Αξιωματούχοι του FBI ζητούν την απόλυση του πρώην διευθυντή της Υπηρεσίας Άντριου Μακέιμπ, λίγο πριν αυτός αποχωρήσει οριστικά από την ενεργό δράση, λόγω συνταξιοδότησης.
Σε εσωτερική αναφορά από τον Γενικό Επιθεωρητή του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Μακέιμπ κατηγορείται ότι παραπλάνησε τα στελέχη της υπηρεσίας, που διερευνούσαν ζητήματα σχετικά με την προεκλογική εκστρατεία του 2016, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Σε περίπτωση απόλυσης, λίγες ημέρες πριν την επίσημη συνταξιοδότησή του θα χάσει το σύνολο της σύνταξής του, μετά από σχεδόν 22 χρόνια υπηρεσίας, αναφέρουν πηγές που γνωρίζουν τον τρόπο σκέψης του.
Ωστόσο, οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι ο Μακέιμπ δεν παραπλάνησε ποτέ με ενδεχόμενη πρόθεση τα στελέχη του FBI. Αντίθετα, έκανε όλα όσα μπορούσε για ν’ απαντήσει με ακρίβεια στις ερωτήσεις των στελεχών αυτών κατά την διεξαγωγή της έρευνας για την υπόθεσή του.
Αναμένονται ανακοινώσεις μετά από έρευνα ενός έτους
Σήμερα, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι στο υπουργείο Δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένου και του υπουργού Τζεφ Σέσιονς καλούνται ν’ αποφασίσουν για την τύχη του Μακέιμπ, με βάση τη διαδικασία που προβλέπεται.
Για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, ο Γενικός Επιθεωρητής του υπουργείου Δικαιοσύνης εξετάζει το ενδεχόμενο αν ο Μακέιμπ θα μπορούσε να κάνει περισσότερα, προκειμένου να προστατέψει την διεξαγωγή συγκεκριμένων ερευνών από πιθανή σύγκρουση συμφερόντων. Το ίδιο γραφείο έχει ολοκληρώσει την κατάρτιση προσχεδίου αναφοράς για τον Μακέιμπ.
Σύμφωνα με την αναφορά αυτή, ο Μακέιμπ ξεπέρασε τα όρια στην προσπάθεια του ν’ απωθήσει αναφορές των ΜΜΕ που έθεταν ερωτήματα σχετικά με την επιρροή που μπορεί να είχαν ενδεχόμενοι οικογενειακοί δεσμοί με Δημοκρατικούς στην δουλειά του. Ειδικότερα όταν εξουσιοδότησε στελέχη του FBI για να συνομιλήσουν με έναν δημοσιογράφο για την έρευνα της υπηρεσίας σχετικά με το Ίδρυμα Κλίντον, όπως επισημαίνει πηγή που είναι ενήμερη για το περιεχόμενο της αναφοράς. Στο ίδιο προσχέδιο της αναφοράς τονίζεται το πόσο πρόθυμος ήταν ο Μακέιμπ ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις που του έθεταν οι αξιωματούχοι του υπουργείου Δικαιοσύνης σχετικά με τις ενέργειές του.
Άνθρωποι του περιβάλλοντός του επισημαίνουν ότι ήταν πάντα πρόθυμος στο να απαντά ερωτήσεις, ενώ δεν έδωσε ποτέ έγκριση για «διαρροή» σε δημοσιογράφο. Επίσης, συζητήσεις που έγιναν με έναν δημοσιογράφο σχετικά με την έρευνα για το Ίδρυμα Κλίντον συντονίζονταν από έναν εκπρόσωπο Τύπου της υπηρεσίας, αλλά κι έναν δικηγόρο του FBI.
Πυρά από την οικογένεια Τραμπ
Αιχμές κατά του Μακέιμπ διατύπωσαν ο Ντόναλντ Τραμπ και ο γιος του, όταν ο Μακέιμπ προ τριμήνου ανακοίνωνε ότι θα παραιτηθεί από αναπληρωτής διευθυντής του FBI, αλλά θα παραμείνει στην υπηρεσία μέχρι την συνταξιοδότησή του. Ο πρόεδρος Τραμπ έγραψε στο Twitter: «Ο Μακέιμπ δεν βλέπει την ώρα να συνταξιοδοτηθεί με όλα τα πλεονεκτήματα».
«Έτσι, θα τον κρατήσουν, παρά την κατάσταση που διαμορφώθηκε, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι ο Αμερικανός φορολογούμενος θα τον πληρώνει μέχρι το τέλος της ζωής του», είχε σχολιάσει στο Twitter ο Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υποδηλώνουν ότι ο Μακέιμπ θα βρεθεί αντιμέτωπος με κάποιες κατηγορίες για τις ενέργειές του.
Ασχολήθηκε με σημαντικές υποθέσεις
Ο Μακέιμπ εισήλθε στο FBI το 1996 με την διεξαγωγή ερευνών για υποθέσεις εγκλημάτων στη Νέα Υόρκη. Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν ασχολήθηκε με υποθέσεις που σχετίζονται με διεθνή τρομοκρατία, ενώ το 2012 ανέλαβε την διεύθυνση της υπηρεσίας του FBI κατά της τρομοκρατίας, στην Ουάσινγκτον. Τον Οκτώβριο του 2013 έγινε διευθυντής της υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας του FBI, ενώ τον επόμενο χρόνο έγινε βοηθός διευθυντή για το γραφείο του FBI στην Ουάσινγκτον. Μετά έγινε αναπληρωτής διευθυντής του FBI τον Φεβρουάριο του 2016.
Στην διάρκεια του 2017, ο ίδιος έγινε συχνά στόχος επικρίσεων τόσο από τον πρόεδρο Τραμπ, όσο κι από Ρεπουμπλικάνους που είναι μέλη του Κογκρέσου, οι οποίοι άφηναν να εννοηθεί ότι η εξέλιξή του στην ιεραρχία του FBI ήταν εμβληματική της άσκησης πολιτικής επιρροής στην αναφερόμενη υπηρεσία. Ειδικότερα, οι Ρεπουμπλικάνοι υποστήριξαν ότι υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων, καθώς η σύζυγος του Μακέιμπ ήταν υποψήφια για εκλογή στην τοπική Γερουσία της Βιρτζίνιας με τους Δημοκρατικούς το 2015, όταν την περίοδο εκείνη το FBI διερευνούσε την υπόθεση με την διαχείριση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Χίλαρι Κλίντον, την περίοδο που ήταν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Την ίδια περίοδο της εκλογικής υποψηφιότητας της συζύγου του, ο Μακέιμπ ήταν υπεύθυνος του γραφείου ερευνών του FBI στην Ουάσινγκτον.
Αυτοεξαιρέθηκε από όλες τις υποθέσεις για τη Βιρτζίνια
Τα ηλεκτρονικά μηνύματα και η αλληλογραφία του που αποδέσμευσε το FBI δείχνουν ότι ο ίδιος αυτοεξαιρέθηκε από όλες τις εγκληματικές υποθέσεις που είχαν σχέση με την Βιρτζίνια. Σύμφωνα επίσης με έγγραφα του FBI, ο Μακέιμπ δεν είχε αρμοδιότητα εποπτείας στην υπόθεση της Κλίντον μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων αναπληρωτή διευθυντή του FBI από τον ίδιο, τον Φεβρουάριο του 2016. Είχαν συμπληρωθεί τρεις μήνες από την αποτυχία εκλογής της συζύγου του.
Τον Οκτώβριο του 2016, η εφημερίδα «Wall Street Journal» δημοσίευσε τουλάχιστον ένα άρθρο αμφισβητώντας την ικανότητα του Μακέιμπ να εποπτεύει αμερόληπτα την ομοσπονδιακή έρευνα για το Ίδρυμα Κλίντον. Πριν από την δημοσιοποίηση αυτού του άρθρου ο Μακέιμπ εξουσιοδότησε μια εκπρόσωπο Τύπου του FBI να μιλήσει με την εφημερίδα σχετικά με την συνέχιση της έρευνας, σύμφωνα με δηλώσεις πηγής στο ABC News, που έχει λάβει γνώση για τα ευρήματα του Γενικού Επιθεωρητή του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Λίγες ημέρες μετά το δημοσίευμα της WSJ ο Μακέιμπ αυτοεξαίρεσε τον εαυτό του από την υπόθεση της Κλίντον.
Τον Δεκέμβριο του 2017, ο διευθυντής του FBI Κρις Ρέι υπερασπίστηκε τον Μακέιμπ, δηλώνοντας στο Κογκρέσο ότι ο ίδιος διαφωνούσε άμεσα με κάθε ισχυρισμό ότι ο Μακέιμπ ενήργησε υπό την οποιαδήποτε πολιτική προκατάληψη. «Δεν έχω ενημερωθεί για υψηλόβαθμα στελέχη του FBI, που επιτρέπουν απαράδεκτες πολιτικές επιρροές στην άσκηση των καθηκόντων τους», είχε χαρακτηριστικά δηλώσει ο Ρέι στην Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Πριν από τρεις μήνες, το FBI ανακοίνωσε την παραίτηση του Μακέιμπ από τα καθήκοντα του αναπληρωτή διευθυντή, ενώ ο ίδιος θα αξιοποιούσε τις ημέρες νόμιμης άδειας που είχε μέχρι την ημέρα της επίσημης συνταξιοδότησής του από την υπηρεσία.