούνταν και μία άλλη κατηγορία κρατουμένων που δεν έχαιρε της εκτίμησης κανενός.
Στα κίτρινα κελιά ζούσαν και οι διεμφυλικοί κρατούμενοι, που προτιμούσαν να μην τους βλέπει ο ήλιος παρά να πεθάνουν στα χέρια των εξαγριωμένων «αρσενικών».
«Φτάσαμε εκεί και μύριζε απαίσια. Θυμάμαι ότι οι φακοί μου θόλωναν από τη ζέστη εκεί μέσα. Οι κρατούμενοι δεν βλέπουν ποτέ τον ήλιο», δήλωσε στο VICE ο φωτογράφος Ζοάο Βάινερ που μπαινόβγαινε στην στις πτέρυγες επί δύο χρόνια προκειμένου να καταγράψει όσα συνέβαιναν για την εφημερίδα Folha de S.Paulo.
Το μεγάλο μυστικό της Καραντίρου: Η γυναίκα που ζούσε κρυφά ανάμεσα σε 10.000 άντρες
Ανάμεσα στους διεμφυλικούς επιβίωνε και μία γυναίκα η οποία δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν το «μυστικό» της. Το μυστικό που αν έφτανε στα αυτιά εκείνων που δεν έπρεπε, το φινάλε της θα ήταν τραγικό.
«Όταν δούλευα με τους διεμφυλικούς κρατούμενους, οργανώσαμε μία επίδειξη μόδας που ήταν απίστευτη. Έπειτα, ανακάλυψα ότι υπήρχε ένα εγχειρισμένο διεμφυλικό άτομο εκεί. Είχε κάνει εγχείρηση στο Μαρόκο και ποτέ δεν ανανέωσε τα έγγραφα που είχε όταν ήταν άνδρας. Έτσι, τη συνέλαβαν με τα παλιά χαρτιά της και την πήγαν σε ανδρική φυλακή και κανείς δεν έλεγξε αν είχε κάνει την εγχείρηση», αποκάλυψε ο Βάινερ και συνέχισε:
«Τους θεωρούσαν σκουπίδια. Κανείς δεν νοιαζόταν γι’ αυτούς. Την πρώτη φορά που τους χειροκρότησαν, ήταν όταν οργανώσαμε τη επίδειξη».
«Τρέφονταν με σάπια κρέατα»
Σκουπίδια, πάντως, δεν θεωρούνταν μόνο οι διεμφυλικοί. Στα μάτια των Αρχών, σκουπίδια ήταν όλοι εκείνοι που στοιβάζονταν στα κελιά. Και έτσι ακριβώς τους αντιμετώπιζαν.
«Την Καραντίρου μου θυμίζει μία συγκεκριμένη μυρωδιά. Η μυρωδιά πολλών ανδρών μαζί. Παραδόξως, όμως, ήταν πολύ καθαρή. Πάντα καυχιούνταν για το πόσο καθαρή την είχαν. Φαντάσου 8.000 άνδρες μαζί. Θυμάμαι και έναν ατμό – έναν ατμό που ένιωθες, όποτε πλησίαζες σε μια πιο πηγμένη περιοχή. Την ξεκάθαρη μυρωδιά του Pine-Sol, που χρησιμοποιούσαν για καθάρισμα.
Τη μυρωδιά από τα φαγητά που έκοβαν. Το φαγητό έφτανε σάπιο σε σημεία και έπρεπε να το κόψουν προτού το μαγειρέψουν. Τους έστελναν σάπιο κρέας. Φυσικά, οι φυλακισμένοι δεν ήταν σε θέση να παραπονεθούν, συνεπώς ό,τι ήταν για πέταμα το έστελναν εκεί. Συνήθως έπλεναν και μαγείρευαν τα πάντα, χρησιμοποιώντας καρυκεύματα που έφερνε η οικογένειά τους, που τα χρησιμοποιήσουν και για ανταλλαγές», θυμάται ο φωτογράφος.
Το τέλος της αθλιότητας: Ή μήπως όχι;
Ύστερα από 46 χρόνια, οι φυλακές έπαψαν να λειτουργούν. Κατεδαφίστηκαν στις 8 Δεκεμβρίου του 2002, με μόνο ένα μέρος τους να «γλιτώνει» για να θυμίζει το ιστορικό «Carandiru massacre», την πιο μελανή σελίδα της ιστορίας τους. Το τμήμα εκείνο που δεν βυθίστηκε στα χαλάσματα, σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.
Μπορεί οι φυλακές Καραντίρου να αποτελούν πλέον φρικτή ανάμνηση, οι τότε συνθήκες κράτησης, όμως, αναβιώνουν καθημερινά μέσα από τα υπάρχοντα σωφρονιστικά ιδρύματα της Βραζιλίας στα οποία μεταφέρθηκαν πολλοί από τους κρατούμενους εκείνους.
Θα ήταν τουλάχιστον κουτό να πιστέψει κανείς πως η εγκληματικότητα, η βία, η πείνα και οι βιασμοί θα έφταναν στο τέλος τους με το κλείσιμο και την κατεδάφιση της φυλακής Καραντίρου. Οι απάνθρωπες αυτές τακτικές βασανισμού δεν έπαψαν ποτέ να στιγματίζουν προσωπικότητες και να διαλύουν σωματικά και ψυχικά τους κρατούμενους.
Το μόνο που άλλαξε, είναι οι τοίχοι που φιλοξενούν τη διαχρονική αυτή αθλιότητα.