Η συχνή έκθεση ενός ηλικιωμένου ανθρώπου σε ρύπανση της ατμόσφαιρας σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο απώλειας οστικής μάζας, οστεοπόρωσης και, τελικά, κατάγματος. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε για πρώτη φορά μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, με επικεφαλής τον δρα Αντρέα Μπακαρέλι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet Planetary Health», ανέλυσαν στοιχεία μιας οκταετίας για σχεδόν 700 άτομα μέσης ηλικίας.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι ζούσαν σε περιοχές πιο επιβαρυμένες με ατμοσφαιρική ρύπανση από μικροσκοπικά σωματίδια (ΡΜ2,5) και αιθάλη, λόγω των εξατμίσεων των οχημάτων και άλλων πηγών ρύπανσης, είχαν κατά μέσο όρο χαμηλότερα επίπεδα ασβεστίου και ορμονών που σχετίζονται με τα οστά, καθώς επίσης μικρότερη οστική πυκνότητα, σε σχέση με όσους ζούσαν σε περιοχές με μικρή ρύπανση.
Μια παράλληλη ανάλυση στοιχείων από τις εισαγωγές 9,2 εκατομμυρίων ατόμων σε νοσοκομεία, έδειξε ότι ακόμη και μια μικρή αύξηση στο επίπεδο των ρύπων του αέρα αυξάνει τον κίνδυνο κατάγματος λόγω οστεοπόρωσης μεταξύ των ηλικιωμένων. Ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος για τα άτομα που ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές, όπου συνήθως υπάρχει και μεγαλύτερη ρύπανση.
Η οστεοπόρωση αποτελεί τη συχνότερη αιτία κατάγματος στην τρίτη ηλικία. Συνήθως δεν υπάρχουν συμπτώματα που να προειδοποιούν για τον κίνδυνο. Μόνο το 40% όσων ηλικιωμένων παθαίνουν κάταγμα, ξαναβρίσκουν πλήρως την προηγούμενη κινητικότητά τους.
Τα σωματίδια ΡΜ2,5 (που έχουν διάμετρο έως δυόμισι μικρόμετρα ή εκατομμυριοστά του μέτρου) εισχωρούν βαθιά στους πνεύμονες και στο υπόλοιπο σώμα, προκαλώντας συστημική οξειδωτική βλάβη και χρόνια φλεγμονή, πράγμα που επιταχύνει τη φυσιολογική απώλεια οστικής μάζας και έτσι αυξάνει τον κίνδυνο κατάγματος. Επίσης το κάπνισμα σχετίζεται με παρόμοια βλάβη των οστών.
Οι ερευνητές επεσήμαναν την ανάγκη ιδίως οι ηλικιωμένοι να μην καπνίζουν και να ζουν σε συνθήκες καθαρού αέρα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ